ΟΙ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
Είναι αλήθεια ότι το οθωμανικό κράτος επίσημα δεν βίαζε την θρησκευτική συνείδηση των κατακτημένων ούτε και επιδίωκε τον βίαιο εξισλαμισμό τους, αλλά οι συνθήκες της ζωής τους - ιδίως ανάμεσα σε συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς ήταν τόσο δύσκολες και η βαθμιαία διαφοροποίηση των φόρων μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων ραγιάδων τόσο αισθητή, ώστε η προσέλευσή τους στον ισλαμισμό (που αποτελούσε την μοναδική διέξοδο από τα δεινά) να είναι μεγάλος πειρασμός. Μία απλή ομολογία της μουσουλμανικής πίστης τους έφερνε αμέσως στην άλλη όχθη, στην παράταξη των κατακτητών.
Συνταρακτικά γεγονότα, όπως καταλήψεις χωρών, αλώσεις σημαντικών πόλεων, αιχμαλωσίες, είχαν ισχυρό αντίκτυπο στην δημιουργία εξωμοτών. Ιδίως η πτώση της βασιλεύουσας είχε τεράστια επίδραση στην εξόγκωση του ρεύματος των εκούσιων εξισλαμισμών όχι μόνο μέσα στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και έξω άπ’ αυτήν, στις ελληνικές χώρες που ως τότε είχαν στραμμένα τα βλέμματά τους προς αυτήν με κάποια ελπίδα και παρηγοριά. Ρητά μιλεί ό πρώτος πατριάρχης μετά την Άλωση Γεννάδιος για το συνεχές ρεύμα των χριστιανών, που κάθε μέρα απομακρύνονται από την πίστη η που βασανίζονται με την σκέψη να εξομώσουν. Πραγματοποιούνται τώρα όσα προφητικά έλεγε πριν από 35 περίπου χρόνια ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος τονίζοντας την σημασία της Κωνσταντινούπολης ως στηρίγματος της χριστιανικής πίστης: «... ταύτης της Πόλεως ισταμένης συνίσταταί πως αυτή και η πίστις ακράδαντος• εδαφισθείσης δε, η αλούσης, άπερ Χριστέ μου μη γένοιτο! ποία έσται ψυχή κατά την πίστιν ακλόνητος;». Η σκληρή πραγματικότητα της κατοχής, που αποτελούσε πάντοτε μεγάλη δοκιμασία, τώρα με την πτώση της βασιλεύουσας γίνεται περισσότερο αισθητή• δημιουργεί μεγάλο πειρασμό για τις αδύνατες ψυχές και τους καιροσκόπους και προκαλεί έντονες αποσυνθετικές ζυμώσεις μέσα στην χριστιανική κοινωνία και στην Εκκλησία. Τα πιθανά επακολουθήματα της Άλωσης τα πρόβλεπε και ο Ανδρόνικος ο Κάλλιστος, μόλις έμαθε το γεγονός: «Εκκλινούσι πάντες και αχρείοι γενήσονται, και ουδείς έσται ποιών χρηστότητα ουδέ μέχρις ενός νυν πράγματα πάντα κατά τον φάμενον ούτως έσται και νυκτομαχία τις δεινή».
Το πλήθος των εξωμοτών είναι τόσο αθρόο, ιδίως στην Ήπειρο και Αλβανία, ώστε κατά την μύηση των νεοφωτίστων στην νέα θρησκεία δεν τηρούνται και αυτές ακόμη οι πιο απαραίτητες διατάξεις του ιερού Νόμου. Γι’ αυτό (ίσως και για ν’ αναστείλη την γενίκευση του φαινομένου αυτού, που θ’ αποστερούσε την αυτοκρατορία από τους φόρους των χριστιανών ραγιάδων) ο Μεχμέτ Β’ διατάζει στα 1474 με ιραδέ την αυστηρή και ακριβή τήρηση των σχετικών νομίμων στις παραπάνω χώρες, απειλώντας αλλιώς θάνατο στους παραβάτες. Από την Άλωση ως την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) αλλεπάλληλες είναι οι εγκύκλιοι του σεϊχουλισλαμάτου προς τους μουφτήδες, τους καδήδες και τους ιμάμηδες της Ηπείρου και Αλβανίας με οδηγίες για τον τρόπο του προσηλυτισμού των μαζών. Οι ειδήσεις αυτές είναι χαρακτηριστικές για την διάρκεια και την έκταση των εξισλαμισμών μετά την Άλωση.
