Η ζωή του Αγίου Ιγνατίου είναι άγνωστη προς εμάς. Παρά τη μακρά δράση του, στο προσκήνιο της ιστορίας εμφανίζεται μόλις μερικές εβδομάδες πριν το μαρτυρικό του θάνατο. Έτσι για το βίο του γνωρίζουμε μόνο ότι διασώζεται στις επιστολές του, οδηγούμενος προς τη Ρώμη, λίγο πριν το θάνατό του. Που και πότε γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. Το περιβάλλον που μορφώθηκε πρέπει να ήταν ελληνικό, όπως μαρτυρούν οι επιστολές του αν και υπετέθη πως ίσως είχε λατινογενή προέλευση, καθώς το όνομα Ιγνάτιος προέρχεται από τη λατινική λέξηIgnis που αποδίδεται στα ελληνικά ως πυρ (φωτιά). Το όνομα αυτό, συνάμα με αρκετές λατινικές εκφράσεις που υπάρχουν στις επιστολές του, οδήγησε μερικούς ερευνητές να υποθέσουν λατινική καταγωγή, αλλά κάτι τέτοιο δε δύναται να εξακριβωθεί, καθώς αφενός οι λατινικές λέξεις υπάγονται στη στρατιωτική ορολογία, την οποία έμαθε από την παραμονή του ως αιχμάλωτος, αφετέρου το όνομα είναι πιθανό να το απέκτησε την εποχή που έλαβε Ρωμαϊκή υπηκοότητα.
Ο Ιγνάτιος αυτοαποκλήθηκε θεοφόρος. Ο λόγος της ονομασίας αυτής παραμένει μέχρι σήμερα ανεξακρίβωτος. Η παράδοση διέσωσε δύο πιθανές εκδοχές για το όνομα αυτό, που όμως από την ιστορική πραγματικότητα απορρίπτονται. Κατά την πρώτη, μετά το θάνατό του βρέθηκε στο στήθος του γραμμένο το όνομα του Χριστού, κατά τη δεύτερη πως ήταν το παιδί που αγκάλιασε ο Ιησούς παρουσιάζοντάς το ενώπιον των μαθητών ως παράδειγμα αθωότητος. Με βάση τη δεύτερη αιτιολογία μάλιστα έγινε προσπάθεια να οριοθετηθεί η περίοδος που γεννήθηκε. Το πιθανότερο αίτιο αυτής της ονομασίας είναι ο εκκλησιαστικός βίος που διήγαγε, καθώς ο ίδιος μέσω των επιστολών του αναφέρει ως θεοφόρους, αγιοφόρους, χριστοφόρους όλους τους χριστιανούς.
Ο Ιγνάτιος δε φαίνεται να είχε λάβει συστηματική μόρφωση, αλλά διακρίνεται μία αυτοδιδακτική ικανότητα η οποία είχε καλλιεργηθεί με τη συναναστροφή με πεπαιδευμένους ανθρώπους, όπως διακρίνεται στις επιστολές του. Άλλωστε η Αντιόχεια στην εποχή του ήταν ένα πολιτιστικό χωνευτήρι, στο οποίο είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα της εποχής του. Η γνωριμία του με τους αποστόλους θεωρείται βεβαία. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο είχε συναναστραφεί τους αποστόλους, ενώ ο Ευσέβιος τον θέλει ακροατή του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Σύμφωνα με τον Ωριγένη επίσης υπήρξε ο δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, μετά τον Απόστολο Πέτρο, ενώ κατά τον Ευσέβιο, που είναι και ορθός, ήταν διάδοχος του Ευόδου και προκάτοχος του Ήρωνος. Κατά τον Ευσέβιο μάλιστα η επισκοπεία του τοποθετείται μεταξύ του πρώτου έτους του Βεσπασιανού και του δέκατου του Τραϊανού, δηλαδή μεταξύ 70 και 107. Το κύρος του και η φήμη του φαίνεται πως επεκτεινόταν πέρα από τα όρια της επισκοπής του και ο σεβασμός που επιδεικνυόταν προς το πρόσωπό του είναι κάτι που μας επιβάλλει να τον θεωρήσουμε επίσκοπο οικουμενικού κύρους.
