Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία του Χριστού απορρίπτει και αποδοκιμάζει όλες τις παραπάνω κακόδοξες θέσεις της πεντηκοστιανής αιρέσεως, γι’ αυτό και τις έχει αναιρέσει πλήρως με σειρά ειδικών έργων θεολόγων, κληρικών και λαϊκών, οι τίτλοι μερικών από τα οποία παρατίθενται στην παράγραφο 8 του παρόντος. Στην παρούσα παράγραφο θα περιοριστούμε μόνο σε γενικές παρατηρήσεις πάνω σε βασικά σημεία των διαφορών τους από την εκκλησιαστική διδασκαλία, όπως η Πεντηκοστή, η Γλωσσολαλιά, η Εκκλησία και τα Έσχατα, προκειμένου ο ορθόδοξος χριστιανός να σχηματίσει μια επαρκή εικόνα για τον κακόδοξο χαρακτήρα της διδασκαλίας τους. Έτσι, κατά την ορθόδοξη διδασκαλία :

    Ι. Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ, σε αντίθεση με τη διδασκαλία των Πεντηκοστιανών, δεν συνέβη τον 20ο αιώνα, ούτε λαμβάνει έως και σήμερα χώρα στον καθένα πιστό ξεχωριστά ως γεγονός, αλλά υπήρξε έκτακτο και μοναδικό γεγονός που έγινε ακριβώς πενήντα ημέρες μετά την ανάσταση του Χριστού και έχει μόνιμο χαρακτήρα, καθώς το Αγ. Πνεύμα πλέον ευρίσκεται, ενοικεί και ενεργεί έως τη Δευτέρα Παρουσία στην Εκκλησία, εντός των κόλπων της Οποίας χαριτώνει και αγιάζει, όχι αιρετικούς όπως οι Πεντηκοστιανοί, αλλά κάθε πιστό μέλος της που είναι βαπτισμένο στο όνομα της Αγ. Τριάδος, αποδέχεται χωρίς περικοπές και εκπτώσεις την «άπαξ παραδοθείσα πίστη» Της κι εφαρμόζει απαρεγκλήτως στη ζωή του το ήθος Της.

    ΙΙ. Η ΓΛΩΣΣΟΛΑΛΙΑτο κορυφαίο από τα χαρίσματα που ισχυρίζονται οι Πεντηκοστιανοί ότι τους παραχωρούνται από το Αγ. Πνεύμα, είναι οικτρή πλάνη και φοβερή απάτη, η οποία χρησιμοποιείται ουσιαστικά, μαζί με τις λεγόμενες ψευδοπροφητείες και ψευδοθεραπείες ως στοιχείο εντυπωσιασμού και παραπλάνησης των υποψηφίων θυμάτων τους, ενώ αν εξεταστούν περαιτέρω αυτά ως φαινόμενα, θα αποδειχθεί ότι πρόκειται είτε για ψυχοπαθολογικής φύσεως εκδηλώσεις, είτε, στην πραγματικότητα, για δαιμονικές καταστάσεις, οι οποίες συμβαίνουν σε αποδήμους της χάριτος του Θεού και σε πλάνη ευρισκομένους ανθρώπους. Και αυτό, διότι απ’ όπου απουσιάζει η χάρις του Θεού, όπως συμβαίνει με τους Πεντηκοστιανούς,  εκεί βασιλεύει και ενεργεί ο Σατανάς και οι δυνάμεις του. Όσον αφορά τη γλωσσολαλιά των αποστόλων κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, αυτή δεν ήταν μόνιμο χάρισμα, ούτε αφορούσε την εκ μέρους τους χρήση άγνωστων «ξένων γλωσσών» και άναρθρων κραυγών, όπως πιστεύει και διδάσκει για τις εμπειρίες των μελών της η αίρεση των Πεντηκοστιανών, αλλά, όπως τονίστηκε παραπάνω, συνιστούσε το θαύμα της εν Αγίω Πνεύματι κατανοήσεως όλων όσων κήρυτταν από τον καθένα που τους άκουγε εκείνη την ημέρα στη δική του γλώσσα ή διάλεκτο, προκειμένου με τον τρόπο αυτό να τονιστεί η εν Χριστώ επανένωση του ανθρωπίνου γένους, το οποίο χωρίστηκε με τη σύγχυση των γλωσσών στη Βαβέλ, εξ αιτίας της αμαρτίας. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να τονιστεί, ότι η γλωσσολαλιά δεν υπήρξε διαρκές αλλά έκτακτο φαινόμενο και χάρισμα στην Εκκλησία, εφόσον ενωρίς, δηλαδή την πρώιμη αποστολική εποχή (Α΄ Κορ. 14,2-27), κατέλαβε δευτερεύουσα σημασία, ενώ αργότερα ατόνησε ολοκληρωτικά, χωρίς όμως να χαθεί, διατηρούμενο υπό άλλες μορφές, μόνον εντός και για την Εκκλησία. Σε αντίθεση με τηνγλωσσολαλιά της Εκκλησίας, όμως, που ήθελε να συμβολίσει το μυστήριο της εν Χριστώενότητος του ανθρωπίνου γένους, η «γλωσσολαλιά» των αιρετικών Πεντηκοστιανών, όχι την ενότητα δεν επιδιώκει, αλλά μόνο τη διάσπαση και τον κατακερματισμό της ανθρωπότητας υπηρέτησε και υπηρετεί, εφόσον είναι βέβαιο, ότι το φαινόμενο αυτό, αν και «χάρισμα», υπήρξε η κύρια αιτία των απειράριθμων σχισμάτων στους κόλπους της αιρέσεως.

