Συμεών ο Νέος Θεολόγος: "Ευχαριστία προς τον Θεόν" Μέρος Α'
Έκρινες όμως δίκαιο να σωζόμαστε όχι με την βία αλλά με την δική μας προαίρεση, γιατί θέλησες να τιμηθώ κι'εγώ με το αυτεξούσιο και να σου φανερώνω αυτοπροαίρετη την αγάπη μου με την τήρηση των εντολών σου. Αλλά εγώ ο αχάριστος και καταφρονητής, επειδή λογίστηκα την τιμή της αυτεξουσιότητος σαν το άλογο που λύθηκε από τα δεσμά, αποσκίρτησα από την πατρική σου εξουσία και ρίχτηκα στο γκρεμό. Κι ενώ κοιτόμουν και κυλιόμουν εκεί ο αναίσθητος και συντριβόμουν όλο και περισσότερο, δεν με αποστράφηκες και δεν μ' άφησες να κοίτομαι και να μολύνομαι από το βόρβορο. Με σπλαχνίστηκες, έστειλες και μ' έβγαλες από κει, με τίμησες λαμπρότερα και με λύτρωσες με τα άρρητα κρίματά σου από βασιλείς και άρχοντες, που ήθελαν να με χρησιμοποιήσουν σαν ευτελές σκεύος στην υπηρεσία των θελημάτων τους. Δώρα χρυσά και αργυρά, αν και ήμουν φιλάργυρος, δεν μ' άφησες να δεχθώ. Τις δόξες και τις τιμές του κόσμου, που μου πρόσφεραν για να προδώσω τον αγιασμό σου, μ' αξίωσες να τις καταφρονήσω.
Όμως όλες αυτές τις ευεργεσίες --σου εξομολογούμαι, Κύριε και Θεέ του ουρανού και της γης-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ο άθλιος σε λασπερό λάκκο αισχρών εννοιών και πράξεων. Κι όταν εκεί κατρακύλισα, αιχμαλωτίστηκα απ' αυτούς που στο σκοτάδι είναι κρυμμένοι. Από κει ούτε εγώ μόνος, αλλ' ούτε ο κόσμος ολόκληρος, αν μαζευόταν, μπορούσε να με βγάλει και να με γλυτώσει από τα χέρια τους.
Ήμουν λοιπόν φυλακισμένος ελεεινά κει κάτω. Μ' έσερναν άθλια εδώ και κει, με σύμπνιγαν και με περιγελούσαν. Αλλά συ, ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν μ' εγκατέλειψες, δεν μνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου και δεν μ' άφησες για πολύ να τυραννιέμαι εκούσια από τους νοητούς ληστές. Εγώ αιχμάλωτος σ' αυτούς χαιρόμουν από την πολλή μου αναισθησία. Εσύ όμως Κύριε δεν υπέφερες να με βλέπεις περίγελο των δαιμόνων, αλλά με σπλαγχνίστηκες και μ' ελέησες. Και δεν έστειλες σε μένα τον αμαρτωλό και άθλιο ούτε Άγγελο ούτε άνθρωπο. Εσκυψες εσύ ο ίδιος, κινούμενος από τα σπλάγχνα της αγαθότητός σου, στο βαθύτατο λάκκο του βορβόρου που ήμουν βυθισμένος. Άπλωσες το άχραντό σου χέρι, χωρίς εγώ να σε βλέπω -άλλωστε πώς θα μπορούσα να σε δω έτσι που ήμουν βουτηγμένος και πνιγμένος στο βόρβορο; μ' άρπαξες από τα μαλλιά και με τράβηξες από εκεί με βία. Εγώ ένιωθα τον πόνο και την ορμητική κίνηση προς τα πάνω, αγνοούσα όμως ολότελα ποιος με τραβάει και μ' ανεβάζει.
ΟΤΑΝ με ανέσυρες και μ' έστησες στη γη, μ' εμπιστεύθηκες στον δούλο και μαθητή σου. Ήμουν όλος ρυπαρός, με τα μάτια, τα αυτιά και το στόμα φραγμένα από τον βόρβορο, γι' αυτό ούτε τώρα σ' έβλεπα, ποιος είσαι. Ενιωθα μόνο ότι είσαι αγαθός και φιλάνθρωπος, αφού με λύτρωσες από εκείνο τον βαθύτατο λάκκο και τον βόρβορο. Μου είπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου και ακολούθησε τον άνθρωπο τούτον. Αυτός θα σε πλύνει και θα σε καθαρίσει». Μου χάρισες ακλόνητη εμπιστοσύνη σ' αυτόν και χάθηκες χωρίς να ξέρω πού πήγες.
Κατά την προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ακολούθησα σταθερά αυτόν που μου υπέδειξες. Με οδηγούσε στις βρύσες και τις πηγές με πολύ κόπο, γιατί ήμουν τυφλός. Τον κρατούσα γερά με το χέρι της πίστεως που μου έδωσες, αναγκαζόμενος ν' ακολουθώ πίσω του. Εκείνος, που έβλεπε καλά, υπερπηδούσε όλες τις πέτρες, τους λάκκους και τις παγίδες, ενώ εγώ σκόνταφτα κι'έπεφτα υποφέροντας πολλούς πόνους, κακώσεις και θλίψεις. Εκείνος σε κάθε πηγή και βρύση νιβόταν και λουζόταν, ενώ εγώ που δεν έβλεπα, τις πιο πολλές φορές τις προσπερνούσα. Αν δεν μ' έπιανε από το χέρι να με στήσει δίπλα στην πηγή, δεν θα μπορούσα ποτέ να βρω την βρύση με το νερό. Μα κι όταν με καθοδηγούσε και πολλές φορές μ' άφηνε για να νιφτώ, μαζί με το καθαρό νερό έπαιρνα στις παλάμες μου λάσπη και βόρβορο, που υπήρχαν κοντά στην πηγή, μολύνοντας έτσι το πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας να βρώ την πηγή, συμπαρέσυρα τα χώματα και ανατάραζα τον βόρβορο, και ολότελα τυφλός, μολύνοντας το πρόσωπο με τον βόρβορο, νόμιζα πως πλένομαι με καθαρό νερό.
Έκδοση Ι. Μονής Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Αττικής
0 Σχόλια