Διασκευή: Ἰωάννη Β. Κωστάκη
Στὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, ἔχει καταγραφεῖ, μὲ κάθε ἀνατριχιαστικὴ λεπτομέρεια, ἕνα συγκλονιστικὸ περιστατικὸ Μαύρης Μαγείας.Ἡ πρόσφατη θλιβερὴ ἐπικαιρότητα ἐπιβάλλει νὰ τὸ προσεγγίσουμε καὶ νὰἐξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα καὶ διδάγματα.
Στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (329–379) στὴν Καισάρεια ζοῦσε κάποιος ἄρχοντας, ποὺ ὀνομάζοντανΠροτέριος. Ἦταν πλούσιος καὶ θεοσεβής. Αὐτὸς εἶχε μιὰμονάκριβη κόρη, ὡραιοτάτη στὴν ἐξωτερική της ἐμφάνιση. Ὁπανοῦργος ἐχθρὸς τῆς ἁγνότητος καὶ καθαρότητος, ὁδιάβολος, ἄναψε τὴν κακὴ ἐπιθυμία σὲ ἕναν δοῦλο τοῦἄρχοντος, νὰ τὴν καταστήσει σύζυγό του. Μὴ μπορώντας νὰἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του μὲ ἄλλο τρόπο, κατέφυγε σ᾽ἕναν περιώνυμο μάγο, εἰδωλολάτρη καὶ ὑπηρέτη τοῦδιαβόλου. Γεμάτος πάθος καὶ ἐπιθυμία διατύπωσε τὸ αἴτημά του· «Ἐὰν καταφέρεις νὰ μεταστρέψεις τὴν καρδιὰ τῆς θυγατέρας τοῦ κυρίου μου, ὥστε νὰ μὲ ἀγαπήσει καὶ νὰμὲ πάρει ὡς σύζυγό της, τότε θὰ γίνω δοῦλος σου καὶ θὰσοῦ δώσω ὅ,τι θέλεις».
Ὁ διαβολοκίνητος μάγος, δὲν ἄφησε τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦξεφύγει, καὶ χαρούμενος τοῦ ἀπάντησε: «Ἐὰν ἀρνηθεῖςἐγγράφως τὸ Χριστό, θὰ ἱκανοποιήσω τὴν ἐπιθυμία σου». Ὁἐλεεινὸς ἐκεῖνος δοῦλος μὲ πολὺ λαχτάρα ἀπάντησε: «Ἀρνοῦμαι τὸ Χριστὸ καὶ μὲ λόγια (προφορικὰ) καὶ γραπτῶς,ἀρκεῖ μόνο νὰ γίνει τὸ θέλημά μου».
Ἀφοῦ ὁ μάγος πῆρε τὴ διαβεβαίωση, ποὺ ἤθελε γιὰ νὰξεκινήσει τὴ συνεργασία του μὲ τὸν διάβολο, τοῦ ἔδωσε ἕνα γράμμα καὶ τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πάει νὰ τὸ τοποθετήσει τὰμεσάνυχτα στὸ μνημεῖο ἑνὸς εἰδωλολάτρη. Ἐκεῖ ἀφοῦἐπικαλεσθεῖ τὸν δαίμονα νὰ ὑψώσει τὸ γράμμα στὸν ἀέρα. «Τότε, τοῦ εἶπε, θὰ ἔρθουν οἱ δαίμονες καὶ θὰ σὲ ἁρπάξουν καὶθὰ σὲ ὁδηγήσουν στὸν ἄρχοντά τους. Ἐκεῖ θὰ γίνει αὐτό, ποὺἐπιθυμεῖς».
Τὸ περιεχόμενο τοῦ γράμματος αὐτοῦ εἶχε περίπου ὡς ἑξῆς: «Σοῦ στέλνω αὐτὸν τὸν νέο, ποὺ πληγώθηκε ἀπὸ ἔρωτα. Σὲπαρακαλῶ νὰ ἱκανοποιήσεις τὸ θέλημά του, γιὰ νὰ εἶμαι ἔτσιὑπερήφανος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἔρχονται σ᾽ ἐμένα».
