Πρὸς πάντα ἄνθρωπον, Κληρικὸν καὶ λαϊκόν, μικρόν τε καὶ μεγάλον, παῖδας καὶ παιδίσκας. Διὰ νὰ γνωρίσῃς, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, τὸν ἑαυτόν σου, πρέπει νὰ ἐξετάσῃς ὅσον τὸ δυνατὸν
ἀκριβέστερον τὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα διέπραξες καθ᾿ ὅλον τὸν χρόνον, τὸν ὁποῖον ἔζησες ἐν ἀμελείᾳ καὶ ἀδιαφορίᾳ εἰς τὴν ζωὴν τῆς ἁμαρτίας· ἀκόμη δὲ νὰ ἐξετάσῃς καὶ τὰ πάθη, τὰς κακίας,
τὰς κλίσεις, καὶ τὰ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα ἡ ἁμαρτία ἔχει μορφώσει εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ μὲ τὰ ὁποῖα ἔχει δέσει τὸν νοῦν σου καὶ τὴν καρδίαν σου καὶ τὸ σῶμά σου. Ἐπίσης νὰ ἐξετάσῃς καὶ
ὅλους τοὺς λογισμοὺς καὶ σκέψεις σου, αἱ ὁποῖαι ἐσωτερικῶς σὲ παρακινοῦν εἰς τὸ κακὸν μέχρι καὶ τῶν ἐλαχιστοτάτων. Διὰ νὰ εὐκολυνθῇς δέ, ἀγαπητέ μου ἀναγνώστα, εἰς τὴν αὐτοεξέτασιν ταύτην, σοὶ γράφω, ὅσα καὶ ἐγὼ παρὰ τοῦ πνευματικοῦ ἐδιδάχθην καὶ παρακαλῶ ἀναγίνωσκε συνεχῶς καὶ μετὰ προσοχῆς ταῦτα μελέτα, καὶ τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος θὰ γνωρίσῃς ἀκριβῶς τὸν ἑαυτόν σου, θὰ διορθώσῃς εὐκόλως τὰ ἐλαττώματά σου καὶ θὰ βαδίσῃς ἀνδρείως καὶ εὐσταλῶς τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς. Ἐξέτασον ἀγαπητέ, τὴν ἐπιθυμίαν, τὴν ὁποίαν ἔχεις διὰ τὴν σωτηρίαν σου. Ἐπειδὴ εἰς τὰς μεγάλας καὶ δυσκόλους πράξεις, πρέπει νὰ ἔχῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ μίαν μεγάλην ἐπιθυμίαν καὶ οὕτως ἀποβαίνει εὐτυχὲς τὸ τέλος τῶν πράξεών του· διότι ἄλλως δὲν νικᾷ ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐμπόδια, τὰ ὁποῖα ἀντιστέκονται εἰς αὐτὸν εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ τὸν σκοπόν, τὸν ὁποῖον ἐπιθυμεῖ. Ἐξέτασον λοιπὸν τὴν ἐπιθυμίαν, τὴν ὁποίαν ἔχεις διὰ τὴν σωτηρίαν σου, πρῶτον ἐὰν εἶναι τόσον ἰσχυρὰ ὥστε νὰ σὲ παρακινῇ εἰς τὰ καλὰ ἔργα· δεύτερον ἐὰν εἶναι θερμὴ καὶ ὑπερβολική· διότι
ληθ ς ε ναι ντροπ μεγάλη, ν πιθυμ ς μ ν μ τόσην διαφορίαν ἀ ῶ ἶ ἐ ὴ ὰ ἐ ῇ ὲ ὲ ἀ καὶ ψυχρότητα τὸ αἰώνιον ἔργον τῆς σωτηρίας σου, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀναγκαιότερον ὅλων τῶν ἄλλων· νὰ ἐπιθυμῇς δὲ ἀπ᾿
ἐναντίας μὲ τόσην θερμότητα τὰ προσωρινὰ καλά, τὰ ὁποῖα δὲν σοῦ χρησιμεύουν οὐδόλως· τρίτον
ἐξέτασον ἐὰν ἡ ἑπιθυμία σου αὕτη εἶναι μόνη, δηλαδὴ ἐὰν ἐπιθυμῇς μόνην καὶ μόνην τὴν
σωτηρίαν σου, ὅλα δὲ τὰ ἄλλα πράγματα, τόσον μόνον τὰ ἐπιθυμῇς, ὅσον συμβάλλουν εἰς τὴν
σωτηρίαν σου· ὅσα δὲ εἶναι ἐναντία εἰς αὐτήν, τὰ μισῇς καὶ τὰ ἀποστρέφεσαι.
