Ο Ιμπραίμ Πασάς έχει εγκατασταθεί στην Πάτρα και αποφασίζει να παίξει το τελευταίο χαρτί για να καταστείλει την επανάσταση των Ελλήνων ώστε να λάβει αυτός την διοίκηση της Πελοποννήσου όπως ο Σουλτάνος του είχε υποσχεθεί. Έτσι αρχίσει να δίνει προσκυνοχάρτια στους Έλληνες που αφού δεν μπορεί να τους νικήσει με τις μάχες προσπαθεί να τους εξαγοράσει, τάζοντας τους αμνηστία και επιστροφή στη νομιμότητα αφού πρώτα δηλώσουν υποταγή στην Υψηλή Πύλη. Και έτσι αρχίσει το προσκύνημα των Ελλήνων στον Ιμπραίμ, με έναν από τους πρώτους που προσκύνησαν τον γνωστό Δημήτριο Νενέκο, τον οποίο μετέπειτα σκότωσε ο αγωνιστής Σαγιάς.
Διαβάσουμε από το παρακάτω κείμενο που  αποτελεί απόσπασμα (σελ.181 – 182) από το βιβλίο ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ του Καρλ Μέντελσον – Μπαρτόλντι(Βαρθόλδυ) σε απόδοση της Ελένης Γαρίδη για τις Εκδόσεις της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.
"


kolokotronisΣαν να μην έφτανε αυτό, η προδοσία σηκώνει το άθλιο κεφάλι της. Καπεταναίοι, κοτσαμπάσηδες, ολόκληρα χωριά προσκυνάνε και περνούν στις γραμμές του εχθρού. Μπροστά σ’ αυτό το κλίμα του πανικού ο Ιμπραήμ αλλάζει τακτική κι αρχίζει τις περιποιήσεις και τα καλοπιάσματα στους προσκυνημένους. Τα προσκυνοχάρτια δίνουν και παίρνουν:
«Δίδεται το ημέτερον υψηλόν μπουγιουρδί μας –γράφουν τα κατάπτυστα αυτά έγγραφα-  παρά της εμής πληρεξουσιότητος επειδή ήλθον με προθυμίαν εις το μεγάλο μερχαμέτι μας, προσπίπτοντας εξ’ όλης της θελήσεώς τους, προσκυνώντας το κραταιόν Δοβλέτι μας και εις ημάς, και ζητώντες παρ’ ημών το ράγι, βλέποντες λοιπόν την εμπιστοσύνην τους, όπου υπόσχονται προς ημάς, τους εδόθη το υψηλόν μας ράγι-μπουγιουρτί μας, να είναι προφυλαγμένοι τόσον από τα στρατεύματά μας, ωσάν από και κάθε εναντίον, η τιμή τους η ζωή τους και όλον το πράγμά τους ό,τι έχουν και να είναι δια πάντα κατά την υπόσχεσή τους πιστοί ραγιάδες, να δουλεύουν τον τόπον τους καθώς ως πρώτα, χωρίς να έχουν καμμίαν υποψίαν εις ότι εναντίον τους ακολουθήση από κακούς ανθρώπους και ζορμπάδας, ευθύς να δίδουν είδησιν προς ημάς, όπου να τους προφθάση και να τους φυλάξη η υψηλή ημών δύναμις, και ούτως τοις εδόθη το παρόν ράγι-μπουγιουρδί μας εις ησυχίαν, και ένδειξιν τους».
Τα προσκυνοχάρτια τούτα έδιναν, κοντά στ’ άλλα, στους κατόχους την ευχέρεια να κινούνται ελεύθερα μέσα από τις γραμμές των αραπάδων και να κάνουν εμπόριο τροφίμων. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς τι πειρασμός ήταν για την ξενηστικωμένη αγροτιά που είχε χάσει τα πάντα.
