1204: Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους
ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ στις οποίες επιδίδονταν επί αρκετές εβδομάδες οι ηγέτες, συμπληρώθηκαν στις 8 Απριλίου και η εν λόγω ημέρα επιλέχθηκε για έφοδο κατά της πόλης. Μια αξιοσημείωτη αλλαγή είχε επέλθει στο σχέδιο που είχε ακολουθηθεί πριν από εννέα μήνες. Αντί να επιτεθούν ταυτόχρονα σε ένα τμήμα των χερσαίων τειχών και σε ένα τμήμα των τειχών του λιμανιού, οι Ενετοί και οι Σταυροφόροι κατηύθηναν τις προσπάθειές τους κατά των αμυντικών έργων στην περιοχή του λιμανιού. Τα άλογα επιβιβάστηκαν για μια ακόμα φορά στα φορτηγά. Η γραμμή της επίθεσης σχηματίστηκε. Μπροστά τοποθετήθηκαν τα φορτηγά και οι γαλέρες, ενώ τα μεταγωγικά έλαβαν θέση πιο πίσω και ανάμεσα στα φορτηγά και τις γαλέρες εναλλακτικά. Το συνολικό μέτωπο των επιτιθεμένων ξεπερνούσε τη μισή λεύγα(1) και εκτεινόταν από τις Βλαχέρνες μέχρι πέρα από το Πέτριον.(2) Η σκηνή του αυτοκράτορα είχε στηθεί λίγο πέρα από το Πέτριον, σε ένα σημείο απ' όπου μπορούσε να δει τα πλοία όταν έφταναν ακριβώς κάτω από τα τείχη. Μπροστά του βρισκόταν η περιοχή που είχε καταστραφεί από τη φωτιά. Το πρωί της 9ης του μηνός, τα πλοία, παρατεταγμένα με τον τρόπο που αναφέραμε προηγουμένως, πέρασαν από το βόρειο στο νότιο τμήμα του λιμανιού. Οι Σταυροφόροι αποβιβάστηκαν σε πολλά σημεία κι επιτέθηκαν από μια στενή λωρίδα εδάφους ανάμεσα στα τείχη και τη θάλασσα. Τότε άρχισε μια τρομερή έφοδος κατά μήκος ολόκληρης της γραμμής αντιπαράθεσης. Υπό τους ήχους των αυτοκρατορικών σαλπίγγων και τυμπάνων, οι επιτιθέμενοι επιχείρησαν να υπονομεύσουν τα τείχη, ενώ ταυτόχρονα κατηύθυναν κατά των υπερασπιστών τους μια συνεχή καταιγίδα μικρών και μεγάλων βελών και λίθων. Τα πλοία είχαν καλυφθεί με σανίδες και δέρματα, ώστε να προστατεύονται από τους λίθους που εκτόξευαν οι αμυνόμενοι και από το περίφημο ελληνικό πυρ και προστατευόμενα με αυτό τον τρόπο, κατευθύνθηκαν θαρραλέα προς τα τείχη. Τα μεταγωγικά προωθήθηκαν σύντομα στην πρώτη γραμμή και πλησίασαν τόσο πολύ στα τείχη, ώστε οι επιτιθέμενοι από τις πλευρικές θύρες ξεχύθηκαν για μια ακόμα φορά από τα πλοία και συνεπλάκησαν με τους υπερασπιστές των τειχών και των πύργων.(3) Η επίθεση έλαβε χώραν σε περισσότερα από εκατό σημεία μέχρι το μεσημέρι ή κατά τον Χωνιάτη μέχρι το απόγευμα. Και οι δύο πλευρές πολέμησαν αποφασιστικά. Οι εισβολείς αποκρούστηκαν. Όσοι είχαν αποβιβαστεί, απωθήθηκαν και δεν μπόρεσαν να παραμείνουν στην ακτή κάτω από το χείμαρρο των λίθων που τους έπληττε. Οι επιτιθέμενοι είχαν μεγαλύτερες απώλειες από τους αμυνόμενους. Η ανύψωση των τειχών είχε καταστήσει την κατάληψή τους δυσκολότερη απ' ότι κατά την προηγούμενη επίθεση. Πριν νυχτώσει, ένα μέρος των πλοίων είχε αποσυρθεί σε απόσταση εκτός του βεληνεκούς των καταπελτών, ενώ μερικά άλλα παρέμειναν αγκυροβολημένα και συνέχισαν να βάλλουν κατά των υπερασπιστών των τειχών. Η επίθεση της πρώτης ημέρας είχε αποτύχει.