Επίσης η κατάληψη της Τραπεζούντας θα προκάλεσε εξισλαμισμούς μέσα στην πόλη και προ πάντων στην ύπαιθρο, αλλά οι σχετικές ειδήσεις είναι ελάχιστες και βασίζονται στην επισφαλή προφορική παράδοση. Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι πρώτοι που εξόμωσαν στην περιοχή του Πόντου μετά το 1461 είναι οι Λαζοί, οι οποίοι, αν και λησμόνησαν την γλώσσα τους, διατήρησαν όμως τα χριστιανικά ήθη και έθιμά τους. Είναι πολύ πιθανόν, όπως αναφέρει ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, ότι οι Λαζοί εξισλαμίστηκαν αργότερα, κατά τα μέσα του 17ου αι. - τουλάχιστον εκείνοι που βρίσκονταν μεταξύ Τραπεζούντας και ποταμού Τζορόχη.
Επίσης εξισλαμίστηκαν και πολλά χωριά της περιοχής Νικόπολης (Σιαπίν Καρά Χισάρ) και Κολώνιας, από τα οποία σπουδαιότερα είναι η Ζάαπα, το Αγουτμούς, το Ορτάκιοϊ και η Πάρου. Οι κάτοικοί τους, όπως σχεδόν κατά κανόνα γίνεται, είχαν γίνει πιο φανατικοί από τους Τούρκους. Μόνη εξαίρεση αποτελούσαν οι κάτοικοι της Ζάαπας, που κρατούσαν σε απόσταση τους άλλους Τούρκους, δεν έκαναν γάμους μαζί τους, ενώ αντίθετα είχαν φιλικές σχέσεις με τους Έλληνες. Οι χριστιανοί κάτοικοι της Νικόπολης και δυό η τριών χωριών είχαν κιόλας χάσει την προγονική η ελληνική γλώσσα τους πριν από την οθωμανική κατάκτηση. Ήταν λοιπόν «λείψανα ελεεινά του άλλοτε ακμαίου και πυκνού εν ταις χώραις ταύταις χριστιανισμού, περισωθέντος εκ του γενικού κατακλυσμού των νομαδικών αυτόθι φυλών, του καταστρέψαντος πάντα τον αρχαίον κατά την μέσην Ασίαν πολιτισμόν και αποσαρώσαντος παν χριστιανωσύνης μνημείον». Την ελληνική γλώσσα οι κάτοικοι των παραπάνω περιοχών άρχισαν να την ξαναμαθαίνουν βαθμιαία με την εκμετάλλευση των στυπτούχων μεταλλείων της περιοχής από τους Ποντίους της Χαλδίας μετά τον 16ο αι.
Γενικά σκοτεινά είναι τα προβλήματα τα σχετιζόμενα με τον χρονικό καθορισμό της εξάπλωσης του μουσουλμανισμού στις διάφορες περιοχές του Πόντου και με την διαπίστωση σ’ αυτές του φαινομένου του κρυπτοχριστιανισμού. Τα ζητήματα αυτά, ιδίως των κρυπτοχριστιανών, των λεγομένων κλωστών, επιφυλάσσομαι να εξετάσω διεξοδικά στον επόμενο τόμο* μαζί με άλλα παρόμοια φαινόμενα που παρατηρήθηκαν στις διάφορες ελληνικές χώρες, επειδή τα μεταγενέστερα ιστορικά στοιχεία είναι περισσότερα.