Τελικά συνελήφθη από τος ρωμαϊκές αρχές μεταξύ 107 και 118 και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η σύλληψη συνέβη πιθανώς κατά διάρκεια του διωγμού του 112-113 στη Μικρά Ασία, κάτι που συμφωνεί και το αντιοχειανό μαρτυρολόγιο. Η δίκη συνέβη στην Αντιόχεια και η καταδίκη αφορούσε θανάτωση δια θηρίων. Η απόφαση μεταφοράς στη Ρώμη εικάζεται πως στόχο είχε τη θυσία ενός γνωστού χριστιανού ηγέτη στο κοινό της Ρώμης, συνάμα με τον παραδειγματισμό προς νουθεσία των λαών της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας, οι οποίοι εμφανίζονταν προθυμότεροι για τη μεταστροφή τους στο χριστιανισμό. Ο Ιγνάτιος μέχρι να φτάσει στη Ρώμη, πορεύθηκε για αρκετό καιρό, συνοδεία στρατιωτών που αποκαλούντο "λεοπάρδοι" (πιθανώς ανήκουσα σε λεγεώνα φέρων τέτοιο όνομα), οι οποίοι και του φέρονταν βάναυσα. Κατά την πορεία του, σε ενδιάμεσους σταθμούς, απεσταλμένοι εκκλησιών παρίσταντο στον Ιγνάτιο και λάμβαναν τις επιστολές του, για να δεχτούν συμβουλές. Τελικώς μαρτύρησε στις 20 Δεκεμβρίου στη Ρώμη. Τα οστά του μεταφέρθηκαν από τη Ρώμη στην Αντιόχεια, αλλά επανήλθαν και πάλι στη Ρώμη.

Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ

Ο Ιγνάτιος θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους Αποστόλους. Χάρη σε αυτόν θα λέγαμε πως η εκκλησία προχωρά στη θεμελίωσή της, όχι πλέον περιστασιακά και πρακτικά, αλλά θεολογικά (αν και όχι συστηματικά). Ο Ιγνάτιος μέσα από την αμεσότητα και τη βεβαιότητα των λόγων του βοηθά την εκκλησία, που σε πολλές περιπτώσεις ερωτοτροπούσε με τον ηθικισμό και την αρετολογία, να ξεπεράσει αυτήν την προοπτική. Ταυτόχρονα η μάχη που έδωσε ενάντια στις προσμίξεις και τις αλλοιώσεις του αποστολικού μηνύματος από τον ιουδαϊσμό και το Δοκητισμό, χρησιμοποιώντας μάλιστα τη γλώσσα τους, βοήθησε την Εκκλησία να υπερνικήσει και να ξεπεράσει το κλίμα μέσα στο οποίο ανέπνεε, δημιουργώντας μία εκκλησιαστική θεολογία σαφώς διαχωρισμένη από τις μήτρες της αίρεσης.
Η θεολογία του αποτελεί συνέχεια της αποστολικής διδαχής και συνίσταται από τρεις βασικούς πυλώνες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τα προβλήματα των εκκλησιών της εποχής. Τη θεολογία του Επισκόπου, της ενότητος της εκκλησίας και της ευχαριστίας. Η θεολογία του μάλιστα θα αποτελέσει πρότυπο στη συνέχεια της εκκλησιαστικής πραγματικότητος, αφού αφενός εξαρτάται από το φωτισμό και τη καθοδήγηση που παρέχει ο Θεός, αφετέρου επισημαίνει διαρκώς την αποκαλυπτική παρουσία του Θεού στην κτίση. Τελικά το έργο του κρίνεται ως ένα πολύ τολμηρό και σπουδαίο βήμα στην πορεία του εκκλησιαστικού βίου, αφού παρέχει τη σαφή ιεραρχική οργάνωση της εκκλησίας, τη θεολογία της ενότητος, η οποία μειώνει την ένταση της ταχείας έλευσης του Κυρίου και ποιεί την Αγία Γραφή κύρια πηγή των εκκλησιαστικών συγγραφέων, δίνοντας ιδιαίτερη βάση στη χριστολογία.
ΠΗΓΗ "ORTHODOX WIKI".