Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Αἵρεση, λοιπόν, κυρίως ἡ Εἰκονομαχία, ὅπως τόσες ἄλλες, ποὺ συγκλόνισαν τὴν Ἐκκλησία μας στὴ διαιώνια πορεία της. Πῶς ὅμως συνέβη τοῦτο; Πῶς δηλαδὴ ἀπείλησε ἡ αἵρεση τὴν Ἐκκλησία καὶ πῶς ἐξουδετερώθηκε ὁ κίνδυνος αὐτός; Αὐτὸ θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἀναπτύξουμε στὴ συνέχεια.
Ἀλλ’ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο ἡ κηρύττουσα καὶ ἀποκαλύπτουσα, ἀλλὰ καὶ ἡ κηρυττομένη Ἀλήθεια. Στὸ πρόσωπό του συγκεκριμενοποιεῖται τὸ κήρυγμα τῆς Ἀληθείας. Γιὰ αὐτὸ καὶ οἱ Ἀπόστολοί του τὸν Χριστὸ ἐκήρυξαν (πρβλ. Α´ Κόρ. α´ 23 κ.ἀ.). Δὲν ἀνέπτυξαν κήρυγμα φιλοσοφικό, ἀόριστο, νεφελῶδες. Τί ἔλεγε ὁ Παῦλος στοὺς Κορινθίους; «Οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν, εἰ μὴ Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α´Κόρ. β´ 2). Τὸν Χριστὸ παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἱδρύθηκε καὶ αὐτὸν ἐκήρυξε. Γιατί τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ συνέχισαν στὸν κόσμο καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Γιὰ νὰ εἶναι ὅμως τὸ ἔργο τους ἔργο Χριστοῦ, ἔπρεπε καὶ αὐτοὶ νὰ κηρύττουν ὅ,τι καὶ ὁ Χριστὸς ἐκήρυξε, καὶ νὰ ζοῦν ὅπως ὁ Χριστὸς ἔζησε. Ἂν ἔλειπε αὐτὴ ἡ συνέχεια καὶ συνέπεια, δὲν θὰ ἦταν οἱ χριστιανοὶ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ξένο σῶμα.
Παρ’ ὅλο τὸν πόλεμο ἐναντίον της κατόρθωσε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀποστολικὴ σύνοδο (49 μ.Χ.) νὰ μὴν ὑποδουλωθεῖ στὸν ἰουδαϊκὸ ἐθνικισμό, γιατί ἀποστολή της δὲν εἶναι νὰ ἐξυπηρετήσει σχέδια ἐθνικιστικά, δηλαδὴ ἐθνοφυλετικά. Μὲ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεώς της μπόρεσε πάλι νὰ κρατήσει τὴν ψευδοφιλοσοφία ἔξω ἀπὸ τοὺς κόλπους της. Ἔτσι, παρ’ ὅλους τους διωγμοὺς ἡ Ἐκκλησία ἀντὶ νὰ μειώνεται, αὐξάνει καὶ συνεχίζει τὴν ἑνότητα πίστεως καὶ ζωῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἀναγκάζει μάλιστα ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, τοὺς Ἰουδαίους νὰ σταματήσουν τὸν ἀνοικτὸ πόλεμο ἐναντίον της, τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ τὴν παραδεχθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν τὴν συμμαχία της, τοὺς φιλοσόφους νὰ γίνουν χριστιανοὶ καὶ τὸ κράτος νὰ τὴν ἀναγνωρίσει. Τὰ αἵματα τῶν μαρτύρων της ἔγραψαν τὸν θρίαμβό της.
Τὸ σπουδαιότερο ὅμως: Μία Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἐπιβάλλεται ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη, εἶναι ξένη πρὸς ἐκείνη, ποὺ ὁ Χριστός μας «ἀπέκτησε μὲ τὸ αἷμα του» (Πράξ. κ´ 28). Δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ «κόσμος», μακρὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν χάρη του.
Ἀπὸ τὸν θανάσιμο αὐτὸ κίνδυνο τῆς αἱρέσεως ἔσωσαν τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν χάρη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Χριστοῦ μας οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ὡς γνήσια της Ἐκκλησίας τέκνα ἔγιναν πνευματικοὶ πατέρες καὶ καθοδηγηταὶ τῶν τέκνων της. Συνελθόντες σὲ συνόδους, ἐχώρισαν μὲ τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος τὸ νόθο ἀπὸ τὸ γνήσιο, τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη, τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν σωτηρία. Μὲ τοὺς συνοδικοὺς ὅρους καὶ τοὺς ἱεροὺς κανόνες των μᾶς παρέδωσαν τὸ συγκεκριμένο τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι ἔθεσαν τὰ πνευματικὰ ὁροθέσια, ποὺ χωρίζουν καθαρὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ τὴν θεία ἀποκάλυψη ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ἐπειδὴ δὲ σὲ κάθε ἐποχὴ δὲν παύει ὁ Θεὸς νὰ ἀναδεικνύει Ἁγίους Πατέρες, γι’ αὐτό, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μένουμε πάντα μὲ τὴν βεβαιότητα, ὅτι ἀκολουθώντας τὸν δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, μένουμε μέσα στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ γινόμαστε μέτοχοί της σωτηρίας Του.
Τρεῖς φορὲς μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς Ἁγίους Πατέρες (τῆς Α´, τῆς Δ´ καὶ τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Τρεῖς φορὲς μέσα σ’ ἕνα χρόνο ζοῦμε «Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων». Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ φυσικά, γιατί τίποτε δὲν εἶναι τυχαῖο καὶ συμπτωματικὸ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν τριπλὸ ἑορτασμὸ τονίζει ἡ Ἐκκλησία τὴν μεγάλη προσφορὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων στὴν ἑδραίωση τῆς πίστεώς μας πάνω στὸ ἀνυπέρβλητο μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Προβάλλοντας δὲ τὴν πρώτη, τὴν τετάρτη καὶ τὴν ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὴν ἀρχή, τὸ μέσον καὶ τὸ τέλος τῶν μέχρι τώρα (ἀναγνωρισμένων) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀγκαλιάζει ὅλους τους Ἁγίους ἐκείνους, ποὺ προσέφεραν τὴν ζωὴ καὶ τὴν ὕπαρξή τους, γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς, νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Ἂν τιμᾶμε, λοιπὸν -καὶ δίκαια- ὅσους μᾶς χαρίζουν τὴν ἐθνική μας ἐλευθερία, πόσο εὐγνώμονες πρέπει νὰ εἴμαστε σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔσωσαν ἀπὸ τὴν χειρότερη δουλεία ποὺ ὑπάρχει, τὴν αἵρεση. Δὲν ὑπάρχει ὅμως μεγαλύτερη ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης ἀπὸ τὸ νὰ μιμηθοῦμε τὸν ἀγώνα τους καὶ νὰ γίνουμε καὶ μεῖς μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ, πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκεῖνοι. Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει, ὅτι εἴμαστε πρῶτα πιστὰ τέκνα της.
(Ἀπάνθισμα κηρυγμάτων ἀπὸ τὴν «ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» τῶν ἐτῶν 1980 καὶ 1983), Ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
0 Σχόλια