Την πυρκαγιά του προσκυνήματος την τρέφει η προδοσία του κοτσαμπασισμού. «Πρώτοι-πρώτοι προσκύνησαν οι καπεταναίοι των αρχόντων» γράφει ο Κολοκοτρώνης. Ένας καπετάνιος από τη Ζουμπάτα της Αχαγιάς, ο Νενέκος, οπλαρχηγός του κοτσαμπάση της Πάτρας Βενιζέλου – Ρούφου, παίρνει ανοιχτά το δρόμο της προδοσίας και γίνεται όργανο του Ιμπραήμ. Και τότε ο θρυλικός Γέρος, ο Κολοκοτρώνης, που ως τα τότε αγωνιζόταν με ήπια μέσα να σταματήσει το προσκύνημα, ορθώνεται φοβερός. Έχοντας στο πλευρό του το άνθος των πολεμιστών του Μοριά και τους ηρωικούς καλόγερους του Μεγάλου Σπηλαίου, εφαρμόζει αμείλικτη επαναστατική τρομοκρατία κατά των προσκυνημένων, που δεν εννοούν με το καλό να ξαναγυρίσουν στις γραμμές της πατρίδας. Καταδικάζει σε θάνατο, με προσωπική του διαταγή, τον Νενέκο, δίνοντας εντολή στους πατριώτες να τον εκτελέσουν επί τόπου όπου τον πετύχουν, σκίζουν τα προσκυνοχάρτια και ξεκαθαρίζουν τους προδότες. «Βάλτε φωτιά και τσεκούρι, στήστε φούρκα και παλούκι για τους προσκυνημένους» είναι η άτεγκτη διαταγή του. «Όποιο χωριό δεν γυρίσει πίσω, είναι τα σπίτια του καημένα, τ’ αμπέλια του καημένα, θα τ’ αφανίσω από το πρόσωπο της γης!» σαλπίζει σ’ όλο το Μοριά. Έναν Γιάννη από το χωριό Μπουμπούκα, κατάσκοπο του Ιμπραήμ, οι ελαφρές δυνάμεις του Γέρου τον εκτελούν και εκθέτουν το πτώμα του στο δημόσιο δρόμο με το ακόλουθο έγγραφο κρεμασμένο στο στήθος του:
«Τέτοιον καταφρονημένον θάνατον θα έχουν από τους Έλληνας όσοι επροσκύνησαν εις τον Ιμπραχήμην και δεν μετανοήσουν να κινηθούν κατ’ αυτού άντρες και γυναίκες. Τοιούτον θάνατον θα λάβουν και όσοι ελεύθεροι Έλληνες, ιερείς τε και λαϊκοί δεν πιάσουν όπλα εις τοιαύτην κρίσιμον περίστασιν και δεν τρέξουν εναντίον του εχθρού με προθυμίαν. Ο Γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου Θ. Κολοκοτρώνης».
Στον Ιμπραήμ, που τον φοβερίζει με ένταση των καταστροφών, ο Γέρος απαντάει περήφανα:
«Αυτό που μας φοβερίζεις να μας κόψεις και να μας κάψεις τα καρποφόρα δέντρα μας, δεν είναι της πολεμικής έργον, διότι τα άψυχα δέντρα δεν εναντιώνονται σε κανέναν, μόνον οι άνθρωποι όπου εναντιώνονται έχουνε στρατεύματα και σκλαβώνεις κι έτσι είναι το δίκαιο του πολέμου. Με τους ανθρώπους κι όχι με τ’ άψυχα δέντρα να τα βάλεις˙ όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνο πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει, ημείς δεν προσκυνούμε. Τι τα δέντρα μας αν τα κόψεις και τα κάψεις, την γη δεν θέλει την σηκώσεις και η ίδια η γης οπού τα έθρεψε μένει δική μας και τα ματακάνει. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως την γη μας θα την κάνεις δική σου». (Απομνημονέυματα σελ.161)
Η άτεγκτη και πατριωτική αυτή στάση του Γέρου σώζει τον αγώνα. «ις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνον δια την πατρίδα μου, όχι άλλη φορά – γράφει. Εβάσταξα τον κόσμο εώς ότου έγινε η ναυμαχία εις το Νεόκαστρο». (Ναυμαχία του Ναυαρίνου)…."

0 Σχόλια