Ἐξέτασον ποῖα μέσα μεταχειρίζεσαι διὰ νὰ σωθῇς· ποῖα ἔργα προκοπῆς προσθέτεις, διὰ νὰ βάλῃς
εἰς περισσοτέραν ἀσφάλειαν τὴν σωτηρίαν σου, καὶ ἐὰν φυλάττῃς ὅλα αὐτὰ εἰς τὸ μέλλον καὶ
μάλιστα ὅταν εὑρίσκῃς δυσκολίαν εἰς τὸ νὰ κάμνῃς τὸ καλόν, διὰ τὴν συνήθειαν, τὴν ὁποίαν
ἔλαβες εἰς τὸ κακὸν ἢ ἐὰν συμπεραίνῃς τὸν καιρὸν διὰ νὰ κάμῃς τὰ καλά, περιμένων νὰ τὰ κάμῃς
εἰς τὴν ὥραν τοῦ θανάτου σου, ἡ ὁποία εἶναι τόσον ἀβέβαιος καὶ ἔχει τόσα ἐμπόδια. Ἐξέτασον εἰς ποίους κινδύνους εὑρίσκεσαι νὰ ἀπολέσῃς τὴν ψυχήν σου, ἐὰν καὶ πηγαίνῃς γυρεύοντας μόνος σου τὰς ἀφορμὰς τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐὰν σοὶ φαίνεται ὅτι εὑρίσκεσαι εἰς ἀσφάλειαν, ὅταν εὑρίσκεσαι πολὺν καιρὸν εἰς καμμίαν θανάσιμον ἀμαρτίαν ἀνεξομολόγητος, ἐν ᾧ πρέπει νὰ τρέμῃς ὅλος, πηγαίνων καὶ μίαν μόνην φορὰν νὰ κοιμηθῇς ἀνεξομολόγητος μὲ αὐτὴν τὴν ἀθλίαν κατάστασιν.
Ἐξέτασον ἐὰν ἔχῃς καμμίαν γνώμην καὶ ἰδέαν ὅλως ἐναντίαν εἰς τὴν σωτηρίαν σου, καθὼς εἶναι, τὸ
νὰ νομίζῃς ὅτι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός, ἠμπορεῖς ὲσὺ νὰ ἁμαρτάνῃς χωρὶς φόβον καὶ ὅτι ἡ
ἀγαθότης καὶ ὴ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν ἀφίνουν νὰ σὲ κολάσῃ. Ἢ καὶ ὅτι δύνασαι νὰ ζῇς
κατὰ τὴν ὀρεξίν σου καὶ ἀρκεῖ μόνον, ἐὰν μετὰ ταῦτα έξομολογηθῇς. Καὶ ὅτι ὁ Θεὸς θέλει τὸν
ἄνθρωπον νὰ εἶναι ἁμαρτωλός, νὰ εἶναι ὅμως ταπεινός. Καὶ ὅτι πρέπει νὰ διασκεδάζῃς καὶ χαίρεις
τώρα ὅτε εἶσαι νέος, καὶ ὕστερον μετανοεῖς καὶ σώζεσαι. Καὶ ἄλλας ἀκόμη παρομοίας γνώμας καὶ
ἰδέας ἐναντίας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἑπομένως ἀπατηλὰς καὶ πεπλανημένας, τὰς ὁποίας σπείρει ὁ
διάβολος, εἰς τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ τοὺς φέρῃ εἰς τὴν ἀπώλειαν· ἐσὺ ὅμως πρέπει νὰ τὰς
φοβῆσαι, καθὼς φοβεῖσαι καὶ αὐτὸν τὸν διάβολον· διότι ἐὰν ἡ θέλησις μόνον διαφθαρῇ, δύναται ὁ
νοῦς ὡς ἀνώτερος νὰ τὴν διορθώσῃ μὲ τὸν ὀρθὸν λογισμόν· ἀλλ᾿ ἐὰν διαφθαρῇ ὁ νοῦς, καὶ ἔχῃ
τοιαύτας προλήψεις καὶ πλάνας, ποῖος πλέον θὰ εὑρεθῇ νὰ τὸν διορθώσῃ; ἢ ποία δύναται νὰ εἷναι
ἡ θεραπεία του; «Εἰ τὸ φως τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον»; (Μτθ. γ´ 23).