Οι εξισλαμισμοί στην Μ. Ασία εξακολούθησαν και αργότερα, αλλά οι πληροφορίες μας είναι λίγες και στηρίζονται κυρίως στις σωζόμενες ως σήμερα παραδόσεις. Έτσι στην Καππαδοκία πολλά ήταν τα χριστιανικά χωριά που έγιναν μωαμεθανικά με το πέρασμα των χρόνων. Απόδειξη είναι ότι για μερικά απ’ αυτά γύρω από το Γκέλβερι, όπως για το Ιλίσου, το Περίστρεμμα, το Σέλμε, την Σορσοβού, την Μαμασό και το Αγασάρ, γενική ήταν η γνώμη ότι ό πληθυσμός παλιότερα ήταν χριστιανικός. Άλλωστε σ’ αυτά σώζονται ακόμη ως σήμερα εκκλησίες ακέραιες η μισοκαταστραμμένες η και ερείπια μισοκατεστραμμένων παρεκκλησιών και εξωκκλησιών, που ως τα 1924 ήταν τόποι λατρείας.
Οι σωζόμενες σχετικές με τους εξισλαμισμούς παραδόσεις μικρή μόνον ιδέα της τραγωδίας εκείνης είναι δυνατόν να δώσουν. Οι περισσότερες μαρτυρούν την κάμψη της ψυχικής αντοχής και την απελπισία των κατοίκων, την οποία όξυνε κάπου κάπου ακόμη περισσότερο η δογματική ακαμψία, ίσως και η αναλγησία και το πείσμα των εκκλησιαστικών ποιμένων. Διηγούνται π.χ. ότι οι κάτοικοι του χωριού Μουδζούρ, κοντά στο Κίρσεχιρ, δέχθηκαν τον ισλαμισμό κατά τα τέλη του 17ου αιώνα, γιατί ό μητροπολίτης τους δεν τους επέτρεψε να καταλύσουν την νηστεία του Αυγούστου, που έπεφτε στην ένταση των αγροτικών τους εργασιών - τότε που ζητούσαν να δροσίσουν το στόμα τους με οξύγαλα, με το λεγόμενο αϊράνι.
Στα 1577 στην άλλοτε εκκλησιαστική επαρχία των Μύρων - εκτός από δυό τρία χωριά με πολύ λίγους χριστιανούς - υπήρχαν πάμπολλες κωμοπόλεις και χωριά, που είχαν προσέλθει στον ισλαμισμό πριν από πολλά χρόνια. Την ύπαρξη των άλλοτε χριστιανικών κοινοτήτων στην νότια γενικά παραλία της Μ. Ασίας μαρτυρούσαν μόνο τα εκκλησιαστικά μνημεία, ναοί και μονές, που ερημώνονταν και ερειπώνονταν σιγά σιγά.
Εξισλαμισμοί παρατηρούνται και στην Κύπρο, ιδίως στις ηγετικές τάξεις.
Επίσης στην ΝΑ Ευρώπη Βόσνιοι, Κροάτες, Αλβανοί, αλλά και Έλληνες εξισλαμίζονται συνεχώς. Ο περιηγητής Georgieviz κατά τα μέσα του 16υ αι. σημείωνε με απαισιοδοξία ότι «η νέα γενιά (των χριστιανών) απομαθαίνει την πίστη της και σε λίγο χρόνο θα ξεχαστή πια εντελώς ο χριστιανισμός. Το ίδιο θα γίνη και στην Κροατία, Ουγγαρία, Σκλαβονία, που πρόσφατα προστέθηκαν και μεγάλωσαν το Τουρκικό κράτος». Ομαδική επίσης ήταν πολλές φορές η προσέλευση στον ισλαμισμό αιχμαλώτων από την Βόρεια Βαλκανική και την Κεντρική Ευρώπη, για ν’ αποφύγουν τα δεινά. Ο εξισλαμισμός όμως δεν είχε ως επακολούθημα την απελευθέρωσή τους.
