Ανέτρεψε λοιπόν ο Χριστιανισμός το σκηνικό στην θεώρηση του πόνου. έφερε τα πάνω κάτω.Όχι μόνο δεν στενοχωριόμαστε με τον πόνο και τις θλίψεις, αλλά χαιρόμαστε και υπομένουμε καρτερικά. καυχώμαστε ακόμη και καμαρώνουμε λέγει ο Απόστολος Παύλος· «ου μόνον δε, αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει». Και δεν ήσαν αυτά έπεα πτερόεντα ρητόρων και φιλοσόφων, αλλά βίος και ζωή και εμπειρία
και πράξη βεβαιωμένα από την αγία ζωή του Θεανθρώπου Χριστού, που ήταν ζωή πονεμένη και
σταυρωμένη. Θα μπορούσε να έλθει στο κόσμο εν δυνάμει, αίγλη, ανέσει και τρυφή. Να γεννηθεί
σε παλάτια βασιλέων και ηγεμόνων, να τρέφεται και να ενδύεται τρυφηλά και με πολυτέλεια, να
μην εργάζεται και να διασκεδάζει. να έχει μυριάδες αγγέλων να τον διακονούν, και να εξαλείψει
εν δυνάμει την αρρώστεια, τον πόνο, τον θάνατο. Από τα πρώτα όμως έτη της επί γης παρουσίας
του η ζωή του ήταν συνδεδεμένη με την φτώχεια, την ένδεια, τους διωγμούς, τον πόνο.
Γεννήθηκε άστεγος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, γιατί δεν βρέθηκε φιλόξενη στέγη. για να
αποφύγει το σπαθί του Ηρώδη, που γέμισε με θρήνο και κλαυθμό τα Ιεροσόλυμα και την περιοχή
τους, φεύγει εξόριστος στην Αίγυπτο. Και μολονότι δεν έχουμε πληροφορίες για τα νεανικά του
χρόνια μέχρι της εμφανίσεώς του για να βαπτισθεί από τον Πρόδρομο στον Ιορδάνη, παρά μόνο
όσα ξέρουμε για την επίσκεψή του σε ηλικία δώδεκα ετών στον ναό των Ιεροσολύμων, είναι
εύκολο να συμπεράνουμε πόσο δύσκολα χρόνια πέρασε στο φτωχικό σπίτι του μνήστορος Ιωσήφ
στη Ναζαρέτ, υπάκουος και πειθαρχικός· «και ην υποτασσόμενος αυτοίς». Ήδη η Παναγία
Μητέρα του κεντήθηκε στην καρδιά της από την προφητεία του πρεσβύτη Συμεών κατά την
ημέρα της Υπαπαντής· «και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία».
Η αρχή του κηρύγματός του, η αρχή του Ευαγγελίου, χαρακτηρίζεται και σφραγίζεται από
αγώνα, πόνο, κακοπάθεια, άσκηση. Αρχή του Ευαγγελίου του Χριστού, όπως λέγει ο
Ευαγγελιστής Μάρκος, είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Και πώς ήταν αυτή η αρχή;
Ασκητής, ερημίτης σκληραγωγημένος από τα παιδικά του χρόνια στην έρημο, ντυμένος με ένα
ένδυμα σκληρό, από τρίχες καμήλου, και διατρεφόμενος από ακρίδες και μέλι άγριο. Αυτήν την
εμφάνιση, που παρουσίαζε από την αρχή το ασκητικό πνεύμα του Ευαγγελίου, την επήνεσε και
την προέβαλε ο Χριστός, ο οποίος άρχισε το κήρυγμά του με τα ίδια λόγια του Βαπτιστού
«μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», για να δείξει ότι το κήρυγμα του Ιωάννου
ήταν προοίμιο κατάλληλο του δικού του κηρύγματος. Παρερμηνεύουν το Ευαγγέλιο, χαριζόμενοι
στο κοσμικό πνεύμα της ανέσεως και της τρυφής, όσοι βλέπουν διαφορές ανάμεσα στον Άγιο
Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον ασκητικό ερημίτη, και τον δήθεν κοσμοπολίτη και κοινωνικό και
επιεική Ιησού Χριστό. Δεν υπάρχει καμμία διαφορά στη ζωή και στη διδασκαλία παρά μόνο στην
αξία, όπως ο ίδιος ο Ιωάννης είπε αναφερόμενος στον Χριστό, του οποίου το έργο παρουσίασε
ως αυστηρό και σκληρό απέναντι στους αμαρτωλούς και αμετανοήτους· η αξίνη είναι κοντά στη
ρίζα των δένδρων και θα κόψει όσα δεν κάνουν καρπούς, ο δε Χριστός θα πάρει το φτυάρι στο
χέρι του και θα λιχνίσει το σιτάρι, ώστε ο μεν καρπός να συγκεντρωθεί στην αποθήκη, ενώ το
άχυρο θα το κατακαύσει στη φωτιά.
