Η Ειρήνη ήταν εντελώς αφοσιωμένη στην υπόθεση των ιερών εικόνων. Όμως, παρά την αργή πρόοδο και τα επιφυλακτικά μέτρα που έζωναν την κυβέρνηση, η πρώτη προσπάθεια για να συγκληθεί μια σύνοδος στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης κατέληξε σε αποτυχία που οφειλόταν στην εξέγερση από κάποιες ομάδες πιστές στην «παραδοσιακή» εικονοκλασία. Μόνο το φθινόπωρο του 787 καταφέρνει να συγκληθεί η 7η Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια, στην πόλη όπου είχε συγκληθεί και η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος υπό το Μεγάλο Κωνσταντίνο. Υπό την προεδρεία του νέου πατριάρχη Ταράσιου, πολυάριθμοι επίσκοποι και μοναχοί, προερχόμενοι από όλη τη χριστιανοσύνη, έλαβαν μέρος στις εργασίες της Συνόδου. Σε αυτή αποκαθίσταται η λατρεία των εικόνων και ανακηρύσσεται σε δόγμα.
Αμέσως μετά τη δεύτερη περίοδο, οι Πατέρες της Συνόδου εκφράζονταν ευνοϊκά προς τη λατρεία των εικόνων, υπογραμμίζοντας πάντα έντονα τη θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στη «σχετική λατρεία» με την οποία τιμώνται οι ιερές εικόνες και τη λατρεία, με την καθαρή έννοια, που ταιριάζει μόνο στο Θεό. Η τέταρτη περίοδος ήταν προορισμένη να αποκαταστήσει όχι μόνο τη λατρεία των εικόνων, αλλά επίσης και τη νομιμότητα της μεσιτείας των αγίων και της Μητέρας του Θεού:
«Χαιρετούμε τους λόγους του Κυρίου, των Αποστόλων, των Προφητών, οι οποίοι μας μαθαίνουν να τιμούμε και να δοξάζουμε καταρχήν αυτήν που είναι αληθινά η Μητέρα του Θεού, ανώτερη από όλες τις ουράνιες δυνάμεις, έπειτα αυτές τις ίδιες τις ουράνιες δυνάμεις, τους Αποστόλους, τους μάρτυρες, τους ιατρούς, όλα τα άγια πρόσωπα, να ζητούμε τη μεσιτεία τους, αφού είναι ικανοί να μετατρέψουν το Θεό ευνοϊκά προς εμάς, αν ωστόσο τηρούμε τις εντολές και ζούμε με ηθικό τρόπο» .
Ορίστε τελικά τα κύρια εδάφια του δογματικού διατάγματος σχετικά με τη λατρεία των εικόνων, έτσι όπως διακηρύχτηκε από τους Πατέρες της Συνόδου:
«Έτσι, βαδίζουμε τη βασιλική οδό και ακολουθούμε την παιδεία που εμπνεύστηκε με θείο τρόπο από τους Άγιους Πατέρες μας και την Παράδοση της καθολικής Εκκλησίας... Αποφασίζουμε με κάθε ακρίβεια και μετά από ολοκληρωμένο έλεγχο ότι, όπως ο Άγιος και Ζωοποιός Σταυρός, και οι άγιες και πολύτιμες εικόνες που ζωγραφίζονται με χρώματα, που φτιάχνονται με μικρούς λίθους ή με κάθε άλλο υλικό που προορίζεται για αυτό το σκοπό, πρέπει να τοποθετηθούν μέσα στις άγιες εκκλησίες του Θεού, επάνω στα δοχεία και τα ιερά άμφια, επάνω στους τοίχους και στα μαδέρια, μέσα στα σπίτια και στους δρόμους, είτε είναι εικόνες του Θεού και Κυρίου μας και Λυτρωτή Ιησού Χριστού, είτε της εξαιρέτου και άσπιλης Μητέρας του Θεού, είτε των αγίων αγγέλων και των σεβαστών αγίων. Έτσι, κάθε φορά που βλέπουμε την απεικόνισή τους στην εικόνα, κάθε φορά που παρακινούμαστε να τις θεωρούμε ενθυμούμενοι αυτούς που απεικονίζονται, αποκομίζουμε περισσότερη αγάπη για εκείνους και παρακινούμαστε περισσότερο να τους τιμούμε, ασπαζόμενοι τις εικόνες τους και μαρτυρώντας την ευλάβεια και όχι τη λατρεία που, σύμφωνα με την πίστη μας, αρμόζει μόνο στη θεία φύση, αλλά με τον τρόπο που τιμούμε τον πολύτιμο και ζωοποιό Σταυρό, το Άγιο Ευαγγέλιο και άλλα ιερά αντικείμενα, τα οποία τα τιμούμε δια του λιβανίσματος και των λαμπάδων, σύμφωνα με την ευλαβή συνήθεια των παλαιοτέρων. Επειδή η της εικόνας τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει, αυτός που ευλαβείται την εικόνα, ευλαβείται το πρόσωπο που απεικονίζεται…».
Αν, στο αποκορύφωμα των διωγμών ενάντια στην εικονολατρεία, η Ορθοδοξία βρήκε στο πρόσωπο των ρωμαίων πάπων ατρόμητους και αποφασισμένους υποστηρικτές των εικόνων, εντελώς παράδοξα, αυτό δεν συνέβη κατά το θρίαμβο της ορθοδοξίας στο Βυζάντιο. Οι πράξεις της Συνόδου της Νίκαιας πέρασαν στη Δύση μεταφρασμένες τόσο χονδροειδώς και ανακριβώς (ιδιαίτερα η ευλάβεια προς τις εικόνες μεταφράστηκε ως λατρεία), που προκάλεσαν τη βίαιη αντίδραση ακόμη και την εχθρότητα του Καρλομάγνου και των φράγκων θεολόγων του. Παρά τις προτροπές του, ο πάπας Αδριανός 1ος αναγκάστηκε τελικά να υποχωρήσει μπροστά στην ισχυρογνωμοσύνη του Καρλομάγνου. Η Σύνοδος στη Φραγκφούρτη το 794 που ήθελε να τοποθετηθεί ως διαιτητής ανάμεσα στην εικονοκλαστική σύνοδο του 754 και την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, διατάζει επίσης να μην καταστρέφονται οι εικόνες αλλά ούτε και να τιμώνται. Ο ρόλος των εικόνων περιορίστηκε σε παιδαγωγικό τρόπο εκπαίδευσης και ηθική εξύψωση, απογυμνωμένος από κάθε σωτηριολογική βάση: «Ούτε η μία ούτε η άλλη σύνοδος δεν αξίζουν τον τίτλο της Εβδόμης: προσκολλημένοι στο ορθόδοξο δόγμα που θέλει τις εικόνες να μην εξυπηρετούν παρά μόνο στο στόλισμα των εκκλησιών και στην ανάμνηση περασμένων γεγονότων... δεν θέλουμε ούτε να απαγορεύσουμε τις εικόνες κατά τη μία σύνοδο ούτε να τις λατρέψουμε κατά την άλλη και απορρίπτουμε τα γραπτά αυτής της γελοίας συνόδου».
Το 825, η Σύνοδος στο Παρίσι επικύρωσε τις αποφάσεις της Συνόδου στη Φραγκφούρτη και μπορεί να ειπωθεί ότι η Δύση πρακτικά αγνόησε (τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα) την ορθόδοξη θεολογία της εικόνας, που βασίζεται στο μυστήριο της Ενσάρκωσης και στο χριστολογικό δόγμα.