Ο Ιάννος Λάσκαρις στα 1508 έγραφε ότι στην Ελλάδα πολλοί γονείς – κρυπτοχριστιανοί ασφαλώς - βάφτιζαν κρυφά τα παιδιά τους και πρόβλεπε μαζικούς εξισλαμισμούς στο μέλλον, αν η Δύση δεν έσπευδε ν’ απελευθερώση τους λαούς της χερσονήσου το Αίμου. Στα 1586 υπάρχουν στην θρακική Καλλίπολη «πλείστοι αγαρηνοί χριστιανοί» Ας σημειωθή ότι ο εκμουσουλμανιζόμενος χρεώστης απαλλασσόταν από το χρέος του.
Οι Έλληνες και οι Αλβανοί σπαχήδες εξισλαμίζονται βαθμιαία με το πέρασμα του χρόνου. Δεν είναι όμως ακριβές ότι οι χριστιανοί σπαχήδες έπαυσαν να υπάρχουν μέσα στον 16ο αι. Πολλοί από τους σπαχήδες της Ηπείρου, και μετά την αναγκαστική προσέλευσή τους στον μουσουλμανισμό, εξακολουθούσαν ως τα τέλη του 18ου αι. να είναι κρυπτοχριστιανοί. Το πράγμα δείχνει καθαρά ότι οι Έλληνες δεν γίνονταν εύκολα μουσουλμάνοι, όπως σημείωνε ο Garlach. Πάντως οι Ηπειρώτες σπαχήδες από την εποχή που εξισλαμίζονταν η προσποιούνταν ότι εξισλαμίζονταν, γίνονταν φανατικοί, τυραννικοί και σκληροί απέναντι στους ομοεθνείς τους, πιο πολύ και από τους Τούρκους. Είχαν την ψυχολογία των νεοφύτων.
Ο εξισλαμισμός προχώρησε νωρίς και αρκετά και στις άλλες ελληνικές χώρες, όπως είδαμε στον προηγούμενο τόμο, με την προσέλευση πολλών χριστιανών τιμαριούχων της Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Το παράδειγμά τους θα το ακολούθησαν και πολλοί από τον λαό, ιδίως εκεί όπου έγινε εγκατάσταση τουρκικών πληθυσμών. Ασφαλώς ένα μεγάλο μέρος των πρώτων αυτών εξισλαμισμένων θα αναγκάστηκε να δεχθή την αλλαξοπιστία όχι τόσο ύστερ’ από διδαχές και κηρύγματα όσο από την επιβολή ωμής τρομοκρατίας. Οι Τούρκοι έπρεπε στην αρχή να εδραιώσουν οπωσδήποτε την θέση τους και αυτό θα το πετύχαιναν μόνο με τον προσηλυτισμό νέων φανατικών οπαδών του ισλαμισμού.
Έτσι οι πρώτοι μουσουλμάνοι της Δυτ. Μακεδονίας που απετέλεσαν τον πυρήνα των γνωστών αργότερα ελληνόφωνων βαλαάδων, πρέπει ν’ αναχθούν στον 16ο αι., αν λάβη κανείς υπ’ όψη του τις μαρτυρίες ορισμένων επιτύμβιων πλακών - ίσως μάλιστα οι πρώτες αραιές περιπτώσεις να σημειώθηκαν κατά τον 15ο αι..
Επίσης στην Θεσσαλία οι μουσουλμάνοι του Δομοκού (κατοικούσαν στο χαμηλότερο σημείο του κάστρου αντίθετα προς τους χριστιανούς που βρίσκονταν στο ψηλότερο) πρέπει να ήταν απόγονοι χριστιανών, γιατί ο Εβλιά Τσελεμπή τους αποδίδει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά εξισλαμισμένων: ότι οι ίδιοι δεν γνώριζαν ποια ήταν η θρησκεία τους και ότι ήταν κατ’ επίφαση μουσουλμάνοι. Στην Στερεά Ελλάδα ο ίδιος περιηγητής αναφέρει, ότι οι πρώτοι που εξισλαμίστηκαν «εις την χώραν των Ρωμιών» ήταν κάτοικοι της Μενδενίτσας.