    ΙΙΙ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ αποτελεί, όχι πολύμορφο φαινόμενο όπως οι διασπασμένες κινήσεις των αιρετικών Πεντηκοστιανών, ούτε εμφανίστηκε όπως εκείνοι τον 20ο αιώνα, αλλά συνιστά προαιώνιο μυστήριο που έχει ως πηγή του τον Τριαδικό Θεό (Εφεσ. 3,9) και απαρχή το γεγονός της δημιουργίας, η οποία με το μυστήριο της Πεντηκοστής και την κάθοδο του Αγ. Πνεύματος εισήλθε στην τελευταία φάση της πρίν από τη Δευτέρα Παρουσία. Για το λόγο αυτό και ουδεμία σχέση έχει με την πεντηκοστιανή «Εκκλησία των εσχάτων καιρών» ή αυτή «των εκλεκτών», πολύ δε περισσότερο με εκείνη που αποστάτησε, ή με την άλλη που θα αρπαγεί πρίν την έλευση τουΑντιχρίστου. Και τούτο, διότι πραγματικοί αποστάτες από την αληθινή Εκκλησία του Χριστού είναι οι ίδιοι οι Πεντηκοστιανοί, που εμφανίστηκαν μόλις τον 20ο αιώνα και, αντί να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στους κόλπους της αγίας Εκκλησίας του Χριστού, προβάλλουν υπεροπτικά την κίνησή του ο καθένας ως την «αληθινή εκκλησία». Επειδή ακριβώς δεν έχουν ουδεμία σχέση με την Εκκλησία και δεν αποδέχονται την Ιερά Παράδοση της, δεν μπορούν να κατανοήσουν και το αληθινό νόημα του γραπτού μέρους της που είναι η Αγ. Γραφή, το οποίο κακοποιούν βάναυσα και διαστρέφουν προκλητικά, προκειμένου να θεμελιώσουν τις αιρετικές τους θέσεις. Η ανυπαρξία σχέσεως των Πεντηκοστιανών με την Εκκλησία, μάλιστα, αποδεικνύεται περίτρανα και από την έμμεση, αλλά ουσιαστικώς πλήρη αποδοκιμασία του προσώπου του αρχηγού της Ιησού Χριστού, καθώς διδάσκουν ψευδώς την καταδικασμένη από τους πρώτους αιώνες αντίληψη περί «χιλιετούς βασιλείας» Του, επιμένουν στην ασεβή κατάργηση του Τιμίου Σταυρού επί του οποίου σταυρώθηκε, ώστε να αποβεί το όργανο της σωτηρίας και το στήριγμα της Εκκλησίας, καταργούν τα ιερά μυστήρια τα οποία συστήθηκαν από το Χριστό, πρεσβεύουν την αυθαίρετη διδασκαλία ότι είχε σαρκικά αδέλφια, αλλά και ότι η κατά σάρκα Μητέρα του Υπεραγία Θεοτόκος δεν ήταν Αειπάρθενος, για την οποία υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι δεν πρέπει να τιμάται, όπως δεν πρέπει να τιμώνται και οι φίλοι του Χριστού, οι άγιοι. Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, όμως, το γεγονός και μόνο ότι κάποιος δεν αναγνωρίζει στην Παναγία τους τίτλους «Θεοτόκος» ή «Αειπάρθενος», σημαίνει ότι αρνείται πλήρως και ολοκληρωτικώς τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Όλα αυτά συνηγορούν στη διαπίστωση περί ανυπαρξίας σχέσεως των Πεντηκοστιανών με την Εκκλησία του Χριστού, καθώς επιπλέον υβρίζουν τις ιερές Εικόνες και χαρακτηρίζουν την τιμή τους ως ειδωλολατρία, ενώ απορρίπτουν ασεβώς τα ιερά μνημόσυνα υπέρ των κεκοιμημένων και κατανοούν υλιστικά τα έσχατα.

