Τόν Φεβρουάριο τοϋ 1996 έγινε γνωστή ή τύχη των 21 μοναχών τής Μονής Νέου 'Άθωνος, οί όποιοι οταν τό μοναστήρι τους έκλεισε έφυγαν και κρύφτηκαν στά όρη τοϋ Καυκάσου. Τις πληροφορίες γι' αυτούς παρέδωσε στή Μονή Νέου ΆΘωνος ή Διοίκηση
τής 'Ομοσπονδιακής υπηρεσίας ασφαλείας τής Ρωσικής 'Ομοσπονδίας από τό κεντρικό της αρχείο.
Οί μοναχοί αυτοί μαζί μέ τους άλλους μοναχούς
τής Μονής Νέου "Αθωνος συνελήφθησαν στό Πσχοϋ
τόν 'Απρίλιο τοϋ 1930 και από κει οδηγήθηκαν στό Νοβορωσσίσκι. Κατηγορήθηκαν γιά σύσταση «μοναρχικής ανταρτικής οργάνωσης, ή όποια έδρασε τό 1927-1930 στό οροπέδιο Πσχοΰ και στην περιοχή τής λίμνης Ρίτσα». Οί φάκελοι τους πού περιέχουν πληροφορίες
γιά τόν καθένα καί οί φωτογραφίες τους φυλάγονται στην πόλη Κρασνοντάρ. Σύμφωνα μέ τις πληροφορίες τοϋ Κεντρικού αρχείου τής 'Ομοσπονδιακής υπηρεσίας ασφαλείας τής Ρωσσικής 'Ομοσπονδίας τά νεκρά σώματα τών 12 εκτελεσθέντων μοναχών τής Μονής Νέου Άθωνος τά-
φηκαν στην πόλη Νοβορωσσίσκ, πίσω από τό νεκροταφείο, στό παλιό λατομείο.
Σήμερα ή έρευνα γιά τήν τύχη καί άλλων μοναχών τής 'Ιεράς Μονής τον αγίου Σίμωνος τοϋ Κανανί-
του στό Νέο "Αθωνα συνεχίζεται. Τά ονόματα τών έκτελεσθέντων μοναχών μνημονεύονται καθημερινά στό μοναστήρι. Οί μοναχοί της Μονής πιστεύουν ότι τώρα αυτοί μαζί με τους άλλους μάρτυρες προσεύχονται ενώπιον του Θεοϋ γιά τό μοναστήρι τους.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Το μαρτυρικο τέλος των μοναχών της μονής του Νέου Άθωνα στον Καύκασο" Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη.
Στό δεύτερο μισό τής δεκαετίας του 30 ό Στάλιν,
άγνωστο άπό ποιόν πληροφορήθηκε Ότι στον
Καύκασο, πάνω στά βουνά σέ ένα οροπέδιο πού ονομάζεται
Πσχού, ζει ολόκληρη ή αδελφότητα τής
μονής τοϋ Νέου "Αθωνα καί συνεχίζει τό μοναχικό
της έργο.
Μέσα στό καλοκαίρι ήλθε ξαφνικά στό Πσχού
ενα απόσπασμα 11 στρατιωτών, τους οποίους έστειλ
τό λαϊκό έπιτροπάτο εσωτερικών υποθέσεων
(NKVD). Όλοι τους ήταν οπλισμένοι μέ τουφέκια,
οπλοπολυβόλα ακόμη καί βαρύτερα όπλα. Είχαν
μαζί τους ένα σκύλο καί τρεις οδηγούς μέ φορτωμένα
άλογα. Άφοϋ περικύκλωσαν τόν τόπο, όπου ζοΰ-
σαν οί μοναχοί, τους μάζεψαν σέ ένα μέρος καί τήν
ϊδια μέρα τους πήγαν φρουρούμενους στό Σουχούμ.
Τέσσερις μόνο μοναχοί, οί όποιοι τήν στιγμή εκείνη
ήταν στό δάσος γιά κάποια εργασία έμειναν καί
τους άντιλήφτηκαν οί στρατιώτες. Οί μοναχοί, 114
τόν αριθμό, άφοϋ πήραν κάποια τρόφιμα πού μπόρεσαν
νά βρουν εκείνη τή στιγμή, ξεκίνησαν φρου
ρούμενοι γιά τό Σουχούμ. Όταν πέρασαν τήν διάβαση
καί κατέβηκαν στους πρόποδες καί προχώρησαν
περίπου δύο χιλιόμετρα σταμάτησαν γιά διανυκτέρευση.