Οι ηγέτες των Σταυροφόρων και των Ενετών απέσυραν τις δυνάμεις τους στην πλευρά του Γαλατά. Η έφοδος είχε αποτύχει και ήταν αναγκαίο να προσδιορίσουν το επόμενο βήμα τους. Το ίδιο βράδυ συνεκλήθη βιαστικά ένα συμβούλιο. Ενόψει της ήττας, οι παλαιές διαφορές επανήλθαν, για μια ακόμα φορά, στην επιφάνεια. Μερικοί συμβούλευσαν να γίνει η επόμενη επίθεση κατά των τειχών της πλευράς του Μαρμαρά, που δεν ήταν τόσο ισχυρά όσο εκείνα που έβλεπαν προς τον Κεράτιο. Ωστόσο, οι Ενετοί διετύπωσαν αμέσως μια αντίρρηση, που όποιος γνώριζε την Κωνσταντινούπολη θα παραδεχόταν αμέσως ότι ήταν αναμφισβήτητη. Από εκείνη την πλευρά, το ρεύμα είναι πάντα τόσο ισχυρό, ώστε να μην επιτρέπει στα σκάφη να αγκυροβολήσουν με
οποιοδήποτε βαθμό σταθερότητας ή ακόμα και ασφαλείας. Η οργή του Βιλλεαρδουίνου στην εν λόγω εισήγηση, δείχνει πόσο ισχυρή εξακολουθούσε να είναι η αντίθεση. Υπήρχαν μερικοί, γράφει ο τελευταίος, οι οποίοι θα χαίρονταν πολύ αν το ρεύμα ή ο άνεμος -ή οτιδήποτε άλλο - διεσκόρπιζε τα σκάφη, αρκεί οι ίδιοι να είχαν εγκαταλείψει τη χώρα και να είχαν τραβήξει το δρόμο τους.
Τελικά, αποφασίστηκε ότι οι δύο επόμενες ημέρες, η 10η και η 11η του μηνός, θα αφιερώνονταν στην επιδιόρθωση των ζημιών που είχαν υποστεί και ότι μια δεύτερη επίθεση θα πραγματοποιείτο στις 12. Η παραμονή ήταν Κυριακή και ο Βονιφάτιος και ο Δάνδολος εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ευκαιρία, προκειμένου να καταπραΰνουν τη δυσαρέσκεια στους κόλπους του στρατεύματος. Για μια ακόμα φορά, όπως και στην Κέρκυρα και πριν από την πρώτη επίθεση κατά της πόλης, οι επίσκοποι και οι ηγούμενοι, επιδόθηκαν σε κηρύγματα κατά των Ελλήνων. Οι τελευταίοι, διεκήρυτταν ότι ο πόλεμος ήταν δίκαιος, γιατί ο Μούρτζουφλος ήταν προδότης και δολοφόνος και πιο άνομος από τον Ιούδα, ότι οι Έλληνες είχαν παρακούσει τη Ρώμη και ήταν ένοχοι για το σχίσμα, επειδή αρνούνταν να αναγνωρίσουν την πρωτοκαθεδρία του πάπα και ότι ο Ιννοκέντιος επιθυμούσε την ένωση των δύο Εκκλησιών. Θεωρούσαν την ήττα ως τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες των Σταυροφόρων. Οι πόρνες διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο και για μεγαλύτερη σιγουριά επιβιβάστηκαν σε πλοία και στάλθηκαν μακριά. Οι ιερωμένοι εξομολόγησαν τους στρατιώτες, τους χορήγησαν τη Θεία Μετάληψη και εν γένει έπραξαν ό,τι μπορούσαν για να καθησυχάσουν τους δυσαρεστημένους και να τους απασχολήσουν μέχρι την επίθεση της επομένης.(4)
Στο μεταξύ οι πολεμιστές επισκεύαζαν με γοργό ρυθμό τα πλοία και τις πολεμικές μηχανές τους. Μια μικρή, αλλά καθόλου ασήμαντη αλλαγή τακτικής είχε επέλθει, σε σχέση με την έφοδο της 9ης του μηνός. Κάθε σκάφος, είχε ταχθεί απέναντι από ένα ξεχωριστό πύργο. Ο αριθμός των ανδρών που μπορούσαν να πολεμήσουν από τις εξέδρες που αναπτύσσονταν από την κορυφή, είχε διαπιστωθεί ότι δεν επαρκούσε για να αντισταθεί στα πλήγματα των υπερασπιστών της πόλης. Σύμφωνα με το τροποποιημένο σχέδιο, δύο σκάφη θα στρέφονταν κατά καθενός από τους πύργους που θα δέχονταν επίθεση, ούτως ώστε να συγκεντρωθεί μεγαλύτερη δύναμη εναντίον καθενός πύργου. Παράλληλα, το μέτωπο επίθεσης ίσως ήταν ουσιωδώς βραχύτερο από εκείνο της πρώτης εφόδου.
