Εκτός της μιας ταύτης πηγής, δηλαδή του γραπτού λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής, η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία παραδέχεται και τας συμπαρομαρτούσας τη Αγία Γραφή διδασκαλίας των Μαθητών, των Απόστολων, των Ιερών της Γραφής συγγραφέων και των μετ' αυτούς διαπρεψάντων επί αγιότητι και πολυμαθεία Εκκλησιαστικών Πατέρων.
Τας συναδούσας (συμφωνούσας) τη Αγία Γραφή ταύτας διδασκαλίας ονομάζει η Ορθόδοξος Εκκλησία ιεράν Παράδοσιν ή Εκκλησιαστικάς Παραδόσεις ή και απλώς παράδοσιν.
 
Η λέξις παράδοσις δεν σημαίνει, ως οι «Ευαγγελικοί» λέγουν, τυχαίαν φήμην, λόγους αδεσπότους, λόγους αγράφους, εντάλματα ανθρώπων, αλλά σημαίνει τας περί της θρησκείας του Ιησού παραδοθείσας εις την Εκκλησίαν γνώσεις υπ' Αυτού και των Αυτού Αποστόλων.
Η παράδοσις ημών δεν αποτελείται από φήμας των τριόδων, αλλ' είναι ως προείπομεν,διδασκαλία περιεχομένη εις συγγράμματα αποστολικών (αμέσων Μαθητών των Αποστόλων) και άλλων μεγάλων Πατέρων, γνησιότητος αναμφισβητήτου και υπ' αυτής της αρνητικής κριτικής, ηγγυημένη δε υπό της Εκκλησίας «Ήτις εστί στύλος και εδραίωμα της αληθείας» κατά την διδασκαλίαν της Κ. Διαθήκης (Α Τιμ. γ 15). Αυτοί δε καθ' εαυτοί οι συγγραφείς οι χρηματίσαντες άμεσοι Μαθηταί των Αποστόλων, και μαρτυρούντες εις τα συγγράμματα αυτών ότι παρέλαβον κάτι τι παρά των Αποστόλων ή ότι ήκουσαν κάτι παρ' αυτών, είναι άξιοι πάσης πίστεως. Καθ' ότι άλλωστε αι πληροφορίαι τοις τοιούτοις συγγράμμασι είναι υιοθετημέναι και εν συνεχεί εφαρμογή υπό της επισήμου Εκκλησίας, της Εκκλησίας της ποιμαινούσης, ήτοι της αρχούσης των πιστών,και υπευθύνου, δι' αυτό η υποχρέωσις, όπως παρέχωμεν εις αυτούς πίστιν ακλόνητον είναι πλέον η επιτακτική.
    Παραλείπομεν, ότι και εάν ακόμη δεν είχομεν συγγράμματα αποστολικών πατέρων μαρτυρούντα περί ορισμένων εκκλησιαστικών ζητημάτων, θα ήτο αρκετόν το ότι υπό της Εκκλησίας αδιακόπως ούτως επρεσβεύθησαν και εδιδάχθησαν.
Η Εκκλησία η Ορθόδοξος η οποία καθ' ημάς δεν είναι άφρακτος αμπελών, και δεν περιλαμβάνει μέλη απλά ως χύμα εσκορπισμένα, αλλά περιλαμβάνει άρχοντας και αρχομένους, η Εκκλησία, λέγομεν δι' ημάς η Ορθόδοξος, είναι εγγυητής υπεύθυνος και αυθεντικός δι' άπαν το περιεχόμενον της παραδόσεως, το υιοθετημένον παρ' αυτής, και αν δεν είχομεν συγγράμματα αποστολικών Πατέρων. Τούτο δε ανεξαρτήτως της ιδιότητος του αλάθητου με την οποίαν δεχόμεθα αυτήν πεπροικισμένην υπό του θείου Ιδρυτού της.