Τό πρωί ό διοικητής του αποσπάσματος αύτοϋ
έδωσε στους στρατιώτες του διαταγή, «στά όπλα».
Πέντε άπό αυτούς πήγαιναν μπροστά καί άλλοι έξι,
μεταξύ τών οποίων καί ό διοικητής, πήγαιναν άπό
πίσω. Οί μοναχοί περπατοΰσαν αργά στίς πλαγιές
τών βουνών ανεβαίνοντας επάνω και κατεβαίνοντας
στην κοιλάδα τοϋ πόταμου Γκουμιστά, οπου στάμα
τουσαν γιά ξεκούραση. "Ενας γέρος μεγαλόσχημος
μοναχός, ό πατήρ Ματθαίος, φαινόταν πιό κουρασμένος
από όλους, δέν είχε πιά δύναμη καί περπατούσε
τελευταίος. Μετά από κάθε στάση ό π. Ματθαίος
ξεκινούσε μαζί μέ τους πρώτους αλλά σέ μία
ώρα βρισκόταν πίσω καί ήταν τελευταίος καί τότε
όλοι αναγκάζονταν νά κάνουν στάση. Τήν ήμερα εκείνη
εξαιτίας του έκαναν μόνο 15 χιλιόμετρα.
Τό βράδυ βρήκαν ένα κατάλληλο μέρος καί ό
διοικητής απεφάσισε νά σταματήσουν έκεϊ γιά διανυκτέρευση.
"Αναψαν φωτιές και οί μοναχοί άλλοι
καθισμένοι καί άλλοι ξεπλωμένοι κοιμήθηκαν δίπλα
της. Τό πρωί πάλι ό διοικητής έδωσε τήν διαταγή,
«στά όπλα» στους στρατιώτες του καί πάλι
αυτοί χωρίστηκαν σέ δύο ομάδες: πέντε μπροστά
καί έξι πίσω καί έτσι συνέχισαν τόν δρόμο τους.
Στην αρχή ό π. Ματθαίος, ό όποιος ξεκουράστηκε
καλά τήν νύχτα, περπατούσε γρήγορα, αργότερα όμως,
όταν βγήκε ό ήλιος, πάλι έμεινε τελευταίος
καί προχωρούσε μέ μεγάλη δυσκολία καί τότε ό
διοικητής είπε νά σταματήσουν νά ξεκουραστούν.
Μετά, όταν όλοι ήθελαν νά σηκωθούν γιά νά
συνεχίσουν τόν δρόμο ό διοικητής είπε στον π.
Ματθαίο; «Προχώρα, παππού, μόνος σου μπροστά
». Εκείνος σηκώθηκε καί προχώρησε αργά στό
μονοπάτι μόνος του. Σκέφτηκε ότι όλοι οί άλλοι θά
τόν προφτάσουν αργότερα. Μόλις απομακρύνθηκε
λίγο άπό τους υπόλοιπους, πού ακόμη κάθονταν, ό
διοικητής πήρε ένα τουφέκι, σκόπευσε τόν π. Ματθαίο
καί τόν πυροβόλησε. Ό μοναχός σκόνταψε,
κούνησε τά χέρια του καί έπεσε ανάσκελα καί μετά
γύρισε τό πρόσωπο του προς τά κάτω. Ή σφαίρα
τόν χτύπησε στον αυχένα καί στην έξοδο της άνοιξε
μιά τρύπα. Τό αίμα έτρεξε σάν ποτάμι. Δύο
στρατιώτες πλησίασαν τρέχοντας τόν π. Ματθαίο,
τόν έπιασαν άπό τά πόδια καί τόν έσυραν στην απότομη
κατηφόρα. Έκεϊ πού τόν έσερναν τό χόρτο
γινόταν κόκκινο άπό τό αίμα. Έκεϊ κοντά βρήκαν
ενα μικρό λάκκο καί δίπλα του ένα σωρό πέτρες.
Οί στρατιώτες έβαλαν μέσα τόν σκοτωμένο καί άπό
πάνω τόν σκέπασαν μέ πέτρες. Όταν γύρισαν σέ
15-20 λεπτά, οί κρατούμενοι μαζί μέ τήν συνοδεία
τους συνέχισαν τόν δρόμο τους..........