Με το πέρασμα των αιώνων η επιδείνωση των συνθηκών της ζωής και ο πολλαπλασιασμός των φόρων ήταν σημαντικά αίτια εξισλαμισμού και αυτό κυρίως έχοντας υπ’ όψη του συμβούλευε ο Νικόδημος ο Αγιορείτης (τέλος 18ου αι.) τους χριστιανούς με τα εξής : «.. . .σας πληροφορούμεν, αδελφοί, ότι δια άλλο τέλος δεν σας παιδεύουν με τα βαρέα δοσίματα, και με τα άλλα κακά πάρεξ δια να βαρεθήτε, να χάσετε την υπομονήν, και έτσι να αρνηθήτε την πίστιν σας, και να δεχθήτε την εδικήν των θρησκείαν• όθεν και εσείς τον σκοπόν αυτών ηξεύροντες φυλαχθήτε, αγαπητοί αδελφοί μας, φυλαχθήτε δια αγάπην Θεού, και δια την σωτηρίαν της ψυχής σας». Εξαίρει λοιπόν και αυτός, όπως και τόσοι άλλοι κατά τον τελευταίο πριν από την Άλωση αιώνα, την μεγάλη σημασία της υπομονής. Η υπομονή είναι βασικό στοιχείο που εξασφαλίζει την νίκη στον μεγάλο αυτόν ψυχικό αγώνα• υπομονή όμως ως τα άκρα• όχι ατελής, αλλά τέλεια, όπως διδάσκει η Αγία Γραφή• «η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω» (Ιακώβ α’. 4). Αναλύει εν συνεχεία ο Νικόδημος την έννοια της τέλειας υπομονής με δικά του λόγια, διανθισμένα με ποικίλα άλλα χωρία και καταλήγει στο πασίγνωστο: «ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» ( Ματθ. κδ’ 13).
Εξ ίσου σημαντικοί με τους ομαδικούς εξισλαμισμούς είναι και όσοι γίνονται κατ’ άτομα η κατά οικογένειες. Ανάμεσα στους εξωμότες παρατηρούμε συχνά κληρικούς, μοναχούς και ιερείς και αρχιερείς, που για προσωπικά κυρίως αίτια (προστριβές με τους ανωτέρους των κ.λ.) πετούν το ράσο ή το καλιμαύκι τους, για να φορέσουν το τουρμπάνι. Τα ονόματα των νεοφωτίστων αυτών, Παπάζ Μουσταφά, Κεσίς Μουχαμέτ κ.λ., μαρτυρούν την προέλευσή τους από το ιερατείο. Όταν όμως μιλούμε για ατομικούς εξισλαμισμούς, ας μη φαντασθή κανείς ότι πρόκειται για σπάνιες περιπτώσεις μεμονωμένων ατόμων, αλλά για ένα συνεχές ρεύμα αποστασίας, που διήκει από τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας ως τους τελευταίους ακόμη χρόνους της.
Η εκούσια προσέλευση ενός χριστιανού στον μουσουλμανισμό αποτελούσε μεγάλο γεγονός της θρησκευτικής ζωής των μουσουλμάνων, αληθινή νίκη, και γιορταζόταν πανηγυρικά. Ο νέος μουσουλμάνος επιβεβαίωνε την νέα του πίστη καταπιέζοντας και τυραννώντας τους ομοεθνείς του.Ο τύπος του αρνησίθρησκου χαρακτηρίζεται επιγραμματικά από τον Βενετό βάιλο Matteo Zane: «... ήταν οι πιο αλαζονικοί και οι πιο μοχθηροί άνθρωποι που μπορεί κανείς να φανταστή, άνθρωποι που έχασαν μαζί με την αληθινή πίστη και κάθε ανθρωπιά».
Παράλληλα με τις εξωμοσίες αυτές, κατ’ επίφαση εκούσιες, εξακολουθεί μετά την Άλωση και ο βίαιος εξισλαμισμός χριστιανοπαίδων, το γνωστό παιδομάζωμα.