Η αξιοπιστία λοιπόν της παραδόσεως δι' ημάς τους Ορθοδόξους είναι αδιάσειστος, εκείνος δε, ο οποίος θα τολμήση να κηρύξη αυτήν αναξιόπιστον, είναι υποχρεωμένος να αποδείξη αυτό θετικώς, ουχί δε να ισχυρίζηται αυτό αυθαιρέτως.
Η παράδοσις άλλωστε δεν περιέχει τι αντίθετον τη Γραφή, αλλά μόνον μη υπάρχον, ή υπάρχον σκιωδώς. Επομένως συμπληροί ή αποσαφεί (εξηγεί) την Γραφήν.
 Παράδειγμα: Ο Ιησούς λέγει εις τους Μαθητάς Του όπως: «Πορευθέντες μαθητεύσωσι πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη' 19-20). Γεννάται όμως το ζήτημα, τίνι τρόπω ετέλουν το βάπτισμα οι Απόστολοι; Εβύθιζον τους προσερχομένους εις Χριστόν άπαξ εις το ύδωρ και απήγγελον διά μιας το, «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»; ή εβύθιζον αυτούς δεύτερον και απήγγελον μόνον το «Και του Υιου;» εβύθιζον αυτούς τρίτον και απήγγελον το «Και του Αγίου Πνεύματος;».
   Εις το ερώτημα τούτο απαντά η Παράδοσις διά των συγγραμμάτων των Αποστολικών Πατέρων, και μάλιστα διά της αδιακόπου και επισήμου πράξεως της Εκκλησίας. Και ερωτάται κατά τι λοιπόν η Παράδοσις, η οποία μας πληροφορεί τον τρόπον, καθ' ον οι Απόστολοι ετέλουν το Βάπτισμα, αντιφάσκει προς την Γραφήν;
Η Γραφή επίσης ομιλεί περί επιθέσεως χειρών, περί αλείψεως δι' ελαίου κ.λ.π. Ερωτάται όμως πώς επέθετον τας χείρας και πώς
 ήλειφον έλαιο; Και εάν η Παράδοσις μας πληροφορήση συμπληρωματικώς περί τούτων, κατά τι αντιφάσκει προς την Γραφήν;
Ακόμη η Γραφή ομιλεί περί ενότητος του γιου προς τον Πατέρα: «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (Ιωάν. ι' 30). Γεννάται όμως το ερώτημα. Η ενότης αυτή που αναφέρεται; Εις το ότι ο Πατήρ και ο υιός είναι αγέννητοι; Αδύνατον. Έρχεται η Παράδοσις, δηλαδή ενταύθα ολόκληρος εν Οικουμενικώ Συνόδω τω 325 και μας καθορίζει αυθεντικώς, ότι η ενότης του γιου προς τον Πατέρα αναφέρεται εις την ουσίαν και μας δωροφορεί και τον όρον Ομοούσιον. τούτο είναι μία διασάφησις εννοίας σκιωδώς εν τη Γραφή φερομένης, ουχί δε αντίθεσίς τις.
Δεν είναι ανάγκη λοιπόν η Παράδοσις να συμφωνεί προς την Γραφήν, ίνα αποδεχθώ μεν αυτήν, ως φρονούσιν οι «Ευαγγελικοί», διότι θα είναι εντελώς περιττή, αλλ' είναι ανάγκη μόνον να μη διαφωνεί προς αυτήν. Εφ' όσον συμπληροί τα κενά η διασαφεί τα σκιωδώς ειρημένα, είναι απαραίτητος.
Ίσως δεν θα είχομεν ανάγκην της παραδόσεως, εάν η Γραφή ήτο βιβλίον συστηματικόν, εκθέτον απ' αρχής μέχρι τέλους, τόσον χρονικώς, όσον και μεθοδικώς, την διδασκαλίαν του Χριστού. Αλλ' η Γραφή είναι απομνημονεύματα περιέχοντα σποραδικώς μέρος μόνον της διδασκαλίας του Χριστού, και τούτο εκ διαφόρων περιστατικών λόγων και εν διαφόροις καιροίς γραφέν.