Αὐτὸ τὸ γράμμα, τὸ παρέδωσε ὁ μάγος στὸν νέο. Ἐκεῖνοςἐκτελώντας τὴν ἐντολή του, πῆγε καὶ στάθηκε πάνω στὸμνημεῖο ἑνὸς εἰδωλολάτρη. Κάλεσε τοὺς δαίμονες καὶ πέταξε ψηλὰ τὴν ἐπιστολή. Ἀμέσως φάνηκαν μπροστά του οἱ δαίμονες καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἂν θέλης νὰ γίνη ἡ ἐπιθυμία σου, ἀκολούθησέ μας». Ἐκεῖνος ἀκολούθησε καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐκεῖ ποὺκάθονταν ὁ μιαρὸς διάβολος, πάνω σὲ ψηλὸ κάθισμα, περιτριγυριζόμενος ἀπ᾽ τὰ δαιμόνια. Ἀφοῦ διάβασε τὸ γράμμα, ποὺ τοῦ ἔστειλε ὁ μάγος, ρώτησε τὸν νέο· «πιστεύεις σ᾽ἐμένα;». Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε· «Ναὶ πιστεύω». Ξανὰ ὁδιάβολος τὸν ρωτᾶ: «Ἀρνεῖσαι τὸν Χριστό;». «Ναὶ τὸνἀρνοῦμαι», ἀπάντησε ὁ νέος. Κι ὁ πανοῦργος διάβολος συνέχισε μονολογώντας· «Ἀχάριστοι εἶστε ἐσεῖς οἱχριστιανοί. Ὅταν σᾶς παρουσιάζεται ἀνάγκη ἔρχεστε πρὸς ἐμένα, ὅταν δὲ γίνει αὐτό, ποὺ θέλετε, μὲ ἀρνεῖστε καὶ πᾶτε πάλι στὸν Χριστό. Κι αὐτὸς, ἐπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος, σᾶς δέχεται» καὶ ἀπευθυνόμενος στὸ νέο προσθέτει: «Ἀλλὰ νὰ ἀρνηθῆς γραπτῶς τὴν πίστη σου καὶ τὸβάπτισμα. Γράψε ὅτι δέχεσαι νὰ κολαστεῖς, αἰώνια μαζί μου στὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, καὶ τότε θὰ σὲ ἱκανοποιήσω». Τότε ὁδυστυχὴς ἐκεῖνος νέος, καθὼς ἦταν τυφλωμένος ἀπ᾽ τὸν ἔρωτά του, ἔδωσε γραπτὴ τὴν ἄρνηση τῆς πίστεώς του, ὅπως τοῦζήτησε ὁ δαίμονας. Μετὰ ἀπ᾽ τὴν πράξη του αὐτή, μὲ τὴν ὁποία δήλωσε ὑποταγὴ στὸν διάβολο, γύρισε στὸ σπίτι τοῦ ἀφέντη του.
Ὁ διάβολος, ἀμέσως, ἔστειλε τοὺς ὑπηρέτες του νὰπαρασύρουν τὴν κόρη τοῦ ἄρχοντα Προτέριου, στὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀσεβοῦς νέου. Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ἡ ἀθώα καὶἀνύποπτη κόρη τοῦ ἄρχοντα μέχρι τότε, ἄρχισε νὰ ζητᾶἐπίμονα ἀπ᾽ τὸν πατέρα της: «Ἢ δῶστε μου ὡς σύζυγο τὸν τάδε δοῦλο, ἢ διαφορετικὰ θὰ θανατωθῶ».
Οἱ δύστυχοι γονεῖς τῆς δαιμονόπληκτης πλέον κοπέλας, βλέποντας ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὴν ἐπιμονή της, ἀπ᾽ τὴν ἄλλη τὶςἀπόπειρες αὐτοκτονίας της (μὲ ἀπαγχονισμὸ) καὶ ἀφοῦἄκουσαν καὶ τὶς συμβουλὲς τῶν φίλων τους ἀποφάσισαν μὲθρήνους καὶ ὀδυρμοὺς νὰ τῆς δώσουν τὴν ἄδειαἱκανοποιήσεως τῆς ἐπιθυμίας της.