α) Το παιδομάζωμα.Το παιδομάζωμα γινόταν στην αρχή, φαίνεται, κάθε πέντε χρόνια και στρατολογούσαν το 1/5 των παιδιών - ίσως το πράγμα είχε κάποια σχέση με το δικαίωμα του σουλτάνου επάνω στο 1/5 των λαφύρων και την φορολογία pencik ή ispence - κατόπιν όμως κάθε 4, 3, 2 η και κάθε χρόνο, ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες. Από τον φόρο αυτόν του «αίματος» απαλλάσσονταν ορισμένοι τόποι, γιατί ρητοί όροι συνθηκών η ειδικά προνόμια τους εξαιρούσαν, όπως π.χ. τα Ιωάννινα (1430), ο Γαλατάς (1 Ιουνίου 1453), η Ρόδος (1522), η τόποι που βρίσκονταν κοντά σε πολυσύχναστους δρόμους και ήταν εκτεθειμένοι στις αυθαιρεσίες των στρατευμάτων και των υπαλλήλων.
Από τις μαρτυρίες των σύγχρονων βυζαντινών συγγραφέων Δούκα, Χαλκοκονδύλη, Σφραντζή, καθώς και από τις σχετικές με την ηλικία διατάξεις φιρμανιών του 16ου και 17ου αι., που δημοσιεύθηκαν τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύεται ότι τα παιδιά αυτά έπρεπε να είναι 14 - 18 ή 15 - 20 ετών. Μολαταύτα είναι αλήθεια ότι γινόταν και στρατολογία παιδιών μικρότερης ηλικίας• αυτά όμως δεν προορίζονταν για το γενιτσαρικό σώμα, αλλά για την εσωτερική υπηρεσία της σουλτανικής αυλής και για τα ανώτατα αξιώματα. Ήταν τα λεγόμενα ic oglan, για τα οποία θα μιλήσουμε αργότερα.
Ο εντεταλμένος με την στρατολογία υπάλληλος έκανε διπλούς καταλόγους με τα ονόματα τα χαρακτηριστικά των νέων, που είχαν στρατολογηθή, καθώς και των συνοδών τους. Απ’ αυτούς κρατούσε τον ένα, ενώ τον άλλο τον έστελνε στην Κωνσταντινούπολη με ειδικό ταχυδρόμο (surucu), για να παραβληθή αργότερα με εκείνον που κρατούσε ο αρμόδιος υπάλληλος και να προληφθή η αντικατάσταση των στρατολογημένων. Από τους ραγιάδες κάθε τόπου έπαιρναν όσα χρήματα χρειάζονταν για το ξύρισμα, τον κόκκινο σκούφο και τον κόκκινο αμπά των στρατολογημένων που τον κατασκεύαζαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Επίσης, εκτός από αυτά ο devsirme agasi η memuru, ο γραφέας και οι συνοδοί του έπαιρναν την καθορισμένη από τον νόμο αμοιβή. Αυστηρές διαταγές εκδίδονταν προς τους κατά τόπους καδήδες να εφοδιάζωνται με τρόφιμα οι στρατολογούμενοι νέοι, να μη χρονοτριβούν κατά την πορεία τους οι συνοδοί τους στα χωριά, να μη παρεκτρέπωνται σε λεηλασίες και αρπαγές σε βάρος των χωρικών κ.λ..
Απροσμέτρητη ήταν η θλίψη και η ηθική συντριβή των γονέων και των άλλων συγγενών, θυμάτων του παιδομαζώματος. Ακόμη ίσως ψάλλουν στην Ήπειρο το παρακάτω τραγούδι:
Ανάθεμά σε, βασιλιά, και τρις ανάθεμά σε,
με το κακό οπόκαμες, και το κακό που κάνεις.
Στέλνεις, δένεις τους γέροντας, τους πρώτους τους παπάδες
να μάσης παιδομάζωμα, να κάμης γενιτσάρους.
Κλαίν’ οι γοναίοι τα παιδιά, κ’ οι αδελφές τ’ αδέλφια,
κλαίγω κ’ εγώ και καίγομαι και όσο θα ζω θα κλαίγω.
