Συμεών ο Νέος Θεολόγος: "Ευχαριστία πρός τον Θεό" Μέρος Β'
Αλλά σύ ο ελεήμων και εύσπλαγχνος μ' έσωσες από αυτούς τους πραγματικά απατεώνες και πλάνους με την πίστη και την ελπίδα που μου χάρισες, ενισχύοντάς με να υπομείνω κι όσα προανέφερα κι άλλα πολλά.
ΕΤΣΙ, καρτερικά και σταθερά υπομένοντας όλα αυτά κάθε μέρα ψηλαφητά με θολό νερό κατά δύναμη πλενόμουν και λουζόμουν, όπως μ' εδίδασκε ο Απόστολος εκείνος και μαθητής σου. Ώσπου κάποτε που κατευθυνόμουν τρέχοντας προς την πηγή, μου φανερώθηκες στον δρόμο πάλι εσύ ο ίδιος, εσύ που προ καιρού από τον βόρβορο με είχες ανασύρει. Και τότε για πρώτη φορά με την άχραντη αίγλη του προσώπου σου άστραψες στα ασθενικά μου μάτια, ώστε το λίγο φως που νόμιζα πως έχω, το έχασα κι αυτό, κι έτσι δεν μπόρεσα να σε αναγνωρίσω. Και πώς θα μπορούσα να σε δω ή να σε γνωρίσω ποιός ήσουν, αφού ούτε την αίγλη του προσώπου σου δεν μπόρεσα ν' ατενίσω, ούτε να γνωρίσω και να κατανοήσω; Από τότε λοιπόν δεν απαξίωνες ο ανυπερήφανος να κατεβαίνεις συχνότερα προς εμένα, καθώς βρισκόμουν σ' αυτήν την πηγήν. Αλλά ερχόσουν και κρατώντας μου το κεφάλι, το βύθιζες στα νερά και μ' έκανες να βλέπω καθαρώτερα το φως του προσώπου σου. Ευθύς όμως χανόσουν, χωρίς να μ' αφήνεις να καταλάβω ποιος ήσουν εσύ που τα έκανες αυτά ή από πού ήρθες και πού πηγαίνεις. Αλλά ούτε και τώρα ακόμη μου δίνεις να το καταλάβω. Έτσι, ερχόμενος και φεύγοντας για αρκετό χρόνο, λίγο λίγο μου φανερωνόσουν όλο και καλύτερα, μ' έλουζες στα νερά και μου χάριζες να βλέπω περισσότερο και καθαρώτερο φως.
Αφού το έκανες αυτό για πολύ χρόνο, με αξίωσες κάποτε να δω ένα φοβερό μυστήριο: Καθώς ερχόσουν και μ' έπλενες με τα νερά, όπως μου φαινόταν, και μ' έλουζες και με βύθιζες πολλές φορές μέσα σ' αυτά, είδα τις αστραπές που με περιέλαμπαν και τις ακτίνες του προσώπου σου που αναμίχθηκαν με τα νερά, και βλέποντας να λούζομαι με φωτόμορφο νερό έμεινα εκστατικός. Δεν ήξερα όμως από πού ερχόταν ούτε ποιος μου το πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν να λούζομαι αυξάνοντας στην πίστη, πετώντας με τα φτερά της ελπίδος και ανεβαίνοντας μέχρι τον ουρανό. Κι εκείνους τους πλάνους, που μου ψιθύριζαν τα λόγια της απάτης και του ψεύδους, τους μισούσα πολύ και τους λυπόμουν για την πλάνη τους και δεν συναναστρεφόμουν ούτε συνομιλούσα καθόλου μ' αυτούς, αλλά απέφευγα ακόμα και να τους βλέπω, για να μη βλαφθώ. Τον συνεργό και βοηθό μου όμως, δηλαδή τον άγιο μαθητήν και απόστολό σου, τον τιμούσα και τον σεβόμουν, όπως εσένα, τον πλάστη μου. Τον αγαπούσα ολόψυχα, έπεφτα στα πόδια του νύχτα και μέρα και τον παρακαλούσα «ό,τι μπορείς βοήθησέ με», με την βεβαιότητα ότι κοντά σου όσα θέλει τα μπορεί.
