ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ
Ὅλοι, λοιπόν, σχεδὸν οἱ ἀξιόλογοι γιὰ τὴ σοφία τους ἄνθρωποι, ἄλλος λιγότερο κι ἄλλος περισσότερο, κι ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του, ἔχουν ἐξυμνήσει, στὰ ὅσα ἔγραψαν, τὴν ἀρετή. Αὐτοὺς πρέπει νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ πασχίζουμε νὰ ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας τὰ λόγια τους. Γιατί ὅποιος στηρίζει μὲ πράξεις τὴ φιλοσοφία, ποὺ ἄλλοι τὴν περιορίζουν στὰ λόγια
αὐτὸς μονάχα ἔχει νοῦ,
σὰν σκιὲς οἱ ἄλλοι γυροφέρνουν.
Ἔχουμε, σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση, μιὰ θαυμαστὴ σὲ ὀμορφιὰ προσωπογραφία καὶ πλάι της τὸ ἴδιο πρόσωπο στὴν πραγματικότητα, ἐξίσου ὡραῖο με τὴν ἀπεικόνισή του. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μὲ φουσκωμένα λόγια ἐξυμνοῦν τὴν ἀρετὴ μπροστὰ στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ στὴ δική τους ζωὴ προτιμοῦν τὴν ἀκολασία ἀπὸ τὴ σωφροσύνη, τὴν πλεονεξία ἀπὸ τὸ δίκιο. Μὲ τί μοιάζουν αὐτοί; Μοιάζουν μὲ τοὺς ἠθοποιοὺς ποὺ παίζουν δράματα καὶ παρουσιάζονται στὴ σκηνὴ συχνὰ σὰν βασιλιάδες καὶ μεγάλοι ἄρχοντες, χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο στὴν πραγματικότητα καί, καμιὰ φορά, οὔτε ἐλεύθεροι πολίτες, ἀλλὰ δοῦλοι. Ὁ μουσικὸς θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι καλὰ κουρντισμένη ἡ λύρα του; Ὁ κορυφαῖος του χοροῦ, στὴν τραγῳδία, θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι ὁ χορὸς ἐναρμονισμένος μαζί του; Ὄχι. Ὑπάρχουν ὅμως ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ διαφωνοῦν μὲ τὸν ἑαυτό τους, κι ἡ ζωή τους νὰ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ λόγια τους, νὰ συμβαίνει σ᾿ αὐτοὺς αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Εὐριπίδης· ἡ γλώσσα μου ὁρκίσθηκε ἀλλὰ ὄχι κι ὁ νοῦς, καὶ ποῦ νὰ θέλουν νὰ φαίνονται κι ὄχι νὰ εἶναι στ᾿ ἀλήθεια καλοί; Ἀλλὰ κάτι παρόμοιο θὰ ἦταν τὸ ἄκρον ἄωτο τῆς ἀδικίας, ἂν πρέπει νὰ πιστέψουμε στὸν Πλάτωνα, τὸ νὰ δίνει κανεὶς τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι σωστὸς ἄνθρωπος καὶ στὴν πραγματικότητα νὰ μὴν εἶναι.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ, ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ὅσα, λοιπόν, λόγια ὁδηγοῦν πρὸς τὸ καλό, πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνουμε, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἀλλὰ καὶ σπουδαῖες πράξεις τῶν ἀρχαίων σώθηκαν στὴ μνήμη ὡς τὶς ἡμέρες μας ἢ καταγραμμένες στὶς σελίδες τῶν ποιητῶν καὶ τῶν πεζογράφων. Ἂς μὴ παραμελήσουμε καὶ τὴ δική τους ὠφέλεια. Κάποτε, λόγου χάρη, ἕνας χυδαῖος ἄνθρωπος ἔβριζε τὸν Περικλῆ, ἔνῳ ὁ μεγάλος πολιτικὸς δὲν ἔδινε καμιὰ σημασία. Ὅλη τη μέρα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος περιέλουζε μὲ βρισιὲς τὸν Περικλῆ, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἔμενε ἀδιάφορος. Ὅταν, λοιπόν, ἔπεσε τὸ βράδι καὶ σκοτείνιασε κι ἐκεῖνος ἀποκαμωμένος ἀπομακρυνόταν, ὁ Περικλῆς, πιστὸς στὴν ἄσκηση τῆς φιλοσοφίας, πρόσταξε νὰ τοῦ φωτίσουν τὸ δρόμο ποὺ περπατοῦσε. Μιὰ ἄλλη φορά, πάλι, ἕνας ἄνθρωπος ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ φιλοσόφου ἀπὸ τὰ Μέγαρα, τὸν ἀπείλησε, καὶ μάλιστα μὲ ὅρκο, ὅτι θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ κι ὁ Εὐκλείδης τοῦ ὁρκίσθηκε ὅτι θὰ τὸν ἱκανοποιοῦσε καὶ θὰ τὸν ἔβγαζε ἀπὸ τὴν ὀργή του. Τί σπουδαῖο θὰ ἦταν ἂν ὅσοι παρασύρονται στὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ἔφερναν στὸν νοῦ τους τέτοια περιστατικά! Γιατί δὲν πρέπει νὰ πιστεύουμε στὴν τραγῳδία, ποὺ διδάσκει ὅτι ἡ ὀργὴ ὁπωσδήποτε ἀρματώνει τὸ χέρι ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μας καὶ νὰ ἐρεθιζόμαστε ἀπ᾿ αὐτή. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι δύσκολο, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴ λογικὴ ἐναντίον της καὶ νὰ τῆς κόβουμε τὰ φτερά.