Πράγματι, ἔκαμαν τοὺς γάμους.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως, ποὺ ἔγινε ὁ γάμος, ὁ νέος δὲν ξαναπάτησε τὸ πόδι του στὴν ἐκκλησία, οὔτε κοινωνοῦσε τῶνἀχράντων μυστηρίων, ἀλλὰ δὲν ἔκανε πλέον καὶ τὸ σημεῖο τοῦΣταυροῦ. Τὰ συμπτώματα αὐτά, ποὺ τὰ παρετήρησαν πρῶτοι οἱγείτονες, τὰ ἐπεσήμαναν στὴ σύζυγό του, λέγοντάς της ὅτι· «ὁσύζυγός σου δὲν εἶναι χριστιανός».
Ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἡ γυναίκα αὐτὴ ἐξέφρασε τοὺς φόβους της πρὸς τὸν ἄνδρα της, ἀφοῦ τὸν ἔβλεπε ὅτι ἂν καὶεἶχαν περάσει τόσες Κυριακὲς καὶ ἄλλες ἑορτὲς ἐκεῖνος δὲνἐκκλησιάζονταν, δὲν κοινωνοῦσε, δὲν ἔκανε τὸν Σταυρό του. Καὶ προσέθεσε: «Ἐγὼ νόμιζα ὅτι εἶσαι χριστιανὸς καὶ γι᾽ αὐτὸσὲ παντρεύτηκα. Ἂν λοιπὸν δὲν δεχθεῖς νὰ πᾶμε στὴνἘκκλησία, θὰ σὲ χωρίσω».
Ὅταν ὁ ἄνδρας της εἶδε ὅτι δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἀποκρύψει αὐτό, ποὺ εἶχε κάνει γιὰ νὰ τὴν κερδίσει τῆς εἶπε· «Ἐγὼ γιὰτὴν ἀγάπη σου ἀρνήθηκα, ἐγγράφως, τὸν Χριστό. Γι᾽ αὐτὸ δὲν μπορῶ πλέον νὰ μπῶ στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ κοινωνήσω».
Ἡ ὁμολογία αὐτὴ τὴν συγκλόνισε καὶ ξέσπασε σὲἀσταμάτητους θρήνους, γιὰ τὴ συμφορά, ποὺ τὴν βρῆκε.Ἔσπευσε τότε στὸν Ἅγιο Βασίλειο καὶ μὲ δάκρυα διηγήθηκε τὸπρόβλημά της. Ὁ Ἅγιος κάλεσε τὸν νέο, ὁ ὁποῖος μετανοημένος πιά, γιατὶ ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἔχανε κι αὐτὸ γιὰ τὸὁποῖο ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, ἐξωμολογήθηκε ὁλόκληρη τὴνἀλήθεια. Ὁ νέος διαβεβαίωσε τὸν Ἅγιο γιὰ τὴν μετάνοιά του,ἀλλὰ τόνισε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐπανορθώσει, ἀφοῦ ἀρνήθηκεἐγγράφως τὴν πίστη του.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος τοῦ ἔδωσε θάρρος, τονίζοντας ὅτιἂν ἡ μετάνοιά του εἶναι εἰλικρινής, τότε καὶ αὐτὸ τὸχαρτί, ποὺ ὑπέγραψε καὶ κρατοῦσε ὁ διάβολος, καὶ αὐτὸμπορεῖ νὰ ἀχρηστευθεῖ. Συντετριμένος ὁ νέος εἶπε στὸνἍγιο: «Στὸ λαιμό σου κρέμεται ἡ ψυχή μου, Ἅγιε Δέσποτα, καὶ θὰ κάνω ὅ,τι μὲ διατάξεις». Τότε ὁ Ἅγιος, ἔκλεισε τὸν νέο σ᾽ ἕνα κελλὶ καὶ τοῦ εἶπε: «Μεῖνε ἐδῶ καὶ προσευχήσου. Θὰνηστέψεις τρεῖς ἡμέρες καὶ κατόπιν θὰ ἔρθω νὰ σὲ δῶ».