Έτσι περνούσα με την χάρη σου για αρκετό καιρό, όταν είδα πάλι ένα φοβερό μυστήριο: Με πήρες και με ανέβασες μαζί σου στους ουρανούς (δεν ξέρω αν ήμουν με το σώμα ή χωρίς το σώμα, εσύ μόνο ξέρεις, που το έκανες). Έμεινα αρκετή ώρα μαζί σου. Θαύμασα το μεγαλείο της δόξης -αγνοώ όμως ποιά και τίνος ήταν αυτή η δόξα- θαμπώθηκα από το ύψος κι έμεινα εκστατικός. Αλλά και πάλι μ' άφησες μόνον στην γη, όπου στεκόμουν προτύτερα και βρέθηκα να θρηνώ και να οδύρομαι για την αναξιότητά μου. Μα σε λίγο, ενώ ήμουν στη γη, άνοιξαν πάνω ψηλά οι ουρανοί και μ' αξίωσες να μου αποκαλύψεις το πρόσωπό σου σαν ήλιο ασχημάτιστο. Αλλ' ούτε τότε μ' άφησες να καταλάβω ποιός ήσουν (γιατί πώς θα μπορούσα να σε γνωρίσω, αφού δεν μου μίλησες;) Κρύφτηκες αμέσως κι εγώ τριγυρνούσα αναζητώντας σε, αν και δεν σε γνώριζα, και ποθούσα να δω την μορφή σου και να γνωρίσω καλά ποιος ήσουν. Γι' αυτό από τον πολύ πόθο και της αγάπης σου την φλόγα έκλαιγα ασταμάτητα, μη γνωρίζοντας ποιός είσαι εσύ που μ' έφερες από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, με λύτρωσες από τον βόρβορο κι' έγινες για χάρη μου όλα όσα προείπα.
Έτσι λοιπόν, πολλές φορές μου φανερώθηκες και πολλές φορές πάλι χωρίς να μιλήσεις, μου κρύφθηκες και δεν σ' έβλεπα καθόλου. Έβλεπα τις αστραπές και την αίγλη του προσώπου σου να με περικυκλώνουν συνεχώς, όπως κάποτε μέσα στα νερά, αλλ' αδυνατούσα ολότελα να τις συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλά σε είδα κάποτε. Και νομίζοντας ο ανόητος ότι είσαι άλλος, ζητούσα με δάκρυα πάλι να σε δώ.
Καταπίεζα λοιπόν τον εαυτό μου με πολύ λύπη και θλίψη και στενοχώρια και λησμόνησα ολότελα όλο τον κόσμο και τα εγκόσμια, μα και τον ίδιο τον εαυτό μου, μη βάζοντας στο νού μου ότι υπάρχει τίποτε ορατό ή σκιά ή οτιδήποτε άλλο. Τότε ήταν που εσύ ο ίδιος, ο αόρατος, ο αψηλάφητος και άπιαστος μου φανερώθηκες. Ένιωσα να μου καθάρεις τον νου, να μου πλαταίνεις το οπτικό της ψυχής και να μ' αξιώνεις να βλέπω όλο και πιο πολύ την δόξα σου. Έβλεπα πως και συ ο ίδιος όλο και περισσότερο μεγαλώνεις και λάμποντας πλαταίνεις πιο πολύ. Αισθανόμουν σιγά-σιγά να έρχεσαι και να με πλησιάζεις, καθώς υποχωρούσε το σκοτάδι, όπως μας συμβαίνει πολλές φορές και με τα αισθητά: όταν π.χ. η σελήνη φέγγει στον ουρανό και τα σύννεφα μοιάζουν να περπατούν, τότε μας φαίνεται πως η σελήνη τρέχει πολύ γρήγορα, ενώ στην πραγματικότητα δεν αυξάνει καθόλου την συνηθισμένη της ταχύτητα, ούτε αλλάζει την αρχική της πορεία. Έτσι και συ Δέσποτα, φαινόσουν να έρχεσαι ο ακίνητος και να μεγαλώνεις ο αναλλοίωτος και να παίρνεις μορφή ο ασχημάτιστος.
Όταν ένας τυφλός αρχίζει σταδιακά να βρίσκει το φως του και να διακρίνει την μορφή του ανθρώπου και να περιγράφει λίγο-λίγο πώς είναι, δεν μεταποιείται ούτε μεταβάλλεται η ίδια η μορφή. αλλά όσο καθαρίζεται η οπτική δύναμη των οφθαλμών του, τόσο βλέπει την μορφή του ανθρώπου όπως είναι, γιατί ολόκληρη τυπώνεται στην οπτική αίσθηση και μέσω αυτής εισχωρεί, αποτυπώνεται και χαράζεται σαν σε πίνακα στη νοερή και μνημονευτική δύναμη της ψυχής. Έτσι ακριβώς και συ μου φανερώθηκες, αφού τέλεια καθάρισες το νου μου με το λαμπρό φως του Αγίου Πνεύματος. Βλέποντας πια ο νους μου διαυγέστερα και καθαρώτερα, νόμιζα ότι από κάπου βγαίνεις και φαίνεσαι λαμπρότερος. Μου αποκάλυψες τότε χαρακτήρα ασχημάτιστης μορφής και μ' έβγαλες έξω από τον κόσμο (μπορώ να πω και από το σώμα, γιατί δεν μου έδωσες να το κατανοήσω ακριβώς). Άστραψες λοιπόν και μου φάνηκε πως φανερώθηκες όλος σε όλον εμένα, που έβλεπα πια καλά. Σου είπα.
