Το καλοκαίρι του 1261, κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα, ο καίσαρας Αλέξιος Στρατηγόπουλος διαπεραιώθηκε από τη Μικρά Ασία στην Καλλίπολη της Θράκης, επικεφαλής ενός σώματος περίπου 800 Ρωμαίων και Κουμάνων στρατιωτών. Αποστολή του σώματος ήταν να προλάβει ενδεχόμενη βουλγαρική εισβολή στη Θράκη όσο ο κύριος όγκος του βυζαντινού στρατού ήταν απασχολημένος σε επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Από την Καλλίπολη πήγε στη Σηλύβρια, με σκοπό να προσεγγίσει την Κωνσταντινούπολη και να συλλέξει πληροφορίες για την κατάσταση στην Πόλη. Οι πληροφοριοδότες του προέρχονταν από μία ομάδα ντόπιων, τους θεληματάριους, οι οποίοι κατοικούσαν στην αγροτική περιοχή στα περίχωρα της Πόλης. Καλλιεργούσαν τη γη, αλλά φαίνεται πως παρείχαν και στρατιωτικές υπηρεσίες στο Λατίνο αυτοκράτορα, αφού ένα μέρος τους ήταν οργανωμένο σε στρατιωτικό σώμα. Οι θεληματάριοι ενημέρωσαν το Στρατηγόπουλο πως ο βενετικός στόλος είχε αναχωρήσει για να επιτεθεί στη Δαφνουσία, ένα μικρό νησί στον Εύξεινο Πόντο, και η Πόλη ήταν ουσιαστικά αφύλακτη. Προσφέρθηκαν να συμπράξουν ώστε να εισχωρήσει στην Πόλη ο στρατός του Στρατηγόπουλου. Ο καίσαρας στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση από τα τείχη, στη μονή της Πηγής. Η συμφωνημένη επιχείρηση πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 24ης προς την 25η Ιουλίου. Σύμφωνα με μία εκδοχή, οι θεληματάριοι ανέβηκαν με σκάλες στα τείχη ενώ βρίσκονταν μέσα, σκότωσαν τους φρουρούς και στη συνέχεια άνοιξαν μία πύλη από την οποία εισήλθαν οι στρατιώτες. Σύμφωνα με μία άλλη, μία μικρή ομάδα στρατιωτών εισήλθε από ένα άνοιγμα· στη συνέχεια ανέβηκαν στα τείχη, όπου εξουδετέρωσαν τους φρουρούς. Μετά την είσοδο του στρατού του Στρατηγόπουλου στην πόλη, κάποιοι από τους Λατίνους στρατιώτες δοκίμασαν να αντισταθούν· ακολούθησαν αψιμαχίες, οι οποίες όμως δεν εμπόδισαν τους Βυζαντινούς να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Ο Βαλδουίνος Β΄, ο οποίος βρισκόταν στο παλάτι των Βλαχερνών, πληροφορήθηκε τα συμβάντα και τράπηκε σε φυγή διασχίζοντας την πόλη έως το παλάτι του Βουκολέοντος, στις ακτές της Προποντίδας, όπου και επιβιβάστηκε σε πλοίο. Πίσω του εγκατέλειψε τα διάσημα της αυτοκρατορικής εξουσίας, τα οποία στη συνέχεια απεστάλησαν στο Μιχαήλ Η΄.
Επειδή παρέμενε πάντα ο κίνδυνος της επιστροφής του βενετικού στόλου από τη Δαφνουσία, ο Στρατηγόπουλος διέταξε την πυρπόληση των συνοικιών των Βενετών και των άλλων Δυτικών, οι οποίες βρίσκονταν κατά μήκος του Κεράτιου κόλπου. Ακολούθησαν σκηνές χάους. Όταν επέστρεψε ο στόλος, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να διασώσει τις οικογένειες των Λατίνων της Πόλης και να τις μεταφέρει σε άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές ή στη Δύση.
Η θριαμβευτική είσοδος του Μιχαήλ Η΄ στην Κωνσταντινούπολη έγινε με επίσημο τρόπο στις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους. Τόσο η επιλογή της ημέρας (γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου για τη χριστιανική εκκλησία) όσο και ο έντονα θρησκευτικός χαρακτήρας της τελετής (ο αυτοκράτορας εισήλθε στην Πόλη από τη Χρυσή Πύλη πεζός, ενώ προπορευόταν σε άμαξα η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας) δείχνουν την προσπάθεια του Μιχαήλ να παρουσιάσει την ανακατάληψη ως θεία παραχώρηση, και τον εαυτό του ως φορέα θείας εύνοιας. Στην ίδια κατεύθυνση βρισκόταν και η κοπή χρυσών υπερπύρων με έναν εντελώς νέο εικονογραφικό τύπο: στη μία όψη εικονίζεται η Θεοτόκος Βλαχερνίτισσα μέσα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, ενώ στην άλλη ο αυτοκράτορας γονατιστός μπρος στο Χριστό.
Η έδρα του αυτοκράτορα και του Πατριαρχείου μεταφέρθηκε, αυτονόητα, στην ανακαταληφθείσα Κωνσταντινούπολη. Επίσης στην Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκαν τα μέλη της ανώτατης αριστοκρατίας και της κεντρικής διοίκησης. Ο Μιχαήλ Η΄ ακολούθησε μια συστηματική πολιτική εποικισμού για την ενίσχυση του πληθυσμού της Πόλης, ενώ προέβη και σε επισκευές ή ανακαινίσεις πολλών κτηρίων, θρησκευτικών και μη.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού

0 Σχόλια