   Εάν δε, λάβωσιν ανά χείρας το βιβλίον τούτο δέκα; εκατόν, χίλιοι άνθρωποι σοφοί μεν καθ' όλα και άριστοι ελληνισταί ή οιασδήποτε άλλης γλώσσης κάτοχοι, εν τη οποία είναι μεταπεφρασμένη η Γραφή, μη δεδιδαγμένοι όμως εκ των προτέρων, ουδέν περί Χριστού, Χριστιανισμού, και Εκκλησίας και ένεκα τούτου τελείως ανίδεοι και μελετήσωσιν αυτό επισταμένως, δεν θα εννοήσωσιν τίποτε περί της διδασκαλίας και του συστήματος του χριστιανισμού, έκαστος δε θα καταλήξη, ουχί μόνον εις διάφορα, αλλά και τουτ' αυτό αντίθετα συμπεράσματα προς τον άλλον, και τούτο προτείνομεν να δοκιμασθή διά πειράματος.
Το φως λοιπόν της παραδόσεως είναι απαραίτητον εις τον ασθενικόν οφθαλμόν του αναγνώστου της Γραφής. Το απαραίτητον άλλως μιας παραδόσεως είναι ανεγνωρισμένον και εφηρμοσμένον και εις άλλας σχέσεις των ανθρώπων και εις άλλους κλάδους.
Ταύτα δε τα στοιχειωδώς λογικά και πρακτικώς απαραίτητα, τα μηδαμώς αντιπίπτοντα προς την Γραφικήν διδασκαλίαν, μάλλον δε και κυρούμενα υπ' αυτής1 μολονότι οι «Ευαγγελικοί» (Προτεστάνται) τα αποκρούουσι θεωρητικώς τα εφαρμόζουσιν όμως εν τη πράξει. Δηλαδή μολονότι ρηγνύουσι τους πνεύμονας κραυγάζοντες, ότι ουδεμίαν παράδοσιν δέχονται, οικτρώς αντιφάσκοντες προς εαυτούς αντλούσιν εκ της ημετέρας Παραδόσεως, της αποτελούσης μύθευμα κατ' αυτούς, αρκετά, πλάττουσι δε και άλλα εκτός της Γραφής, τα οποία πάντως αποτελούσι μίαν παράδοσιν ιδικήν των.
Δεν σημαίνει ουδέν, ότι η παράδοσίς των είναι πενιχρά εν σχέσει προς την ημετέραν, ούδ' ότι διαφέρει της ημετέρας. Το ζήτημα είναι, ότι και αυτοί οι «Ευαγγελικοί» εκτός της Γραφής έχουν αρκετά, τα οποία αποφεύγουσι να ονομάσωσι παράδοσιν, νομίζοντες, ότι σώζονται με την αποφυγήν της λέξεως.
     Μη νομισθώσι, παρακαλούμε, τα τελευταία αυτά λόγια ως συκοφαντικά διότι είμεθα έτοιμοι να αναφέρω μεν και παράδειγμα. Ημείς οι Ορθόδοξοι φερ' ειπείν παραδεχόμενοι την Ιεράν Παράδοσιν παράλληλον πηγήν τού θείου λόγου προς την Αγίαν Γραφήν, την δε ποιμαίνουσαν Εκκλησίαν επίσημον και αυθεντικόν μάρτυρα και ερμηνευτήν της τε Γραφής και της Παραδόσεως, κατά λογικήν λοιπόν συνέπειαν αντλούμεν και εκ της Παραδόσεως και υποτασσόμεθα εις το κύρος της Εκκλησίας, εις τρόπον ώστε και τας τυχόν εσφαλμένας ημών αντιλήψεις να ρυθμίζωμεν συμφώνως προς την διδασκαλίαν αυτής. Συγκεκριμένως δε περί Γραφής προκειμένου, επειδή εκτός των γνωστών βιβλίων της Κ. Διαθήκης παρουσιάσθησαν και άλλα με την αξίωσιν, ότι προέρχονται από άνδρας θεοπνεύστους (Ευαγγέλιον τού Πέτρου, Ευαγγέλιον τού Θωμά και εν γένει τα απόκρυφα), καταφεύγομεν εις την Παράδοσιν και εις το κύρος της Εκκλησίας και πληροφορούμεθα αυθεντικώς, ότι ταύτα είναι νόθα, παρ' ότι φέρονται επ' ονόματι Αποστόλων, και ότι μόνα γνήσια είναι τα γνωστά είκοσι επτά βιβλίατης Κ. Διαθήκης.