Το πρωί της Δευτέρας 12 του μηνός, πραγματοποιήθηκε η δεύτερη έφοδος. Η σκηνή του αυτοκράτορα είχε τοποθετηθεί κοντά στη μονή του Παντεπόπτου,(5) μια από τις πολλές που υπήρχαν στην περιοχή του Πετρίου, η οποία εκτεινόταν κατά μήκος του Κερατίου από το ανάκτορο των Βλαχερνών, περίπου στο ένα τέταρτο του όλου μήκους του κόλπου. Από εκείνη τη θέση, ο Βυζαντινός ηγεμόνας μπορούσε να δει όλες τις κινήσεις του στόλου. Τα τείχη ήταν γεμάτα από άνδρες που ήταν πάλι έτοιμοι να πολεμήσουν υπό τα όμματα του αυτοκράτορα. Η έφοδος άρχισε την αυγή και συνεχίστηκε με τη μεγαλύτερη αγριότητα. Και ο τελευταίος διαθέσιμος Σταυροφόρος κι Ενετός έλαβε μέρος σε αυτή. Κάθε μικρή ομάδα πλοίων είχε το δικό της τμήμα των τειχών με τους πύργους του όπου έπρεπε να επιτεθεί. Στην αρχή της ημέρας, οι πολιορκητές πραγματοποίησαν μικρή πρόοδο, αλλά σηκώθηκε ένας ισχυρός βόρειος άνεμος ο οποίος επέτρεψε στα σκάφη να πλησιάσουν στην ξηρά περισσότερο από πριν. Δύο από τα μεταγωγικά, το «Πίλγκριμ» και το «Πάρβις», που δεν ήταν προσδεδεμένα μαζί, κατάφεραν να στηρίξουν μια από τις σκαλωσιές τους σε ένα πύργο στο Πέτριον, απέναντι από τη θέση που κατείχε ο αυτοκράτορας.(6) Ένας Ενετός κι ένας Γάλλος ιππότης, ο Αντρέ ντ' Υρμπουάζ όρμησαν αμέσως και κατάφεραν να καταλάβουν μια θέση στα τείχη. Αμέσως τους ακολούθησαν και άλλοι, οι οποίοι πολεμούσαν τόσο καλά, ώστε οι υπερασπιστές του πύργου φονεύτηκαν ή τράπηκαν σε φυγή. Το συμβάν έδωσε νέο θάρρος στους εισβολείς. Οι ιππότες που ήταν στα μεταγωγικά, μόλις είδαν τι είχε συμβεί, πήδησαν στην ακτή, στήριξαν τις σκάλες τους στο τείχος και σε σύντομο χρονικό κατέλαβαν τέσσερεις πύργους. Εκείνοι που επέβαιναν στα πλοία συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στις πύλες, παραβίασαν τρεις από αυτές και εισέβαλαν στην πόλη, ενώ οι άλλοι αποβίβαζαν τα άλογά τους από τα μεταγωγικά. Μόλις σχηματίστηκε ένας λόχος ιπποτών, εισέβαλαν στην πόλη μέσα από μια από αυτές τις πύλες και κατευθήνθηκαν κατά του στρατοπέδου του αυτοκράτορα. Ο Μούρτζουφλος είχε συγκεντρώσει τα στρατεύματά του μπροστά από τις σκηνές του, αλλά εκείνα ήταν ασυνήθιστα στην αντιπαράθεση με άνδρες με βαριά πανοπλία και μετά από μια αρκετά πεισματώδη αντίσταση, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις τράπηκαν σε φυγή. Ο αυτοκράτορας, γράφει ο Χωνιάτης, ο οποίος δεν έχει κανένα λόγο να τον περιβάλει με αβάσιμους επαίνους, γιατί ο τελευταίος του είχε αφαιρέσει το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτη, έκανε ό,τι μπορούσε για να συγκεντρώσει τα στρατεύματά του, αλλά μάταια και υποχρεώθηκε να υποχωρήσει στα ανάκτορα του Βουκολέοντα. Ο αριθμός των τραυματιών και των νεκρών ήταν «sans fin et sans mesure».[Σ,τ.