Πέρσι πήραν τον γιόκα μου, φέτο τον αδελφό μου.
Η ψυχολογική αυτή κατάσταση δεν ήταν και πολύ δύσκολο να σπρώξη τους ραγιάδες στον φόνο των Τούρκων υπαλλήλων και στην ανταρσία, όπως έγινε στην Αλβανία στα 1565 και στην Νάουσα στα 1705, κινήματα απελπισίας που τιμωρούνταν σκληρά. Αναφέρονται όμως - και αυτές είναι σπάνιες περιπτώσεις - και γονείς με χαλαρή ηθική αντοχή, οι οποίοι κάτω από την επίδραση μιας εξουθενωτικής φτώχειας πρόθυμα παρέδιδαν τα παιδιά τους στους εντεταλμένους με την στρατολογία υπαλλήλους, για ν’ απαλλαγούν από το βάρος της διατροφής τους, η και φτωχοί νέοι, που προσδοκούσαν μια καλύτερη ζωή και ποθούσαν πραγματικά να γίνουν «δούλοι» του σουλτάνου.
Τους στρατολογημένους νέους τους έστελναν τμηματικά με υπεύθυνους συνοδούς στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, όταν έφθαναν, αναπαύονταν δυό έως τρεις μέρες και κατόπιν τους παρουσίαζαν αμέσως στον αγά των γενιτσάρων, για να τους επιθεωρήση. Αν αυτός διαπίστωνε ότι το παιδομάζωμα είχε γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, τότε τους κατέγραφε σ’ ένα κατάλογο με όλα τα στοιχεία τους και τους έκαναν την περιτομή. Αν όμως ανάμεσα στην ομάδα κάποιος είχε στρατολογηθή παράνομα, τότε ξεχώριζαν την ομάδα αυτή από τις τάξεις των γενιτσάρων και την έστελναν να εργαστή στο tophane (χυτήριο κανονιών) η στο cebehane (εργαστήριο πολεμοφοδίων), ενώ τον ταχυδρόμο τον τιμωρούσαν πολύ αυστηρά.
Κατόπιν οι αξιωματικοί των acemi ocagi οδηγούσαν στην Ανατολή τα παιδιά που είχαν στρατολογηθή στην Ρούμελη και στην Ρούμελη τα παιδιά της Ανατολής, για να ματαιώσουν κάθε απόπειρα φυγής. Εκεί τα παρέδιδαν για 25 άσπρα το καθένα σε τιμαριούχους η άλλους Τούρκους γεωργούς, οι οποίοι τα μεταχειρίζονταν σαν σκλάβους τα υπέβαλλαν σε κουραστικές γεωργικές εργασίες. Η δραπέτευσή τους τιμωρούνταν σκληρά. Έτσι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α’ έλαβε αυστηρά μέτρα για την σύλληψη μερικών στρατολογημένων της περιοχής Καισάρειας, που μολονότι είχαν προσέλθει στον ισλαμισμόν, δηλαδή είχαν υποστή την βίαια περιτομή, είχαν γυρίσει πίσω στις πατρίδες τους.
β) Οι ατζέμ ογλάνΤα παιδιά μέσα στο σκληρό εκείνο τουρκικό περιβάλλον, που τα αποκτήνωνε, προθυμοποιούνταν να προσαρμοστούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, να μάθουν δηλαδή την γλώσσα και να μυηθούν στην θρησκεία και στα ήθη και έθιμα των κυρίων τους, αφού μάλιστα εκείνοι που θα έδειχναν ζήλο θα είχαν την τύχη να παραληφθούν από τον αξιωματικό, που θα ξαναπερνούσε ύστερ’ από δύο ή και περισσότερα χρόνια, και να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη, όπου τους περίμενε καλύτερη ζωή. Εκεί καταγράφονταν στους ορτάδες των acem. Ζούσαν ομάδες ομάδες (μπουλούκια) από 25 - 30 άνδρες κάτω από τις διαταγές του μπουλούκμπαση και μόνοι τους φρόντιζαν για το μαγείρεμα καταβάλλοντας ό καθένας ένα ορισμένο ποσό κατά μήνα. Από την στιγμή εκείνη ονομάζονταν acem oglan, απασχολούνταν σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες (στα κυβερνητικά κτίρια, στο ναυτικό κ.λ.) και έπαιρναν ένα άσπρο ως ημερομίσθιο, εκτός από εκείνους που εργάζονταν στους κήπους του σουλτάνου, οι οποίοι έπαιρναν δυό άσπρα. Οι τελευταίοι αυτοί με επικεφαλής τον bostanci basi είχαν τις μεγαλύτερες ελπίδες να προαχθούν στα ανώτερα αξιώματα. Η νέα ζωή τους ήταν βέβαια σκληρή, αλλά οπωσδήποτε καλύτερη από την προηγούμενη, γιατί είχαν μισθό και ελπίδες να προαχθούν.