Οι «Ευαγγελικοί» όμως, οι απορρίπτοντες την Παράδοσιν, ως μύθευμα και εντάλματα ανθρώπων, και το κύρος της Εκκλησίας ως ανύπαρκτον, πόθεν έχουσι την πληροφορίαν, ότι αυτό το βιβλίον, το οποίον κατέχουσιν, είναι η γνησία Καινή Διαθήκη; Δέν απαντώσιν εις το ερώτημα, διότι από την Ιδίαν Παράδοσιν αντλούσι την σοβαρωτάτην και θεμελιώδη ταύτην πληροφορίαν των. Εξελθόντες από τα σπλάχνα της Δυτικής Εκκλησίας τελείως γυμνοί με μόνην την Καινήν Διαθήκην ανά χείρας ομοιάζουσι προς υιόν ελθόντα μεν εις ρήξιν με τον πατέρα του και φυγόντα νυκτός της πατρικής οικίας γυμνός αλλά συναποκομίσας λάθρα εξ αυτής και πολύτιμον αντικείμενον, το οποίον όταν ερωτάται, πόθεν έσχεν, αποφεύγει να απαντήση. Εάν όμως οι ερωτώντες γνωρίζωσι την προέλευσιν τού πολυτίμου αντικειμένου η σιωπή τού φυγόντος υιού δεν ωφελεί αυτόν εις ουδέν.

Είναι γνωστόν, ότι την βεβαιότητα περί της γνησιότητας των γνωστών είκοσι επτά βιβλίωντης Κ. Διαθήκης οι «Ευαγγελικοί» συναπεκόμισαν παρά της Παπικής λεγομένης εκκλησίας, της εχούσης ταύτη από της Παραδόσεως και τού κύρους της καθόλου Εκκλησίας. Εντρέπονται βεβαίως ίνα είπωσιν ότι αντλούσι την γνησιότητα της Γραφής εκ της Παραδόσεως, ίνα μη ερωτηθώσι: «πως σεις οι λακτίζοντες την Παράδοσιν προσφεύγετε εις αυτήν;» Αυτό είναι άλλωστε που τους χαρακτηρίζομεν ανακολούθους «αντιευαγγελικούς». Αλλ' η σιωπή δεν τους ωφελεί. Διότι το γεγονός, ότι αντλούσιν από την Παράδοσιν την γνησιότητα της Γραφής, είναι πασιφανές.