Μ. Χωρίς τέλος και χωρίς μέτρο.] Άρχισε μια σφαγή χωρίς διάκριση. Οι εισβολείς δεν λυπούνταν ούτε τις γυναίκες και τους γέροντες. Προκειμένου να εξασφαλίσουν τη θέση τους, έβαλαν φωτιά στο τμήμα της πόλης που βρισκόταν στα ανατολικά τους και πυρπόλησαν τα πάντα ανάμεσα στη μονή της Ευεργέτιδος και τη συνοικία που ήταν γνωστή ως Δρουγγάριος .(7) Η πυρκαγιά, η οποία διήρκεσε όλη τη νύχτα και μέχρι το επόμενο βράδυ, ήταν τόσο εκτεταμένη ώστε, σύμφωνα με το μαρεσάλο, κάηκαν περισσότερα οικήματα από όσα είχαν οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Γαλλίας μαζί. Οι σκηνές του αυτοκράτορα και το αυτοκρατορικό ανάκτορο των Βλαχερνών λεηλατήθηκαν και οι κατακτητές εγκατέστησαν το στρατηγείο τους στο ίδιο σημείο στον Παντεπόπτη. Ήταν βράδυ και ήδη αργά όταν οι Σταυροφόροι εισήλθαν στην πόλη και ήταν αδύνατο γι' αυτούς να συνεχίσουν το έργο της καταστροφής στη διάρκεια της νύχτας. Ως εκ τούτου, κατασκήνωσαν κοντά στα τείχη και τους πύργους που είχαν καταλάβει. Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας διανυκτέρευσε στην πορφυρή σκηνή του αυτοκράτορα, ο αδελφός του, Ερρίκος, μπροστά από το ανάκτορο των Βλαχερνών και ο Βονιφάτιος στην άλλη πλευρά των αυτοκρατορικών σκηνών, στην καρδιά της πόλης.
Η πόλη είχε ήδη καταληφθεί. Οι κάτοικοι είχαν επιτέλους ξυπνήσει από το όνειρο της ασφάλειας στο οποίο τους είχαν ρίξει δεκαεπτά αποτυχημένες απόπειρες κατάληψης της Νέας Ρώμης. Όλα τα μάγια, παγανιστικά και χριστιανικά είχαν αποβεί μάταια. Η νάρκη στην οποία είχε βυθίσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού η κατοχή αναρίθμητων ιερών κειμηλίων και η βεβαιότητα ότι απολάμβαναν της προστασίας μιας στρατιάς αγίων και μαρτύρων είχε διαλυθεί βίαια. Η Παναγία των Βλαχερνών με το κειμήλιο του χιτώνα της Παρθένου, τα αμέτρητα κεφάλια, χέρια, σώματα και ενδύματα αγίων και τεμάχια Τιμίου Ξύλου δεν αποδείχτηκαν περισσότερο χρήσιμα από το παλλάδιο που ήταν τότε, όπως και τώρα, θαμμένο κάτω από το μεγάλο κίονα που είχε κατασκευάσει ο Κωνσταντίνος. Η βίαιη ορμή των Δυτικών είχε αγνοήσει τα φυλακτά της Ελληνικής Εκκλησίας τόσο ολοκληρωτικά, όσο κι εκείνα του παγανισμού. Μάταια εκείνοι που πίστευαν στη δύναμη αυτών των φυλακτών, είχαν καταστρέψει στη διάρκεια της πολιορκίας τα αγάλματα που πίστευαν ότι ήταν φορείς κακοτυχίας. Οι εισβολείς ήταν εξίσου προληπτικοί, με τη διαφορά πως δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι εκείνοι τους οποίους θεωρούσαν σχισματικούς, θα μπορούσαν να έχουν την προστασία της επουράνιας ιεραρχίας ή να θεωρούνται ως νόμιμοι κάτοχοι τόσων ιερών κειμηλίων. Τη νύχτα μετά την άλωση, η Χρυσή Πύλη, η οποία βρισκόταν στα προς την πλευρά του Μαρμαρά χερσαία τείχη, είχε ανοίξει και το πανικόβλητο πλήθος συνωθείτο, επιζητώντας να αποδράσει από την καταληφθείσα πόλη. Άλλοι, προσπαθούσαν να θάψουν τους θησαυρούς τους. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, έχοντας καταληφθεί από πανικό ή διαπιστώνοντας ότι τα πάντα είχαν χαθεί -όπως πραγματικά είχαν χαθεί μόλις οι επιτιθέμενοι είχαν καταφέρει να αναρριχηθούν στα τείχη- απέδρασε από την πόλη. Ο Μούρτζουφλος απέδρασε επίσης από τη Χρυσή Πύλη παίρνοντας μαζί του τη χήρα του Αλέξιου, Ευφροσύνη. Ωστόσο, ο γενναίος Θεόδωρος Λάσκαρις αποφάσισε να κάνει μια ακόμα προσπάθεια. Η έκκληση που απηύθηνε στο λαό ήταν μάταιη. Όσοι δεν είχαν πανικοβληθεί, έδειχναν να είναι αδιάφοροι. Μερικοί τουλάχιστον, φαίνονταν να ονειρεύονται μια απλή αλλαγή ηγεμόνων, όπως οι πολλές που είχαν δει οι περισσότεροι από εκείνους. Ο Θεόδωρος έστρεφε την προσοχή του προς τη φρουρά των Βαράγγων αλλά, πριν καταβληθεί οποιαδήποτε προσπάθεια αναδιοργάνωσής της, ο εχθρός ήταν ενόψει και ο Θεόδωρος υποχρεώθηκε να αποδράσει και ο ίδιος. Κατά τα λεγόμενα του μαρεσάλου, οι Σταυροφόροι πίστευαν ότι θα ακολουθούσε άλλη μια ημέρα μάχης και δεν είχαν πληροφορηθεί τα της φυγής του Μούρτζουφλου. Προς έκπληξή τους, δεν συνάντησαν αντίσταση. Η ημέρα αναλώθηκε στην επιβολή της εξουσίας τους επί της αλωθείσας πόλης. Τα βυζαντινά στρατεύματα, συμπεριλαμβανομένων και των Βαράγγων, κατέθεσαν τα όπλα αφού έλαβαν διαβεβαιώσεις περί της προσωπικής ασφαλείας τους. Οι Ιταλοί που είχαν εκδιωχθεί, εκμεταλλεύτηκαν την είσοδο των φίλων τους και φαίνεται ότι προέβησαν σε αντίποινα σε βάρος του πληθυσμού για την απέλασή τους. Κατά τα γραφόμενα του Γκούντερ,(8) φονεύτηκαν δύο χιλιάδες κάτοικοι, οι περισσότεροι από τους οποίους έπεσαν θύματα των Ιταλών που είχαν επιστρέψει. Καθώς οι νικητές Σταυροφόροι διέσχιζαν τους δρόμους της πόλης, οι γυναίκες, οι γέροντες και τα παιδιά, που δεν είχαν μπορέσει να δραπετεύσουν, τους υποδέχτηκαν σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού με τους δείκτες των δύο χεριών τους και ζητωκραυγάζοντας το μαρκήσιο του Μομφερρά ως βασιλιά,(9) ενώ μια βιαστικά συγκροτημένη πομπή, με επικεφαλής το Σταυρό και τα ιερά κειμήλια του Χριστού, επεφύλαξε στον τελευταίο θριαμβευτική υποδοχή. Ο λαός τον γνώριζε ως προστάτη του Αλέξιου. Πέραν εκείνων οι οποίοι εξακολουθούσαν να πιστεύουν, ότι η μοναδική αλλαγή που επρόκειτο να επέλθει, θα ήταν εκείνη του ηγεμόνα, υπήρχαν ορισμένοι που ήταν οπαδοί του Αλέξιου και που πίστευαν ότι, ως εκ τούτου, είχαν δικαίωμα στην εύνοια ή τουλάχιστον στην ανοχή του Βονιφάτιου. Έτσι, ήταν φυσικό να τον ζητωκραυγάζουν ως βασιλιά.
Από το «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204».Τίτλος του έργου στα αγγλικά, «The fall of Constantinople being the story of the fourth Crusade», μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο: Ιωσήφ Κασσετιάν – Χριστίνα Κασσετιάν, κεφ. 15ο σελ. 354-379, εκδ. Στοχαστής.