Φθάσαμε σε μια λαμπρή τοποθεσία. Υπήρχε εκεί ένα άλλο θαυμαστό παραπέτασμα, πού έμοιαζε με πολύ λαμπρό και καθαρό ήλεκτρο. Κάποιο χέρι το παραμέρισε και μας έδειξε να περάσουμε. Μέσα σ' αυτό συναντήσαμε αναρίθμητο πλήθος αγίων αγγέλων. Τα πρόσωπα τούς φλογερά, έλαμπαν από μακριά πιο πολύ από τον ήλιο. Είχαν σταθεί με ταξί και πολλή κοσμιότητα με τα άϋλα αναστήματα τους, μετέωροι σ' εκείνο το τρομερό ύψος. Στα χέρια κρατούσαν φοβερά σκήπτρα. Σχημάτιζαν αναρίθμητες λεγεώνες παρατεταγμένες δεξιά και αριστερά. «Όταν σηκωθεί κι αυτό το παραπέτασμα, μου είπε ο οδηγός μου δείχνοντας το, θα δεις τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Πατρός. Να πέσεις να τον προσκύνησης. Ό νους σου να είναι όλος προσηλωμένος σ' Εκείνον, για ν' ακούσης Τι θα σου πει». 

Ενώ άκουγα τις συμβουλές του, κοιτάζω το παραπέτασμα και βλέπω ένα μεγαλόπρεπο περιστέρι να κατεβαίνει και να κάθεται πάνω σ' αυτό. Το κεφάλι του ήταν σαν από χρυσάφι, το στήθος πορφυρό, τα φτερά λαμπερά σαν φλόγα, τα πόδια λευκά, ενώ τα μάτια τόξευαν φωτεινές ακτίνες. Καθώς απολάμβανα την ομορφιά του, ξαφνικά πέταξε στα ύψη. Ενώπιος ενωπίω Παραμερίσθηκε κι αυτό το παραπέτασμα, και βλέπω τότε στο αχανές εκείνο ύψος, πού καταπλήττει κάθε νου και διάνοια, θρόνο φοβερό, υπερυψωμένο. Κανείς δεν τον κρατούσε, κρεμόταν μετέωρος. Από μέσα έβγαιναν φλόγες πιο λευκές κι από το χιόνι. Επάνω στον θρόνο άστραφτε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Φορούσε βαθυκόκκινα και ολόλευκα ενδύματα. Ή λαμπρότης του όμως από συγκατάβαση στη δική μου αδυναμία- ήταν περιορισμένη. Είδα λοιπόν την θεανθρώπινη ευπρέπεια και ωραιότητα Του.

Ήταν σαν να βλέπει κανείς τον ήλιο να σκορπίζει χαρούμενα τις πρώτες ακτίνες της ανατολής. "Έπεσα και τον προσκύνησα τρεις φορές. Προσπάθησα ν' ανασηκωθώ και ν' αντικρίσω πάλι την ωραιότητα Του, την πύρινη λαμπρότητα της δυνάμεως Του, αλλά δεν μπόρεσα. Με είχε κυριεύσει ανέκφραστος φόβος, φρίκη και χαρά. Μέσα άπ' αυτό το φως ακούσθηκε μια φωνή, πού με τον δυνατό της ήχο έσχιζε τον αέρα. Ήταν μελιστάλακτη, ήμερη και γλυκεία. Μου είπε τρεις λέξεις. Το νόημα τους το κατάλαβα και δοκίμασα πρωτόγνωρη πνευματική ηδονή. Σε λίγο μου είπε άλλες τρεις λέξεις, πού μόλις τις άκουσα γέμισε ή καρδιά μου από θεϊκή χαρά. Κατόπιν μου είπε για τρίτη φορά άλλες τρεις και ξαφνικά ακούσθηκε ισχυρή δοξολογική κραυγή από τα αγγελικά στρατεύματα: "Άγιος, "Άγιος, "Άγιος.

Κατάλαβα ότι αυτό έγινε για μένα. Ή δοξολογία τους βέβαια είναι ακατάπαυστη. Εκείνη όμως ή εξαίσια μελωδική κραυγή ήταν για την εύνοια, πού τόσο πλούσια έδειξε σ' έμενα ο Δεσπότης Χριστός. Μόλις άκουσα αυτές τις ανέκφραστες και θεϊκές λέξεις, κατέβηκα αμέσως με τον ίδιο τρόπο πού ανέβηκα. Ήρθα πάλι στον εαυτό μου και είδα πώς βρέθηκα στον κήπο, άπ' οπού είχε γίνει ή αρπαγή μου. Αναλογιζόμουν με απορία τα όσα μου συνέβησαν. Που ήμουν και που βρέθηκα! Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς πήγα σ' εκείνον τον θεϊκό τόπο. Φέρνοντας στον νου μου όσα είδα εκεί και άκουσα, μονολογούσα: «"Άραγε έχει έρθει και άλλος εδώ ή μόνο εγώ;».

0 Σχόλια