Δεν υπάρχει όμως καλύτερη επιβεβαίωση του πράγματος από όσα είπε ο ίδιος ο Χριστός
επαινώντας τον Ιωάννη, την ασκητική του ζωή και την παρρησία, που είναι ξένη στους
τρυφηλούς και καλοπερασάκηδες. Δεν μοιάζει, είπε, με τους συνηθισμένους τύπους δασκάλων
και ηγεμόνων που συμβιβάζονται με τους ισχυρούς για να μη χάσουν την καλοπέρασή τους.
Αυτοί που φορούν μαλακά ιμάτια για το καλομαθημένο σώμα τους βρίσκονται στα βασιλικά
ανάκτορα. Ο Ιωάννης δεν έχει καμμία σχέση με το κοσμικό αυτό πνεύμα. Τον χαρακτήρισε ως
την μεγαλύτερη προσωπικότητα που γεννήθηκε ποτέ από γυναίκα, ως «μείζονα εν γεννητοίς
γυναικών»32. Γι' αυτό και στο απολυτίκιό του ο υμνογράφος παρατηρεί ότι τους άλλους αγίους
τους τιμούμε με ύμνους, για τον Πρόδρομο αρκεί η μαρτυρία του Κυρίου. «Μνήμη δικαίου μετ'
εγκωμίων, σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου Πρόδρομε». Όμοιο με τη ζωή του, την γεμάτη
πόνους και άσκηση, ήταν και το τέλος του το μαρτυρικό. η αποκεφάλισή του, η αποτομή της
κεφαλής του, που αποφασίσθηκε σε ένα τρυφηλό συμπόσιο με φαγοπότι και χορούς και
τραγούδια, υπογραμμίζει πολύ καλά την σχέση που έχει η πονεμένη, η ματωμένη, η σταυρωμένη
μέχρι θανάτου χριστιανική ζωή με την επιδιωκόμενη και θαυμαζόμενη από πολλούς κοσμική ζωή.
Ο Άγιος Ιωάννης έγινε πρότυπο των ασκητών και μαρτύρων, έζησε σαν να μη είχε σάρκα, ως
άγγελος, γι' αυτό και εικονίζεται πολλές φορές με φτερά αγγέλου, πρόδρομος αληθινός του
Χριστού όχι μόνο στο κήρυγμα αλλά και στη ζωή και στο θάνατο.
Δεν θα επιμείνουμε εδώ πολύ στο θέμα της ασκητικής ζωής και διδασκαλίας του Χριστού33,
που είναι αυτονόητα και προφανή για τους αγίους που βλέπουν καθαρά και φωτισμένα το
Ευαγγέλιο, και δεν το παραμορφώνουν ούτε το θολώνουν, όπως πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι και
κληρικοί. Ο Χριστός γεννήθηκε και έζησε φτωχός και κατατρεγμένος και ένοιωσε τον ανθρώπινο
πόνο, την αδικία και το μίσος περισσότερο από όλους τους ανθρώπους, κακοπάθησε και πόνεσε,
προσέλαβε τον ανθρώπινο πόνο για να μας σώσει και να μας θεραπεύσει από τον πόνο34, και
εσφράγισε την επί γης ζωή του με την αποκορύφωση του πόνου και του πάθους, τον σταυρικό
θάνατο. Αρκεί και μόνο να σκεφθεί κανείς τα πάθη του Χριστού, όπως τα προβάλλει το Άγιο
Ευαγγέλιο και τα τιμά η Εκκλησία την Μ. Εβδομάδα, τους εμπτυσμούς, τους κολαφισμούς, τον
ακάνθινο στέφανο, την πικρή χολή, την προδοσία του Ιούδα, την εγκατάλειψη των μαθητών, την
άρνηση του Πέτρου και τελικώς τον σταυρό και τον θάνατο, για να αντιληφθεί, θεωρητικά
βέβαια, το μέγεθος αυτής της θυσίας, αλλά περισσότερο την λυτρωτική μεταμόρφωση του πόνου
σε εργαλείο χαράς και ελπίδος, σε νίκη της χαράς, αφού η ζωή του Χριστού και το Ευαγγέλιο δεν
τελειώνουν την Μ. Παρασκευή, αλλά την Κυριακή του Πάσχα, με την ανάσταση και την νίκη
εναντίον της αμαρτίας και του θανάτου· με το σταυρό, όχι πλέον όργανο αισχύνης και πόνου,
αλλά λουσμένο στο φως της Αναστάσεως, σύμβολο και τρόπαιο νίκης, καύχημα και στερέωμα
βασιλέων, ιερέων, πιστών, κόσμημα της Εκκλησίας.
