Πολλοί μοναχοί δια μέσου των αιώνων έπαθαν την θέωσιν και αξιώθηκαν της θέας του Ακτίστου Φωτός. Ολίγοι όμως ωμίλησαν γι' αυτήν.
       
Ο άγιος Σuμεών ο Νέος Θεολόγος εδέχετο συχνά την επίσκεψι του Ακτίστου Φωτός και μάλιστα κατά την τέλεσι της θείας Λειτουργίας, την οποία καθημερινώς ετελούσε: «Διατί εις αυτόν δεν έστειλεν ο Θεός Αγγέλους και Χερουβείμ δια να τον φυλάττωσιν, οίτινες είναι "πνεύματα λειτουργικά εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν", ως λέγει ο μακάριος Παύλος, αλλ' αυτό αμέσως το ίδιον ζωαρχικόν και πανάγιον Πνεύμα ο φύσει Θεός και Δεσπότης όλων ομού των Αγγέλων και των ανθρώπων έσκεπεν αυτόν και εφύλαττε δια της φωτοφόρου Χάριτός Του και πάντοτε μεν, εξαιρέτως δε και μάλιστα όταν ο άγιος ευρισκόμενος ως Ιερεύς μέσα εις το άδυτον βήμα ελειτούργει Θεώ την μυστικήν και αναίμακτον ιερουργίαν. η γαρ φωτεινή νεφέλη εκείνη, όπου τότε τον εσκέπαζε και όλον αυτόν από κάθε μέρος περιελάμβανε, καθώς αναφέρει ο βίος του, η παντοδύναμος και φωτοπάροχος χάρις του παναγίου και ζωοποιού Πνεύματος ήτον. Όθεν και από αυτήν τοσούτον ο Άγιος ελαμπρύνετο και ψυχή και σώματι, και νοΐ και καρδία, ώστε όπου το θείον και ιερόν του πρόσωπον ηκτινοβόλει και ήστραπτεν, ωσάν άλλος δεύτερος ήλιος. Διο κανείς δεν ηδύνατο να βλέπη αυτό ακλινώς, καθώς δεν δύναται να βλέπη ούτε τον ήλιον. Ω δόξαι! Ω μεγαλεία! Ω  υπερφυή και ουράνια χαρίσματα του ιερού Συμεώνος, τα οποία βυθίζουσι κάθε νουν και κάμνουσιν άλαλον κάθε  γλώσσαν!»32
       
Αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εκ της προσωπικής του πείρας ομιλεί περί του Ακτίστου Φωτός, χωρίς όμως να αποκαλύψη ότι αυτός υπήρξε θεόπτης: «Βλέπει βεβαίως ως φως εκείνο το αγαπητότατο πράγμα που αρπάζει τον νου, τον κάνει να εξίσταται από όλα και τον στρέφει ολόκληρο μόνο σ' αυτό, είναι αποκαλυπτικό άλλ' όχι αισθητών σωμάτων, το βλέπει να μη τελειώνη ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα άνω ούτε προς τα πλάγια, και δεν διακρίνει κάποιο τέλος του φωτός που βλέπει και τον περιλάμπει, αλλά σαν να ήταν ήλιος που είναι απειροπλάσια λαμπρότερος και μεγαλύτερος του σύμπαντος. στο μέσον δε ευρίσκεται αυτός, όντας ολόκληρος οφθαλμόςκάτι τέτοιο είναι εκείνο (η έκστασις )».
       
Είναι χαρακτηριστικό πως ένας σύγχρονος όσιος Γέροντας, ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, διατυπώνει την εμπειρία του εκ της θέας του Ακτίστου Φωτός: «Η ενέργεια του Φωτός, περί του οποίου γράφω, επί του πνεύματος του ανθρώπου μαρτυρεί περί της Θεότητος Αυτού: Είναι άκτιστον, ανονόμαστον, ακράτητον. είναι μυστηριώδες, άϋλον, απαραβίαστον. Απορώ. Πώς να σκεφθώ ή να ομιλήσω περί αυτού;
       
»Το Φως τούτο είναι ως προς την φύσι αυτού υπερκόσμιον. Η κάθοδος αυτού εφ' ημάς δεν είναι άλλο τι, ει μη η φανέρωσις του Θεού εις τον άνθρωπον: αποκάλυψις ουρανίων μυστηρίων. Κατά την Μεταμόρφωσιν επί του Θαβώρ δια της δωρεάς του Φωτός τούτου εδραιώθη η Θεογνωσία. Από της στιγμής της ελλάμψεως των Αποστόλων υπό του Φωτός τούτου επί του Θαβώρ, το Φως εισήλθεν εις την Ιστορίαν του κόσμου και εγένετο "αναφαίρετος κληρονομία" δια τας επερχομένας γενεάς των πιστευόντων εις τον Χριστόν-Θεόν. Άνευ του Φωτός τούτου η γη θα παρέμενεν έξω της αληθούς Θεογνωσίας. Βάσει της προσωπικής μου πείρας, επέτρεψα εις εαυτόν να ονομάση το Φως τούτο Φως αναστάσεως.
       
Δια της ελεύσεως του Φωτός τούτου το πνεύμα του ανθρώπου εισάγεται εις την σφαίραν όπου δεν υπάρχει θάνατος. Άνευ της ελλάμψεως του Φωτός τούτου δεν κατανοείται ορθώς το μυστήριον των οδών της σωτηρίας. ο κόσμος, οι άνθρωποι, θα παρέμενον εν τω σκότει της αγνοίας. Η αφηρημένη θεολογική μόρφωσις, έτι και η πλέον εκλελεπτυσμένη, δεν σώζει, διότι παρέχει διανοητικήν μόνον γνώσιν και δεν ανάγει όντως εις τον χώρον του θείου Είναι.
       
»Ενίοτε δυνάμεθα να παρουσιάσωμεν το Φως τούτο προς νεφέλην καλύπτουσαν την κορυφήν όρους, επί του οποίου ιστάμεθα: Η νεφέλη καθ' εαυτήν είναι έμπλεος Φωτός, αλλ' ημείς ουδέν βλέπομεν, ει μη μόνον αυτήν. Άπας ο λοιπός κόσμος δεν οράται. Κατά τον αυτόν τρόπον το Θείον Φως, αποκαλύπτον ημίν νέαν μορφήν πνευματικού είναι, αποκρύπτει από των οφθαλμών ημών την θέαν του υλικού κόσμου. Το Φως τούτο είναι ομοιόμορφον, ακέραιον, πλήρες βαθείας ειρήνης. Εν αυτώ η ψυχή θεωρεί την Αγάπην και την Αγαθότητα του Θεού. Όταν τούτο εκχέηται αφθόνως επί τον άνθρωπον, παύει ούτος να αντιλαμβάνηται την υλικότητα του περιβάλλοντος αυτόν χώρου, έτι δε και την του σώματος αυτού. Επί πλέον βλέπει εαυτόν ως φως. Το Φως τούτο έρχεται ιλαρώς, τρυφερώς, ούτως ώστε να μη παρατηρώμεν πως τούτο περιέβαλεν ημάς. Ουχί αίφνης, αλλ' ηρέμα ο κόσμος συνήθως "λησμονείται". Το φαινόμενον τούτο ομοιάζει προς ήρεμον επέλευσιν ύπνου εις φυσιολογικώς υγιά άνθρωπον. όμως, βεβαίως, δεν πρόκειται περί ύπνου, αλλά περί πληρώματος ζωής»
Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους