Ο Βίκτωρ Βάισκοπφ, ένας από τους σημαντικότερους πυρηνικούς φυσικούς του 20ού αιώνα, πέθανε σε ηλικία 93 ετών το 2001. Καταγόταν από Εβραίους της Βιέννης και ήταν γνωστός στους συναδέλφους του ως «Προφήτης του Λος Άλαμος». Έγινε κεντρική φιγούρα σε ένα από τα πιο σπουδαία και απόρρητα επιστημονικά προγράμματα της εποχής μας, το Σχέδιο Μανχάταν. Το 1943 ο Βάισκοπφ πήρε την αμερικανική  υπηκοότητα. Την ίδια χρονιά μπήκε στην ομάδα που εργαζόταν για την κατασκευή της ατομικής βόμβας, που αργότερα έδωσε τέλος στον πόλεμο στην Άπω Ανατολή με τρομερές συνέπειες για την Ιαπωνία. Αυτή η εμπειρία, και η αίσθηση ευθύνης που τη συνόδευε, επηρέασε τη ζωή του μετά τον πόλεμο, όταν επέστρεψε στη θεωρητική εργασία στην πυρηνική φυσική. Ο Βάισκοπφ ήταν διαμετρικά αντίθετος με την κατασκευή της υδρογονοβόμβας, και στα χρόνια μετά τον πόλεμο δραστηριοποιήθηκε στο κίνημα πυρηνικού αφοπλισμού. Από το 1967 μέχρι το 1973 ήταν πρόεδρος του Συμβουλίου Φυσικής Υψηλής Ενέργειας στην Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, τον διάδοχο φορέα του Σχεδίου Μανχάταν.

Το σχέδιο

Το 1939 η πειραματική εργασία του Βάισκοπφ στην ατομική φυσική τού είχε δώσει να καταλάβει το τρομερό δυναμικό της πυρηνικής σχάσης και ήταν από τους πρώτους επιστήμονες που ζήτησαν να τηρηθεί απόλυτη μυστικότητα, από ανησυχία ότι οι δυνάμεις του Άξονα μπορεί να έπαιρναν το προβάδισμα από τους Συμμάχους κατασκευάζοντας την πρώτη ατομική βόμβα. Δεν ήταν ο μόνος που είχε αυτή τη γνώμη. Οι Γερμανοί επιστήμονες είχαν ανακαλύψει τις βασικές αρχές και το αποτέλεσμα της πυρηνικής σχάσης το 1934. Τον Αύγουστο του 1939, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, που είχε μεταναστεύσει από τη Γερμανία λίγο πριν πάρει την εξουσία ο Χίτλερ, έγραψε στον πρόεδρο των ΗΠΑ Φραγκλίνο Ρούσβελτ ανησυχώντας για το τι θα συνέβαινε αν οι δυνάμεις του Άξονα αποκτούσαν πυρηνική τεχνολογία πριν από τις ΗΠΑ. Επισήμανε στον Ρούσβελτ ότι Γερμανία είχε ήδη ολοκληρώσει την αγορά ουρανίου από ορυχεία της Τσεχοσλοβακίας και ότι η εργασία με ουράνιο που είχε ξεκινήσει στις ΗΠΑ αντιγραφόταν στο Βερολίνο. Το Μάρτιο του 1942 ο πρόεδρος μιας επιτροπής που είχε αναλάβει να ερευνήσει κατά πόσον ήταν εφικτή μια ατομική βόμβα προειδοποίησε τον Ρούσβελτ ότι οι ΗΠΑ θα εμπλέκονταν σε μια κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών για την κατασκευή του νέου όπλου. Έχοντας αυτά κατά νου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ενέκρινε το σκοτεινό Σχέδιο Μανχάταν και έδωσε εντολή να γίνει με άκρα μυστικότητα.
Τόσο κρυφό ήταν το πρόγραμμα, ώστε ακόμη και το όνομά του υπήρξε αντικείμενο προσεκτικής σκέψης, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες ακούσιας αποκάλυψης. Ήταν αρχικά γνωστό με το όνομα «Κατασκευή Υποκατάστατων υλικών», αυτό όμως θεωρήθηκε πολύ αποκαλυπτικό. Έτσι, υπό την ηγεσία του στρατηγού Λέσλι Γκρόουβς, το πρόγραμμα πήρε το κωδικό όνομα Σχέδιο Μανχάταν, επειδή μεγάλο μέρος της προκαταρκτικής έρευνας έγινε στο τμήμα του Σώματος Μηχανικών του Στρατού των ΗΠΑ της Περιφέρειας Μανχάταν, με έδρα τη Νέα Υόρκη. Οι βόμβες που κατασκευάστηκαν στο πρόγραμμα επίσης πήραν αθώα ονόματα, όπως «Μαραφέτι», «Αγοράκι» (εξερράγη στη Χιροσίμα), και «Χοντρός» (πυροδοτήθηκε στο Ναγκασάκι).
                                                                      ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Η ομάδα του σχεδίου περιλάμβανε στρατιωτικό προσωπικό και σχεδόν 6.000 επιστήμονες, πολλοί από τους οποίους ήταν Γερμανοεβραίοι που είχαν δραπετεύσει στην Ευρώπη καθώς το επεκτεινόμενο κλίμα αντισημιτισμού, που είχε ξεκινήσει τον Απρίλιο του 1933 με την απόλυση των «μη-Άριων» Γερμανών επιστημόνων, εντεινόταν. Από το 1943 και μετά αρχηγός της ομάδας του Μανχάταν ήταν ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, ένας χημικός του Χάρβαρντ που είχε πάρει το διδακτορικό του στη θεωρητική φυσική από το πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν στη Γερμανία πριν επιστρέψει στις ΗΠΑ. Βασικοί του συνεργάτες, εκτός από τους Γκρόουβς, Αϊνστάιν και Βάισκοπφ, ήταν μεταξύ άλλων οι Ενρίκο Φέρμι, Νιλς Μπορ, Γκλεν Σήμποργκ και Λήο Ζίλαρντ. Όλοι δεσμεύονταν από αυστηρό κώδικα μυστικότητας.
Το μεγαλύτερο μέρος της μετέπειτα εργασίας στο πρόγραμμα έγινε μακριά από τη Νέα Υόρκη, σε ένα πρώην σχολείο αρρένων στην έρημο, κοντά στο Λος Άλαμος του Νέου Μεξικού. Η τοποθεσία επιλέχθηκε για πολλούς λόγους: απείχε τουλάχιστον 322 χιλιόμετρα τόσο από την πλησιέστερη ακτογραμμή όσο και από τα πλησιέστερα σύνορα, και η περιοχή είχε ελάχιστους κατοίκους. Τα μέτρα ασφάλειας ήταν πρωτοφανή και τόσο οι επιστήμονες όσο και οι οικογένειές τους ζούσαν σε πλήρη ανωνυμία. Δεν μπορούσαν να πουν στους συγγενείς τους πού βρίσκονταν, όλη η αλληλογραφία εξεταζόταν, για να εξασφαλιστεί ότι δεν αποκαλύπτονταν λεπτομέρειες από αμέλεια, και δεν μπορούσαν να πάρουν φωτογραφίες όπου θα αναγνωριζόταν το Νέο Μεξικό. Ακόμη και τα ονόματα στα διπλώματα οδήγησης των μελών της ομάδας αντικαταστάθηκαν με αριθμούς.