Γι' αυτό ο απόστολος Παύλος όχι μόνο καυχάται για το Σταυρό του Χριστού και προβάλλει τον
εσταυρωμένο βίο αλλά, όπως είπαμε, λέγει ότι οι θλίψεις και η υπομονή τρέφουν την ελπίδα, η
οποία δεν είναι κενή, δεν μένει απραγματοποίητη, δεν καταισχύνει, αλλά οδηγεί στη χαρά και στη
δόξα του Θεού. Έτσι μόνο μπορεί να εξηγήσει και να καταλάβει κανείς την ξαφνική αλλαγή των
Αποστόλων, με την ξαφνική ανατροπή των πραγμάτων του πόνου σε χαρά, του σταυρού σε
θρίαμβο, του εξευτελισμού σε δόξα, του θανάτου σε ζωή. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παρηγοριά και
παραμυθία και ενθάρρυνση. Οι δειλοί και κρυμμένοι για τον φόβο των Ιουδαίων Απόστολοι,
γίνονται θαρραλέοι κήρυκες του Ευαγγελίου, διατρέχουν ολόκληρη την οικουμένη, υφίστανται
διωγμούς, μαρτύρια, πείνα, δίψα, γύμνια. αντιμετωπίζουν σκληρούς διώκτες με θάρρος και
τελικώς υφίστανται και αυτοί μαρτυρικό θάνατο, για να πάρουν από αυτούς τη σκυτάλη τα
εκατομμύρια των μαρτύρων και των οσίων, που εστερέωσαν και ελάμπρυναν την Εκκλησία με
τους πόνους και τους κόπους τους, είτε χύνοντας το αίμα τους ως μάρτυρες είτε κακοπαθούντες
και κοπιώντες με την ασκητική βιοτή τους. Δεν υπάρχει άγιος που να μη πόνεσε στη ζωή του. Ο
πόνος μεταμορφωμένος σε υπομονή και ευχαριστία και εκούσια αποδοχή, είναι οδός αγιότητος.
Όσοι πονούν στη ζωή τους έχουν μπροστά τους δρόμο ευλογημένο και αγιασμένο, θεοβάδιστο
και αγιοβάδιστο, σηκώνουν καρτερικά το σταυρό τους και ακολουθούν το Χριστό. Δεν υπάρχουν
άγιοι που να μην πόνεσαν. αν αφαιρέσεις τον πόνο, θα αφαιρέσεις το μέσο της αγιότητος.
Και ανάμεσα στους αγίους, πάνω από όλους τους αγίους, η Παναγία μας η Υπεραγία
Θεοτόκος, η «αγία αγίων μείζων», η ενσάρκωση του ανθρώπινου πόνου και η ελπίδα, το
στήριγμα, η παραμυθία των πονεμένων, πάντων θλιβομένων η Χαρά. Φαίνεται πως ο πόνος
πληγώνει περισσότερο τις μητέρες, τα μητρικά σπλάγχνα, γι' αυτό ανάμεσα στα άλλα
πλεονεκτήματα του σοφού σχεδίου της ενανθρωπήσεως του Θεού, πρέπει να συγκαταριθμήσουμε
ότι είχε μητέρα, ότι εσαρκώθη στα σπλάγχνα τα αγνά της πανάγνου και ασπίλου Θεοτόκου, ώστε
όλες οι μητέρες του κόσμου που πονούν για τα παιδιά τους να προσβλέπουν στον μεγάλο πόνο
της Παναγίας, να ζητούν από τη Μητέρα του πόνου παρηγοριά και ανακούφιση. Η ρομφαία, που
είχε προφητεύσει ο πρεσβύτης Συμεών, διεπέρασε τα σπλάγχνα της Παναγίας κατά την
Σταύρωση, και ο θρήνος της και το κλάμμα της έχουν αποτυπωθή με ενάργεια και στην
υμνογραφία και στην αγιογραφία. Οι δύο παρακλητικοί κανόνες, ο μεγάλος και ο μικρός, όπου
θαυμάσια παρουσιάζονται οι θλίψεις και οι πόνοι των ανθρώπων, ασφαλώς ανακουφίζουν όλους
τους πονεμένους, που τους απευθύνουν ευλαβικά στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Έχω την αίσθηση πως με όσα μέχρι τώρα είπα μία γενική μόνο εικόνα σας έδωσα, για το πώς
βλέπει ο Χριστιανισμός τον ανθρώπινο πόνο. Λείπει η πατερική εμβάθυνση και ανάλυση για
πολλές πτυχές του θέματος. για το τί πράγματι είναι κακό και επώδυνο, για την θεραπευτική και
παιδαγωγική σημασία του πόνου και του θανάτου, για τους ακούσιους και εκούσιους πόνους, για
το γιατί πονούν ακόμη και οι άγιοι και δίκαιοι, για την πονεμένη Ρωμιοσύνη που εβίωσε στην
ιστορία της τον πόνο, και για μερικά άλλα, που δεν αναπτύξαμε. Ας μείνει μέχρις εδώ ως
συμπέρασμα ότι ο Χριστιανισμός βλέπει ρεαλιστικά τον πόνο, τον αποδέχεται και τον
μεταμορφώνει σε μέσο χαράς και ελπίδος.

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης.