
Η δογματική διδασκαλία του χριστιανισμού αφορά κατεξοχήν την ιστορία της θείας οικονομίας, εξού και είναι σαρκωμένη στα γεγονότα της ιστορίας, όπου αρχή τους είναι η δημιουργία. Oι πατέρες της εκκλησίας όταν θέλουν να μιλήσουν για δόγμα, πάντοτε αναφέρονται στα γεγονότα της
Αγίας Γραφής, που είναι ο υπομνηματισμός της ιστορικής πορείας των γεγονότων αυτών. Επομένως ως δόγματα αναφέρουμε τη διδασκαλία της βιωμένης ζωής των γεγονότων της κοινότητας που έχουν ρίζα τη μακρινή αρχέγονη κοίτη της αλήθειας. Το δόγμα πρώτιστα -στην ορθόδοξη θεολογία- είναι ορθή ζωή και ερμηνεία των γεγονότων (και δη των θεοφανειών) της θείας οικονομίας, μία ζωή που μαρτυρείται και καταγράφεται σε φορείς και μνημεία της ιστορίας. Έτσι δεν είναι τίποτα άλλο παρά προτάσεις διδασκαλίας, οι οποίες αναλύουν περιγραφικά το περιεχόμενο της πίστης, όπως αυτό εκδηλώνεται μέσα στη ζωή και τα μνημεία της εκκλησίας. Γι αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία θέσπισε και κρατάει τα δόγματα, διότι αυτά αποτελούν ζωντανή πείρα και διδασκαλία και όχι τύπους, διατάγματα και νόμους.
Περιγράφοντας τη δογματική της διδασκαλία η εκκλησία, ζωντανεύει την εικόνα του ίδιου κοινού σώματος, της
παράδοσής του και της εμπειρίας του. Το δόγμα όπως μας λέει και ο
Ιωάννης ο Δαμασκηνός είναι η κοινωνία της παράδοσης, όπως αυτή υπάρχει στην Καθολική εκκλησία. Αυτή τελικά είναι η
πίστη. Ως παράδοση πάντα εννοείται η αρραγής συνέχεια της διδασκαλίας δια των χαρισματικών φορέων της κοινότητας και η ελεύθερη αποδοχή της ίδιας προς αυτή τη διδαχή, λόγω της κοινής ζωής και εμπειρίας. Τα δόγματα λοιπόν δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διαρκής αναφορά της Εκκλησίας δια μέσου της ζωής και της ορθοπραξίας στο περιεχόμενο της Αποκάλυψης, στη διδασκαλία των προφητών, του Χριστού, των Αποστόλων, των αγίων πατέρων και όλης της εκκλησιαστικής πείρας. Δεν πρόκειται δηλαδή για μία θεωρητική επεξεργασία με βάση στοχασμούς της διάνοιας, αλλά για τη διαρκή ερμηνεία της εμπειρίας του περιεχομένου της Αποκάλυψης μέσα στο σώμα της. Έπαιτε πλέον η καταγραφή που ως βάση έχει το ζωντανό, αγωνιστικό και σαρκωμένο πλαίσιο κοινής εμπειρίας σε μορφές εκκλησιαστικής ζωής. Αυτή η καταγραφή όμως δίνει πάντοτε μόνο το περίγραμμα της αληθινής όρασης του Θεού - της
θεογνωσίας, ως ένα περίγραμμα, προορισμένο μάλιστα να μείνει ημιτελές και πολύ ελλιπές.