Επέκταση

Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε, από το Σχέδιο Μανχάταν ξεπήδησαν πολλές εγκαταστάσεις πυρηνικών ερευνών, όλες τους μυστικές, επειδή τότε η προσοχή είχε στραφεί στην κούρσα εξοπλισμών με τη Σοβιετική Ένωση. Τα εργαστήρια τηρούσαν αυστηρούς κανόνες ασφαλείας, οι πληροφορίες ήταν απόρρητες και ο πατριωτισμός του προσωπικού υπό διαρκή έλεγχο.  Οι επιστήμονες που εργάζονταν στο πρόγραμμα πυρηνικών όπλων δούλευαν σε «μυστικές κοινότητες», που περιστασιακά συναντιόνταν σε συνέδρια ανταλλαγής πληροφοριών υπό αυστηρό έλεγχο. Αλλά τον περισσότερο καιρό, μια πολιτική «διαμερισματοποίησης» εμπόδιζε αυτούς τους φυσικούς και χημικούς να μάθουν τι γινόταν σε άλλα ερευνητικά κέντρα, ακόμη και σε άλλα προγράμματα του ίδιου εργαστηρίου. Ο έλεγχος της αφοσίωσης ήταν κανόνας, και τα πρώτα επτά χρόνια της ύπαρξής της η Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, που ιδρύθηκε το 1946, λέγεται ότι εξέτασε μισό εκατομμύριο ανθρώπους για λόγους ασφαλείας με κόστος πάνω από 10 εκατ. δολάρια το χρόνο.
Κι όμως, το Σχέδιο Μανχάταν, και η έντονη μυστικότητα που γέννησε, λειτούργησε ως υπομόχλιο αλλαγής. Ήδη από το 1945 ο Βάισκοπφ έγινε ιδρυτικό μέλος της Ομοσπονδίας Ατομικών Επιστημόνων, ενός οργανισμού αφιερωμένου όχι μόνο στην προειδοποίηση για τις συνέπειες ενός πυρηνικού πολέμου αλλά και στην προσπάθεια για μείωση της κυβερνητικής μυστικότητας μέσω πιέσεων, ώστε να επιταχυνθεί ο αποχαρακτηρισμός των εγγράφων του Ψυχρού Πολέμου.
[...]
[πηγή:  Michael Jordan, Σκασμός! Τα Βρόμικα Μυστικά της Επιστημονικής Έρευνας, εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2003, σελ. 72-75]

0 Σχόλια