Ἐνῶ ὁ νέος ἄρχισε τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀποδέσμευσή του ἀπ᾽ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, ὁ Ἅγιος προσευχόταν νηστεύοντας γιὰ τὴ σωτηρία του. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ὁἍγιος Βασίλειος ἐπισκέφθηκε τὸν ἀγωνιζόμενο νέο καὶ τὸν ρώτησε πῶς περνοῦσε. Κάθιδρως ὁ νέος τοῦ ἀπήντησε: «Σὲμεγάλη ἀνάγκη, εὑρίσκομαι Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορῶ νὰὑποφέρω τὶς φωνὲς καὶ τοὺς δαρμοὺς τῶν δαιμόνων. Κρατοῦν τὴν γραπτὴ ὁμολογία μου, μὲ πολεμοῦν καὶ λένε· Ὅσο κι ἂν κοπιάζεις, δὲν θὰ μπορέσης νὰ ἐλευθερωθῆς, γιατὶ ἐμεῖς κρατᾶμε τὸ ἰδιόχειρο γράμμα σου».
Ὁ Ἅγιος ἐνισχύοντάς τον στὸν ἀγώνα του τοῦ εἶπε· «Μὴφοβᾶσαι, παιδί μου, μόνον πίστεψε καὶ θὰ σωθεῖς». Κιἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ψωμὶ καὶ νερὸ τὸν ἔκλεισε πάλι μέσα στὸκελλί του. Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἅγιος γιὰ δεύτερη φορά, γιὰ νὰ διαπιστώσει τὴν πρόοδο τοῦ ἀγώνα,ἀλλὰ καὶ τὴν κατάσταση στὴν ὁποίαν βρίσκονταν τώρα. Στὸσχετικὸ ἐρώτημα τοῦ Ἁγίου, ὁ νέος πιὸ ἤρεμος ἀπάντησε· «Μὲτὶς εὐχές σου Ἅγιε εἶμαι καλά. Γιατὶ τώρα δὲν βλέπω πιὰ μὲ τὰμάτια μου τοὺς δαίμονες. Ἀκούω μόνο ἀπὸ μακρυὰ τὶς φωνὲς καὶ τὶς ἀπειλές τους».
Γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ Ἅγιος τοῦ ἄφησε τροφή, προσευχήθηκε γι᾽ αὐτόν, ἔκλεισε τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ καὶἔφυγε. Πέρασαν ἀκόμα 40 ἡμέρες ἀγῶνος, νηστείας καὶπροσευχῶν. Ξανὰ ὁ Ἅγιος ἔρχεται νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸνἀγωνιζόμενο νέο. Ζητᾶ καὶ πάλι νὰ πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν κατάστασή του. Κι ἐκεῖνος χαρούμενος τώρα τὸν πληροφορεῖ· «Μὲ τὶς εὐχές σου, Ἅγιε Δέσποτα, εἶμαι πολύ καλά. Τώρα δὲν βλέπω οὔτε τὴν σκιὰ τῶν κακῶν δαιμόνων, οὔτε ἀκούω τὶςἀπαίσιες φωνές τους. Μάλιστα δὲ αὐτὴ τὴ νύχτα εἶδα ὅραμα,ὅτι πάλεψες γιὰ μένα μὲ τὸ διάβολο καὶ τὸν νίκησες». Αὐτὸ τὸπερίμενε ὁ Ἅγιος. Χαρούμενος πιὰ γιὰ τὸ ἀποτέλεσμαἔδωσε ἐντολὴ νὰ συγκεντρωθεῖ κλῆρος καὶ λαὸς σὲεὐχαριστήριο ὁλονύκτια ἀκολουθία στὸν Ἱ. Ναὸ τοῦΚυρίου.
