ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ- Κεφάλαια περί αγάπης
γ'.— Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸ Κύριο, φοβᾶται τὴν κόλασι (ποὺ εἶναι χωρισμὸς αἰώνιος ἀπ'τὸ Θεό). Κι' ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὴ κόλασι, προσέχει τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν τὸν ἀφήνει ἐλεύθερο νὰ γίνη ἕρμαιο τῶν παθῶν. Κι' αὐτὸς ποὺ φυλάγεται ἀπὸ τὰ πάθη, ὑπομένει τὶς θλίψεις. Ὑπομένοντας δὲ τὶς θλίψεις, ἀποκτᾶ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Αὐτὴ τώρα ἡ ἐλπίδα στὸ Θεό, κάνει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποχωρίζεται ἀπὸ κάθε γήινη προσκόλλησι καὶ ἐπιδίωξι• ἀφοῦ δὲ πιὰ ὁ νοῦς ἀποχωρισθῆ ἀπ' αὐτὲς τὶς ἀσχολίες, τότε ἀποκτᾶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό.
στ'.— Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ νοῦ του στραμμένο καὶ προσηλωμένο στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, περιφρονεῖ ὅλα ὅσα φαίνονται στὸν κόσμο αὐτό, ὡς καὶ τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα, ποὺ τὸ θεωρεῖ σὰν ξένο καὶ ὄχι δικό του κτῆμα.
ζ'— Ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνωτέρα τοῦ σώματος, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρες φορὲς ἀνώτερος τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὁ ἴδιος τὸν ἔπλασε, τότε ἐκεῖνος ποὺ προτιμᾶ νὰ περιποιεῖται περισσότερο ἀπ' τὴ ψυχὴ τὸ σῶμα, καὶ ν' ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπ' τὸ Θεὸ τὸν κόσμο, ποὺ μολαταῦτα ὁ Θεὸς τὸν ἐδημιούργησε, δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες.
ια'.— Ὅλες βέβαια οἱ ἀρετὲς βοηθᾶνε τὸν νοῦ ν' ἀποκτήση τὸν θεῖο ἔρωτα. Περισσότερο ὅμως ἀπ' ὅλες, ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ καθαρὴ καρδιά. Γιατί μὲ τὴ βοήθειά της, ὁ νοῦς ἀνυψωνόμενος στὶς σφαῖρες τοῦ Θεοῦ, ἀποχωρίζεται καὶ ἀπομακρύνεται ἀπ' ὅλα τὰ ὄντα.
ιγ'.— Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ μὴ ἀγαπήση καὶ κάθε ἄνθρωπο σὰν τὸν ἑαυτό του, ἂν καὶ γιὰ ὅποιους δὲν ἔχουν ἀκόμη ἀποκτήσει τὴν ψυχικὴ καθαρότητα ἀποβάλλοντας τὰ πάθη, αἰσθάνεται κάποια δυσκολία. Γι' αὐτὸ καὶ ὅταν μάθη πὼς αὐτοὶ διωρθώθηκαν, χαίρει μὲ χαρὰ ποὺ οὔτε λέγεται, οὔτε μετριέται.
ιζ'.— Εἶναι εὐτυχὴς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν δύναμι νὰ ἀγαπήση στὸν ἴδιο βαθμὸ κάθε ἄνθρωπο.
ιη'.— Εἶναι εὐτυχὴς ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἀδυναμία ἢ προσκόλλησι σὲ κανένα ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα πράγματα τοῦ κόσμου.
ιθ'.— Εἶναι εὐτυχὴς ὁ νοῦς ἐκεῖνος πού, ἀφοῦ προσπέρασε ὅλα ὅσα φαίνονται στὸν κόσμο αὐτό, τώρα πιὰ χωρὶς διακοπὴ ἀπολαμβάνει τὴ θεία ὡραιότητα.
κ'.— Ἐκεῖνος ποὺ φροντίζει νὰ εὐχαριστήση τὴν σάρκα του, δίδοντάς της ὅ,τι οἱ κακὲς ἐπιθυμίες ζητοῦν, καὶ ποὺ κρατάει μῖσος μέσα του ἐναντίον τοῦ πλησίον του, αὐτὸς λατρεύει τὴν κτίσι καὶ ὄχι τὸν Κτίστη καὶ Δημιουργό.
Αποσπάσματα από την Α' Εκατοντάδα