Το δόγμα είναι η έκφραση της διαρκούς εμπειρίας της εκκλησίας. Πρώτιστα βιώνεται μέσα στην εκκλησιαστική κοινωνία και ύστερα καταγράφεται, σε μια καταγραφή που είναι όραση στην
αποκάλυψη του Θεού. Εδώ πρέπει να τονιστεί πως η αλήθεια της αποκάλυψης αυτής δε νοείται σε στάδια, καθότι πραγματοποιήθηκε άπαξ. Το δόγμα λοιπόν είναι ακριβής μαρτυρία της όρασης του θείου, ένα λογικό λεκτικό σχήμα με στόχο να αποτελέσει ένα αμετάβλητο και ακριβή τύπο. Φυσικά αποτελεί κριτήριο πίστης, αλλά ποτέ από μόνο του δε σώζει τον άνθρωπο, καθώς απαιτείται ο άνθρωπος να φτάσει στην κάθαρση και το φωτισμό. Και αυτή ακριβώς είναι η σημασία του. Το δόγμα δίνει ένα περίγραμμα της αληθινής όρασης του θείου. Αποτελεί ένα κλειδί για να εισέλθουμε στην πολιτεία του θεού. Όταν ακριβώς βρισκόμαστε μέσα σε αυτή, βιώνουμε και ζούμε την περιγραφόμενη αλήθεια. Αποτελεί δηλαδή δείκτη ορθής ζωής και ορθής πορείας για το μέλος της εκκλησίας. Έτσι το δόγμα τελικά αποβαίνει η γνώση η οποία γίνεται κατάκτηση μέσω της οδού της θεογνωσίας και δια μέσω όλων των δραματικών περιπετειών της ιστορίας, ώστε να επέλθει η τελείωση στα μέλη της εκκλησίας για τη μετοχή στη γνώση, την αλήθεια και την αγαθότητα.
Η διατύπωση όμως του δόγματος έχει βαρύνουσα και ιδιαίτερη σημασία κι αυτό διότι αποτελεί την οδό για την εκχριστιάνιση της ανθρώπινης διάνοιας. Σκοπός των πατέρων ήταν η ανθρώπινη διάνοια να μη μείνει για πάντα κωφή και τυφλή στην αλήθεια η οποία βιώνεται μέσα στη χριστιανική εμπειρία. Σκοπός ήταν να γίνει μια χριστιανική μεταμόρφωση της ίδιας της διάνοιας, γι αυτό και πραγματοποίησαν μια μεγάλη προσπάθεια, ώστε να δημιουργήσουν ένα νέο διανοητικό σύστημα ικανό να δώσει ερμηνεία της αλήθειας, με όρους λογικής. Θα λέγαμε λοιπόν πως το δόγμα ήταν προσαρμογή του λόγου στις απαιτήσεις της αποκαλυμμένης αλήθειας, για τη μεταβολή και τη μεταμόρφωση του νου. Ήταν τελικά η οικειοποίηση της θείας και αναλλοίωτης αλήθειας, η οποία όμως ουδέποτε θεωρήθηκε ως υποκατάστατο της Αγίας Γραφής.
Βασική κατανόηση για την έννοια του δόγματος σε σχέση με την αίρεση είναι πως το δόγμα, δηλαδή η εμπειρικά βιωμένη ζωή μίας κοινότητας, δεν είναι θέμα ιστορικής και χρονικής προτεραιότητας, αλλά ζήτημα χαρακτηριστικών ζωής και διδασκαλίας. Η ορθοδοξία είναι αυτή η οποία πάντοτε προηγείται και η
αίρεση είναι αυτή που πάντοτε έρχεται να διαβρώσει ένα κοινό σώμα ζωής. Οι ρίζες της αιρέσεως βεβαίως μπορούν να έχουν χρονική προτεραιότητα. Για παράδειγμα ο Ιουδαϊσμός (ο αυστηρός μονοθεϊσμός, η προσκόλληση στο νόμο και την εθνικότητα), ως μήτρα αιρετικών αποκλίσεων, προϋπάρχει της χριστιανικής ζωής. Όμως το ζήτημα εδώ έγκειται σε μία ιδιαιτερότητα. Η ζωή της κοινότητας, το δόγμα δηλαδή, είναι μία κοινή βιωματική, αρραγής και διαρκής εμπειρία ενός σώματος, σε καθολικά πλαίσια. Είναι δηλαδή ένα κοινό σώμα ζωής και πορείας μέσα στην ιστορική πραγματικότητα. Η αίρεση είναι αυτή που εισβάλλει, ώστε να διαβρώσει τοπικά ή καθολικά αυτή τη βιωματική καθολική εμπειρία. Προέχει δηλαδή πάντοτε ένα κοινό σώμα ζωής και εισβάλει τελικά μία νέα πραγματικότητα, ένας νέος τρόπος ζωής. Γι αυτό και η αυθεντία των δογματικών διατυπώσεων δεν εξαρτάται από τη χρονολογία τους, αλλά αποκλειστικά από τη συμφωνία με τα αρχικά δεδομένα.
Πηγή:OrthodoxWiki