-Ώ Δέσποτα, ποιός να είσαι;
Τότε μ' αξίωσες για πρώτη φορά, τον άσωτο, ν΄ακούσω την φωνή σου. Μου μίλησες με πολλή προσήνεια και μου είπες:
-Εγώ είμαι ο Θεός, που έγινα άνθρωπος για σένα. Με αναζήτησες μ' όλη σου την ψυχή. γι' αυτό από τώρα και στο εξής θα είσαι αδελφός και φίλος και συγκληρονόμος μου!
'Εκπληκτος, έκθαμβος κι έντρομος εγώ, λίγο καταλάβαινα και μονολογούσα:
-Τι θέλει άραγε η δόξα αυτή κι λαμπρότητα η μεγάλη; Και πώς και από πού εγώ αξιώθηκα τέτοια αγαθά;
Κατάπληκτος, με την ψυχή φοβισμένη και την δύναμη παραλυμένη αναρωτιόμουν:
-Ποιός είμαι εγώ Δέσποτα ή τι καλό έπραξα ο άθλιος και ταλαίπωρος, για να με καταστήσεις άξιον τέτοιων αγαθών και συμμέτοχο και συγκληρονόμο τέτοιας δόξης;
Κι ενώ σκεφτόμουν ότι αυτή η δόξα και χαρά ξεπερνάει το νου, εσύ ο Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ' εμένα σαν φίλος με φίλο, μου είπες με το πνεύμα που μιλούσε εντός μου:
-Αυτά σου τα δώρησα μόνο για την πρόθεση, την προαίρεση και την πίστη σου. Κι άλλα ακόμη θα σου δωρήσω. Γιατί τι άλλο έχεις ή είχες ποτέ δικό σου, αφού πλάστηκες από μένα γυμνός, ώστε να το λάβω και να σου δώσω αντί για εκείνο αυτά; Αν βέβαια δεν ελευθερωθείς από την σάρκα, δεν θα δεις το τέλειο ούτε θα μπορέσεις να το απολαύσεις ολόκληρο.
Εγώ ρώτησα τότε:
-Αλλά τι μεγαλύτερο ή λαμπρότερο απ' αυτό μπορεί να υπάρχει; Εμένα μου αρκεί να είμαι έτσι και μετά τον θάνατο.
Πόσο μικρόψυχος είσαι, μου είπες, που αρκείσαι σ' αυτά! Αυτά, συγκρινόμενα με τα μέλλοντα, είναι το ίδιο σαν ένα ουρανό που τον ζωγράφισες στο χαρτί και τον κρατάς στα χέρια σου. Οσο αυτός υστερεί από τον αληθινό ουρανό, τόσο ασύγκριτα περισσότερο θα σου αποκαλυφθεί η μέλλουσα δόξα απ' αυτήν που βλέπεις τώρα.
Λέγοντας αυτά σώπασες και λίγο-λίγο ο καλός και γλυκός δεσπότης κρύφτηκες από τα μάτια μου, είτε επειδή εγώ απομακρύνθηκα από σένα, είτε επειδή συ έφυγες από κοντά μου, δεν ξέρω. Τότε ήρθα πάλι στον εαυτό μου, νομίζοντας ότι από κάπου επέστρεψα, και μπήκα στο πρώτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπόν το κάλλος της δόξης και των λόγων σου, καθώς περπατούσα, καθόμουν, έτρωγα, έπινα, προσευχόμουν κι έκλαιγα ζώντας μέσα σε ανέκφραστη χαρά που σε γνώρισα, τον Ποιητή των απάντων. Και πώς να μη χαιρόμουν; όμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθούσα έτσι να σε ξαναδώ. Κάποτε λοιπόν που πήγα να ασπασθώ την εικόνα εκείνης που σε γέννησε κι' έπεσα να την προσκυνήσω, πριν σηκωθώ, μου φανερώθηκες μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου, που την μετέβαλες σε φως. Τότε κατάλαβα ότι σ' έχω μέσα μου συνειδητά. Από τότε λοιπόν δεν σε αγαπούσα αναπολώντας στην μνήμη μου εσένα και τα σχετικά με σένα, αλλά πίστεψα ότι έχω αληθινά μέσα μου εσένα, την ενυπόστατη αγάπη, γιατί η αληθινή αγάπη είσαι σύ, ο Θεός.(συνεχίζεται)
Έκδοση Ι. Μονής Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Αττικής
0 Σχόλια