Τὴν τρίτη ὥρα τῆς νύχτας μπῆκε γιὰ νὰ ἀρχίσει τὴ Θεία Λειτουργία. Τὴν ὥρα δὲ ποὺ λειτουργοῦσε, ἦρθαν ἐκεῖ οἱδαίμονες γιὰ νὰ ἁρπάξουν τὸν νέο, ποὺ ἦταν μέσα στὸν Ἱ. Ναό. Ὁ νέος τρομοκρατήθηκε. Ἔτρεξε καὶ πιάστηκε ἀπ᾽ τὸνἍγιο φωνάζοντας: «Ἐλέησέ με, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησέ με. Νὰ ἦρθαν οἱ δαίμονες καὶ θέλουν νὰ μὲ ἁρπάξουν». Ὁ Ἅγιος τότε ὀργισμένος ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς δαίμονες λέγοντάς τους: «Ἀναίσχυντοι καὶ βρωμεροί, δὲν σᾶς φτάνει ἡ δική σαςἀπώλεια, ἀλλὰ ἤρθατε καὶ μέσα στὸν Ἱερὸ Ναό, γιὰ νὰἁρπάξετε κι αὐτόν;». Ἕνας ἀπ᾽ τοὺς δαίμονες ἀπαντώντας στὸν Ἅγιο εἶπε: «Μὲ ἀδικεῖς Βασίλειε. Ἐγὼ δὲν πῆγα πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ αὐτὸς μὲ τὴ θέλησή του, ἦρθε σ᾽ ἐμένα καὶἀρνήθηκε τὴν πίστη του. Νὰ κρατῶ τὴν γραπτὴ ὁμολογία του».
Ὕστερα ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν διάλογο μὲ τὸν δαίμονα, ὁ Ἅγιος κατάλαβε ὅτι οἱ δαίμονες δὲν πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψουν τὸνἀγώνα, ἂν δὲν τοὺς πάρει τὸ γραπτὸ κείμενο, μὲ τὴν ὑπογραφή τοῦ νέου, ποὺ κρατοῦσαν καὶ μὲ τὸ ὁποῖο τὸν ἐκβίαζαν.Ἀπευθύνεται τότε πρὸς τὸ λαό, ποὺ εἶχε κατακλύσει τὸν ἹερὸΝαὸ καὶ τὸν καλεῖ «μετὰ δακρύων» νὰ ἀναφωνήσουν τό, «Κύριε ἐλέησον». Καὶ τὸ κείμενο τοῦ Ἱεροῦ συναξαριστῆτελειώνει ὡς ἑξῆς· «Ἱσταμένου δὲ τοῦ λαοῦ, ὡς ὁ Ἅγιοςἐπρόσταξε καὶ ἀναφωνοῦντος ἐπὶ ὥρας πολλὰς «Κύριεἐλέησον», ἰδοὺ τὸ ἔγγραφον τοῦ νέου ἐκείνου, ἐπὶ τοῦ ἀέρος φερόμενον, ἦλθε καὶ ἐτέθη ἐπὶ τῶν χειρῶν τοῦ Ἁγίου. Δεχθεὶς δὲ τοῦτο ὁ Ἅγιος καὶ εὐχαριστήσας τὸν Θεόν, εἶπε πρὸς τὸν νέον· «Ἀναγνωρίζεις τὸ ἰδιόγραφον γράμμα σου;». Ὁ νέοςἀπήντησε· «Ναί, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, τοῦτο εἶναι».
Τὸτε ὁ Ἅγιος ἔσχισεν αὐτὸ εἰς λεπτὰ τεμάχια καὶσυνεπλήρωσε τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Μετὰ δὲ ταῦτα, ἀφοῦἐνουθέτησεν αὐτὸν καὶ ἤλειψε διὰ θείου Μύρου, τὸν παρέδωσεν εἰς τὴν ἰδίαν αὐτοῦ γυναῖκα καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ δοξάζων καὶ εὐλογῶν τὸν Πανοικτίρμονα Θεόν».
Τελικὴ παρατήρηση·
Ὁ διάβολος, ὁ προαιώνιος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὰὄργανά του, μὲ θανάσιμο μίσος καὶ ἀπύθμενη κακότηταἐργάζονται γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀποτελεσματικὰ ὠφέλιμο νὰ γνωρίζουμε ὅτι: «οὐκ ἔστινἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία, ἢ μὴ ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ συναμαρτωλὲ ἀδελφέ: «ὀνόματιἸησοῦ, μάστιζε τοὺς πολεμίους». Ὅπου Χριστός, ἐκεῖ ὁδιάβολος ἀφανίζεται καὶ οἱ μεθοδεῖες του διαλύονται.Πηγή:http://www.pmeletios.com/
0 Σχόλια