Αλλά πάλιν οι «Ευαγγελικοί» ίνα μη φαίνωνται σιωπώντες εις το ερώτημα, απαντώσι με αοριστολογίας, νομίζοντες, ότι σώζονται. Τούς ερωτάτε επί παραδείγματος, «αφού μεταξύ των γνησίων βιβλίων της Κ. Διαθήκης ανεφανίσθησαν και μη γνήσια, τις ήτο εκείνος, ο οποίος την εποχήν ακριβώς της εμφανίσεως των νόθων παρουσιάσθη εις το μέσον και είπεν: «Αυτό είναι το γνήσιον και το δεχόμεθα, το άλλο είναι νόθον και το απορρίπτωμεν;» διότι υπήρξαν πολλά νόθα2. Τί όνομα είχεν ούτος, και τι θέσιν ή ιδιότητα ή αξίωμα κατείχεν;

Τούς ερωτάτε, λέγομεν, ταύτα και σας απαντώσι: Τα γνήσια βιβλία της Αγίας Γραφής ευρέθησαν εις τας Βιβλιοθήκας των Μονών, των Πατριαρχείων και άλλων ιδρυμάτων. Και αν τούς ερωτήσητε: «Ποίος τα έβαλε εκεί;» υψώνουσι τους ώμους των προσπαθούντες να υπεκφύγωσι. Αλλ' ουδαμού σώζωνται διότι η αλήθεια κράζει εναντίον των ζητούσα απάντησιν. Εάν λοιπόν κ. κ. «Ευαγγελικοί» δεν αντλείτε την γνησιότητα του Ευαγγελίου εκ της Παραδόσεως, να μας είπητε, πόθεν τέλος αντλείτε;

Αλλά και ακόμη ας μας απαντήσωσι εις ποίον μέρος της κ. Διαθήκης λέγεται, ότι τα βιβλία αυτής είναι είκοσι επτά; Ασφαλώς ουδαμού. Ποίος λοιπόν σας το είπε; Ασφαλώς η Παράδοσις την οποίαν απορρίπτετε. Ώστε έχετε κόρην άνευ μητρός; Και βαστάζετε την κόρην της παραδόσεως την Κ. Διαθήκην και απορρίπτετε την μητέρα αυτής την παράδοσιν; Ουαί υμίν εάν δεν επιστρέψητε.
Αλλ' ακόμη. Υμείς οι Ορθόδοξοι έχομεν την Κυριακήν αργίαν, ενώ η Γραφή ομιλεί περί αργίας του Σαββάτου. Η παράδοσις όμως μας πληροφορεί, ότι λόγω της αναστάσεως του Ιησού κατά Κυριακήν, η αργία μετετέθη από του Σαββάτου εις την Κυριακήν. Αλλά και «οι Ευαγγελικοί» έχουσι αργίαν την Κυριακήν. Ερωτώμεν πόθεν παρέλαβον αυτήν, αφού η Γραφή δεν ομιλεί περί Κυριακής αλλά περί Σαββάτου; Ασφαλώς από την παράδοσιν την οποίαν λέγουν ότι την αρνούνται.
Και πάλιν ημείς έχοντες Εκκλησίαν ποιμαίνουσαν με εξουσίαν του ρυθμίζειν τα της λατρείας, του ερμηνεύειν την Γραφήν και την Παράδοσιν κ.λ.π., δυνάμεθα εκτός του Πρωτοτύ-που της Γραφής να αναγινώσκωμεν και μεταφράσεις αυτής εγκεκριμένας, δυνάμεθα να απαγγέλλωμεν και διαφόρους ύμνους εγκεκριμένους, δυνάμεθα κ,λ.π.

    Οι Ευαγγελικοί όμως οι καταργήσαντες την ποιμαντικήν εξουσίαν, το αυθεντικόν κύρος της Εκκλησίας, και πάσαν μαρτυρίαν αυτής περί Παραδόσεως παρουσιάζουσι μίαν Γραφήν ηρμενευμένην υπ' αδήλου και εις την ερμηνείαν ταύτην υποτάσσονται τυφλώς, αναγιγνώσκοντες αποκλειστικώς την ηρμηνευμένην Γραφήν και τρέμοντες προ του πρωτοτύπου κειμένου, όταν τις παρουσιάση αυτό εις αυτούς.
Έχουσιν υμνολόγιον ιδικόν των αγνώστου συγγραφέως και αγνώστου εγκριτικής αρχής, το οποίον με φρασεολογίαν άλλην εκτός της γραφικής αποδίδει τα αισθήματα αυτών και τας δοξασίας εν ταίς κοιναίς των προσευχαίς παρά τας διαβεβαιώσεις των ότι δήθεν δεν μεταχειρίζονται άλλην φρασεολογίαν εκτός της Γραφικής.