Ἐξέτασον τὴν κατάστασιν τῶν παθῶν σου δηλαδὴ τὰς ἀτάκτους κινήσεις της αἰσθητικῆς σου
ὀρέξεως, αἱ ὁποῖαι προξενοῦν κάθε κακὸν εἰς τὴν ψυχήν. Καὶ πρῶτον μὲν ἰδὲ ποῖα πάθη
εὑρίσκονται εἰς σὲ καὶ ποίαν δύναμιν ἔχουν· δεύτερον δὲ ἐξέτασον ἐὰν εἶναι κανὲν πάθος ἐξ
αὐτῶν, τὸ ὁποῖον νὰ σὲ κυριεύῃ καὶ ἕως πόσο σὲ κυριεύει· τρίτον δὲ ἐξέτασον εἰς ποίας ἁμαρτίας
σὲ φέρει τόσον ἐκεῖνο τὸ πάθος, ὅσον καὶ τὰ ἄλλα· καὶ τέταρτον ἐρεύνησον ὁποίαν ἀντίστασιν καὶ
πόλεμον κάμνεις εἰς αὐτὰ καὶ ποίαν γνώμην καὶ ἀπόφασιν ἔχεις διὰ νὰ νικήσῃς. Ὅθεν καὶ βάλλε
ὅλην σου τὴν προθυμίαν καὶ τὸν ἀγῶνα διὰ νὰ τὰ πολεμήσῃς καὶ νὰ τὰ νικήσῃς συνεργούσης τῆς
θείας χάριτος, καὶ μάλιστα ἐκεῖνα τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα περισσότερον σὲ πολεμοῦν καὶ σὲ κυριεύουν.
Ἐξέτασον τὸν ἑαυτόν σου διὰ τὰ πάθη τὰ ὁποῖα ἔχεις, μερικῶς. Ἐξέτασον ἐὰν λέγῃς ψεύματα εἴτε
εἰς τὰς συζητήσεις καὶ συνομιλίας σου μὲ ἄλλους, εἴτε εἰς τὴν ἐξάσκησιν τοῦ ἔργου σου καὶ
ἐπαγγέλματός σου· καὶ ἐὰν ἐπὶ πολὺν χρόνον ψεύδεσαι καὶ ἔγινε τοῦτο συνήθεια καὶ πάθος. Πρέπει
νὰ γνωρίζῃς ὅτι τὸ ψεῦδος εἶναι ἐκ τῶν μεγαλυτέρων ἁμαρτημάτων, τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς τῆς
ἀληθείας ἀποστρέφεται καὶ τιμωρεῖ ὡς γέννημα καὶ προϊὸν τοῦ διαβόλου (Ἰωάν. η´ 44). «Ἀπολεῖς
πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος (ψαλμ. ε´ 6).

ΕΚ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.