    ΙV. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ  ΠΕΡΙ  EΣXATΩΝ δεν αποτελεί μέσον για την άσκηση απειλών και ψυχολογικής βίας στον άνθρωπο, όπως με τις πλάνες τους προσπαθούν να κάνουν οι Πεντηκοστιανοί, αλλά χαρά κι ελπίδα για την εκπλήρωση του πόθου κάθε μέλους της Εκκλησίας, το οποίο προσδοκά την ανάσταση των νεκρών και την αιώνια ζωή με το Σωτήρα Χριστό. Αντιθέτως οι Πεντηκοστιανοί, στην προσπάθεια προσελκύσεως νέων μελών στις ομάδες τους, διδάσκουν ότι περιμένουν σύντομα την ανύπαρκτη «αρπαγή της εκκλησίας», πρίν έρθει ο Αντίχριστος, που όπως ψευδώς ισχυρίζονται έχει ήδη γεννηθεί. Για το λόγο αυτό και προτρέπουν πιεστικά τα αθώα θύματά τους να προσχωρήσουν στην κίνησή τους, προκειμένου να σωθούν, καθώς, όπως υπόσχονται, όσοι ενταχθούν στην ομάδα τους, όχι μόνο θα σωθούν, αλλά και θα γίνουν μάρτυρες κατηγορίας εκείνων οι οποίοι δεν έγιναν Πεντηκοστιανοί, όταν θα κριθούν από το Χριστό κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Τέτοια μυθεύματα όμως, ούτε μπορούν να θεμελιωθούν στην Αγ. Γραφή, ούτε μπορούν να κατανοηθούν από την κοινή ανθρώπινη λογική, αλλά ούτε και αντέχουν στη βάσανο της στοιχειώδους κριτικής από την ορθόδοξη θεολογία, καθώς πρόκειται για φοβερές πλάνες, που δεν έχουν ως σκοπό τη σωτηρία αλλά την απώλεια του ανθρώπου. 

Η αίρεση των Πεντηκοστιανών 
Πρωτοπρεσβυτέρου  Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη
Εφημερίου Ι.Ν. Αγίων Αποστόλων Πατρών

0 Σχόλια