Ἂς γυρίσουμε πάλι στὰ παραδείγματα σπουδαίων πράξεων. Ὅρμησε κάποιος ἐναντίον τοῦ φιλοσόφου Σωκράτη καὶ τὸν χτυποῦσε ἀλύπητα στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔφερε ἀντίσταση. Ἄφησε τὸν μεθυσμένο νὰ χορτάσει τὴν ὀργή του, ὡς ὅτου ἡ ὄψη τοῦ εἶχε μελανιάσει καὶ πρησθεῖ ἀπὸ τὰ χτυπήματα. Ὅταν τὸ ξύλο σταμάτησε καμιὰ φορά, ὁ Σωκράτης ἔκανε μονάχα αὐτό: ἔγραψε στὸ μέτωπο τοῦ ὁ τάδε τό ῾κανε, ὅπως ἐπιγράφουν στοὺς ἀνδριάντες τὸ ὄνομα τοῦ γλύπτη. Ἦταν ἡ μόνη τοῦ ἐκδίκηση. Τὰ παραδείγματα αὐτὰ ἔχουν σχεδὸν τὴν ἴδια ἐπιδίωξη μὲ τὴν Ἁγία Γραφή μας. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα ὅτι εἶναι γιὰ τὴν ἡλικία σας πολὺ ἀξιομίμητα. Λόγου χάρη, τὸ τελευταῖο περιστατικό, ἐκεῖνο τοῦ Σωκράτη, μοιάζει μὲ ὅ, τι παραγγέλλει ὁ Κύριος: ἂν σὲ χτυπήσει κανεὶς στὸ ἕνα μάγουλο, στρέψε του καὶ τὸ ἄλλο, ἀντὶ νὰ ὑπερασπίσεις τὸν ἑαυτό σου. Ὅσο γιὰ τὰ περιστατικὰ τοῦ Περικλῆ ἢ τοῦ Εὐκλείδη, θυμίζουν τὴν ἐντολὴ νὰ ὑπομένουμε ὅποιους μᾶς κάνουν κακὸ καὶ νὰ βαστᾶμε μὲ πραότητα τὴν ὀργή τους, νὰ μὴν καταριόμαστε ἀλλὰ νὰ ἀπαντᾶμε μὲ εὐχὲς στοὺς ἐχθρούς μας.
Ὅποιος προγυμνασθεῖ στὰ ἀρχαῖα ἐκεῖνα παραδείγματα, δὲν θὰ δυσπιστήσει στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου σὰν ἀκατόρθωτες. Δὲν θὰ λησμονήσω καὶ τὴν πράξη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ ἀφοῦ ἔπιασε αἰχμάλωτες τὶς πανέμορφες, ὅπως λέγεται, κόρες τοῦ Δαρείου, δὲν καταδέχθηκε οὔτε νὰ τὶς κοιτάξη, θαρρώντας ντροπὴ γιὰ τὸν νικητὴ ἀνδρῶν νὰ νικηθεῖ ἀπὸ γυναῖκες. Αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὸ εὐαγγελικό: ὅποιος ρίξει βλέμμα ἐπιθυμίας σὲ γυναίκα, ἔστω κι ἂν δὲν κάνει μοιχεία στὴν πράξη, μὲ τὸ νὰ δεχθεῖ ὅμως τὴ μοιχεία στὴν ψυχή του, εἶναι ἔνοχος. Ὅσο γιὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κλεινία, μαθητῆ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα, εἶναι δύσκολο νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι τυχαῖα συμπίπτει μὲ αὐτὴ τοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα. Τί ἔκανε ὁ Κλεινίας; Ἂν ὁρκιζόταν, θὰ γλίτωνε πρόστιμο τριῶν ταλάντων. Ἀλλὰ προτίμησε νὰ πληρώσει αὐτὸ τὸ ὑπέρογκο ποσὸ γιὰ νὰ μὴ πάρει ὅρκο, ἔστω κι ἂν ὁ ὅρκος θὰ ἦταν ἀληθινός. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε, ἴσως γιατί ἄκουσε τὴν ἐντολή, ποὺ ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο.

0 Σχόλια