Προσερχόμεθα εις την Τράπεζαν την μυστικήν, δια να γίνωμεν κοινωνοί του αχράντου Σώματος και του τιμίου Αίματος του Κυρίου. Από την θείαν Κοινωνίαν αντλεί ο Χριστιανός την πνευματικήν ζωήν εις την μεγαλυτέραν της έντασιν.
Υψηλοτέραν ευδαιμονίαν δεν ημπορεί να φαντασθή κανείς δια τον άνθρωπον, από την συμμετοχήν του εις το μέγα αυτό μυστήριον. Διότι εδώ δεν πρόκειται απλώς περί μιας καλυτέρας ζωής. Δια της θείας Κοινωνίας δεν λαμβάνομεν μερικά μόνον δώρα του Αγίου Πνεύματος, αλλά λαμβάνομεν Αυτόν τον αναστάντα Κύριον, τον μέγαν ευεργέτην μας, τον ναόν αυτόν, μέσα εις τον οποίον υπάρχουν όλαι αι πνευματικαί χάριτες και δωρεαί. Αναμφιβόλως ο Χριστός υπάρχει εις όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας μας. Είναι παρών εις αυτούς που μετέχουν των διαφόρων μυστηρίων και μεταδίδει τας χάριτάς του κατά ποικίλους τρόπους. Όταν όμως οδηγή τον πιστόν εις την θείαν Ευχαριστίαν και του δίδη ως πνευματικήν τροφήν το Σώμα του και το Αίμα του, τότε μεταβάλλει τον άνθρωπον. Μέχρι της στιγμής κατά την οποίαν κοινωνεί ο
άνθρωπος, είναι πηλός. Μετά την θείαν Κοινωνίαν παύει πλέον να είναι πηλός, λαμβάνει βασιλικήν μορφήν, γίνεται σώμα του βασιλέως Χριστού. Ποία ευτυχία είναι μεγαλυτέρα από αυτήν;
Σύμφωνα με την υπόσχεσιν, που έδωσεν ο Κύριος, δια της θείας Κοινωνίας αυτός ο Χριστός κατοικεί εις ημάς και ημείς εις αυτόν: «ο τρώγων μου την Σάρκα και πίνων μου το Αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ» (Ίω. στ΄ 56). Όταν δε ο Χριστός κατοική μονίμως εις την καρδίαν μας, ποίου πράγματος πλέον έχομεν ανάγκην; Είναι δυνατόν τότε να στερηθώμεν ποτέ από τα αληθινά αγαθά; Τί ανώτερον από τον Χριστόν ημπορούμεν να επιθυμήσωμεν; ο Χριστός είναι δι’ ημάς και ένοικος και οικία. Είμεθα ευτυχείς, διότι έχομεν τοιαύτην οικείαν, ευτυχείς ακόμη, διότι γινόμεθα κατοικία δια τον Χριστόν. Ποίον από τα πνευματικά αγαθά δεν είναι εις την διάθεσίν μας, όταν έχωμεν τοιούτον σύνδεσμον με τον Κύριον; Όταν φθάσωμεν εις αυτήν την πνευματικήν λαμπρότητα, πώς είναι δυνατόν να ασχολούμεθα με την ματαιότητα και την φαυλότητα του κόσμου; Τί πονηρόν και αμαρτωλόν ημπορεί να σταθή εμπρός εις τον πλούτον των πνευματικών αγαθών; Καμμία κακία δεν θα εισχωρήση εις την
καρδίαν μας, όταν ο Χριστός μας γεμίζη με την παρουσίαν του, όταν εισδύη εις τα μύχια της ψυχής μας και κυριαρχή εις το βάθος του εσωτερικού μας και μας περιβάλλη από όλα τα μέρη. Από τας εξωτερικάς προσβολάς του πονηρού μας προφυλάσσει ο κατοικώνεις την καρδίαν μας Χριστός. Αυτός πάλιν εκδιώκει από το εσωτερικόν μας κάθε ένοχον παρόρμησιν, διότι είναι ένοικος και θέλει να γεμίζη με τον Εαυτόν του όλην την οικείαν, δηλαδή την ψυχήν μας. Διότι δεν έχομεν απλώς
μέρος του Χριστού, αλλ’ έχομεν ολόκληρον τον Χριστόν. Δεν έχομεν κάποιαν πνευματικήν ακτίνα ή ολίγον φως, αλλά δεχόμεθα εις την ψυχήν μας αυτόν τον πνευματικόν ήλιον και γινόμεθα ένα Πνεύμα με τον Χριστόν. Διότι και το σώμα και η ψυχή και όλαι αι δυνάμεις γίνονται αμέσως πνευματικοί. Τα θεία, τα ανώτερα κυριαρχούν των κατωτέρων, των ανθρωπίνων. Συμβαίνει δηλαδή εκείνο που λέγει ο
απόστολος Παύλος δια την Ανάστασιν: «Ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής» (Β΄ Κορ. ε΄ 4), ή το άλλο: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β΄ 20).
Ω, μυστήριον μέγα και ανεξερεύνητον! Ενωνόμεθα με τον Χριστόν τόσον, ώστε ο Νους του Χριστού γίνεται και ιδικός μας νους, η Θέλησίς του και ιδική μας θέλησις, το Σώμα του και ιδικόν μας σώμα, το Αίμα του και ιδικόν μας αίμα. Πόσον αληθώς εξυψώνεται ο νους μας, όταν κυριαρχήται από τον Νουν του Χριστού, και η θέλησίς μας, όταν υποτάσσεται εις την μακαρίαν θέλησίν Του! Το σώμα μας, που είναι πηλός, πόσον εξαγνίζεται, όταν ευρίσκεται μέσα εις την φλόγα του Χριστού! Είναι όμως δυνατόν να επιτύχωμεν τον σύνδεσμον αυτόν με τον Χριστόν; Την απάντησιν την δίδει ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος κατώρθωσε να κάμη τον νουν του Νουν του Χριστού, την θέλησίν του Θέλησιν του Χριστού, την ζωήν του Ζωήν του Χριστού: «Ημείς νουν Χριστού έχομεν» (Α΄ Κορ. β΄ 16) γράφει και «δοκιμήν ζητείτε του εν εμοί λαλούντος Χριστού» (Β΄ Κορ. ιγ΄ 3) και «δοκώ καγώ Πνεύμα Θεού έχειν» (Α΄ Κορ. ζ΄ 40) και «επιποθώ πάντας υμάς εν σπλάγχνοις Ιησού Χριστού» (Φιλιπ. α΄ 8).
Από όλα αυτά αποδεικνύεται ότι είχε την αυτήν θέλησιν με τον Χριστόν. Την αλήθειαν αυτήν διακηρύττει, όταν γράφη: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Τόσον μέγα είναι το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας! Οδηγεί τον άνθρωπον εις αυτήν την κορυφήν των αγαθών. Αποτελεί την τελευταίαν λέξιν της ανθρωπίνης εξυψώσεως. Διότι με το μυστήριον αυτό ο Θεός ενώνεται με ημάς, εις ένωσιν πλήρηκαι τελείαν.

Αγίου Νικολάου του Καβάσιλα.