Επίσης κλείουσι τους οφθαλμούς κατά τας προσευχάς των και διάφορα άλλα πράττουσιν. Άλλ' η Γραφή αγνώστους ερμηνευτάς ή κριτάς των ερμηνειών, αγνοεί. Αγνώστους συνθέτας υμνολογιών και ανωνύμους εγκριτικάς αρχάς αγνοεί, ως επίσης και κλείσιμον των οφθαλμών. Συμφώνως όμως με τας επαγγελίας των είναι υποχρεωμένοι να αναγινώσκωσι μόνον το Πρωτότυπον της Γραφής (δηλαδή το κείμενον) και ουχί ερμηνείαν (παράφρασιν) εφ' όσον δεν παραδέχονται κανέναν ως ερμηνευτήν αυθεντικόν και επίσημον. Επίσης είναι υποχρεωμένοι να μη έχωσιν υμνολογίαν, αλλά να ψάλλωσιν εκ της Γραφής. Εάν θέλουν να ψάλλουν και τους οφθαλμούς να μη κλείωσι κ.λ.π.
Παρ' όλα όμως ταύτα εκτός της Γραφής και της Παραδόσεως εδημιούργησαν και μίαν νέαν ιδικήν των παράδοσιν. Και διά του τρόπου τούτου εκτός της αντιφάσεως εις την οποίαν ευρίσκονται, αποδεικνύουσι το απαραίτητον της Παραδόσεως, ενώ υβρίζουσιν αυτήν. Δεν είναι λοιπόν «αντιευαγγελικοί οι Ευαγγελικοί» και ανακόλουθοι; Δέχονται την ερμηνείαν και τους ύμνους του Λουθήρου και απορρίπτουν την Ερμηνείαν των αγίων Πατέρων και κάθε τι αυτών.
Βεβαίως η ανάγκη και η αμηχανία, εις την οποίαν περιέπεσαν εκ της απορρίψεως της παραδόσεως, τους υπεχρέωσε να καταφύγωσιν εις την Παράδοσιν, την οποίαν ελάκτισαν εν πολλοίς, και νέαν να δημιουργήσωσιν εν άλλοις. Αλλ' εάν η ανάγκη είναι ελαφρυντικόν, η εγωιστική επιμονή όπως αρνούνται και καταφεύγουσιν εις ότι υβρίζουσι, και εξακολουθούσι, να υβρίζωσιν εκείνο, εις το οποίον ως εις άγκυραν σωτηρίας καταφεύγουσιν (δηλαδή την Παράδοσιν) είναι παρά πολύ επιβαρυντικόν δι' αυτούς. Όταν λοιπόν ημείς κ. κ. «Ευαγγελικοί» λέγομεν Παράδοσιν δεν εννοώμεν παράδοσιν ανθρώπων ως σείς διαστρέφετε, αλλά διδασκαλίαν Χριστού μη φερομένην μεν εν τη Kαινή Διαθήκη αλλ' επαρκέστατα μεμαρτυρημένην και ηγγυημένην. Σεις δε ομιλείτε περί παραδόσεως ανθρώπων, ορισμένως είσθε εκτός πραγματικότητος. Καθ' ότι η παράδοσις ανθρώπων σημαίνει πλάσμα της επινοίας των ανθρώπων, και τοιαύτα πλάσματα η Ορθόδοξος Εκκλησία όχι μόνον δεν έχει αλλά και τα πολεμεί, ως άλλωστε έχει αποδείξει τούτο διά μέσου των αιώνων μέχρι σήμερον.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
ΑΝΤΙΕΤΑΓΓΕΛΙΚΟΙ ΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΙ
Δ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ

0 Σχόλια