Ὁ Κλαύδιος ἦταν Τριβοῦνος στὸ ἀξίωμα στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Νουμεριανοῦ (283-84). Σ᾿ αὐτὸν παρέδωσε ὁ ἔπαρχος Κελαρῖνος τοὺς Ἁγίους Χρύσανθο καὶ Δαρεία, γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει. Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδε ὅτι τὸ Ἅγιο ζευγάρι ἔμενε ἀβλαβὲς ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίστηκε μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Ἱλαρία καὶ τὰ παιδιά του Ἰάσονα καὶ Μαῦρο. Καθὼς ἐπίσης, τὸ ἴδιο ἔπραξαν καὶ οἱ στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς του. Τότε, τὸν μὲν Κλαύδιο, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν ἕνα ὀγκόλιθο στὸ σῶμα τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἔτσι βρῆκε ἔνδοξο μαρτυρικὸ τέλος. Τοὺς δὲ γιούς του, μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες, τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ἡ μητέρα τους Ἱλαρία παρέλαβε τὰ λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαψε. Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις της στὸν τάφο τους, τὴν συνέλαβαν οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐπάρχου καὶ τὴν ἔσυραν γιὰ νὰ τὴν θανατώσουν. Ἡ Ἱλαρία τοὺς παρακάλεσε νὰ τὴν ἀφήσουν πρῶτα νὰ προσευχηθεῖ, καὶ ἔτσι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς ἐξέπνευσε. Οἱ ὑπηρέτριές της παρέλαβαν τὸ σῶμα της καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν τάφο τῶν γιῶν της. Σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση πέθανε μὲ ἀποκεφαλισμό.

0 Σχόλια