Στην οργάνωση των γενιτσάρων δεν πρόκειται να εισέλθουμε, γιατί η διαπραγμάτευση του θέματος αυτού εμπίπτει μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής ιστορίας.
γ) Οι ιτς ογλάν.Παράλληλα προς την στρατολογία παιδιών ηλικίας 14 - 18 και 15 - 20 ετών γινόταν, χωριστά φαίνεται, και μάζωμα παιδιών μικρότερης ηλικίας, κυρίως 6 - 10 ετών, που προορίζονταν για την υπηρεσία των σουλτανικών σεραγιών. Είναι οι λεγόμενοι ic oglan. Οι ιστορικοί ταυτίζουν την στρατολογία των υποψηφίων acem oglan με των ic oglan, ίσως γιατί και διαφορά στις δυό περιπτώσεις πρόκειται οπωσδήποτε για παιδομάζωμα, αλλά υπάρχει ως προς την ηλικία και την αποστολή τους.
Ο θεσμός των ic oglan φαίνεται ότι προήλθε από την συνήθεια των Τούρκων να δωρίζουν μικρούς και ωραίους σκλάβους στους ισχυρούς του κράτους και όχι από τους κόλπους των υποψήφιων acem oglan, όπως νομίζει ό Hammer. Η σκέψη όμως για την συστηματική στρατολογία, για την εκπαίδευση και την μελλοντική τους χρησιμοποίηση θα γεννήθηκε ασφαλώς κάτω από την επίδραση της οργάνωσης των acem oglan.
Τα μικρά αυτά παιδιά, που ξεχωρίζουν με την ομορφιά του προσώπου τους, την καλή σωματική διάπλαση και την ευφυΐα, τα παρουσιάζουν στον σουλτάνο, ό οποίος άλλα από αυτά στέλνει στο Γαλατά σεράγι, άλλα στο σεράγι της Αδριανούπολης και άλλα στο μεγάλο σεράγι της Κωνσταντινούπολης. Εκεί μέσα φυλάγονται καλά. Οι προοριζόμενοι για το τελευταίο σεράγι βρίσκονται σε πιο πλεονεκτική θέση από τους άλλους, γιατί αυτοί πρώτοι έρχονται στην σειρά ως προς την κατάληψη ανώτερων αξιωμάτων.
Οι ic oglan βρίσκονται κάτω από την ηγεσία του kapi aga, του αρχηγού των άσπρων ευνούχων. Οι ευνούχοι αυτοί τους μεταχειρίζονται με μεγάλη αυστηρότητα και τους τιμωρούν σκληρά για το παραμικρό τους παράπτωμα. Οι συνηθισμένες τους τιμωρίες είναι ξύλο στις πατούσες και μακριές νηστείες η αγρυπνίες.
Οι ic oglan κατοικούν σε τέσσερες χωριστούς θαλάμους του σαραγιού. Στον πρώτο, τον κιουτσούκ οντά (=μικρός θάλαμος), όπου μένουν 6 χρόνια, οι χοτζάδες τους διδάσκουν να είναι σιωπηλοί και ταπεινοί, να έχουν κατεβασμένο το κεφάλι και τα χέρια σταυρωμένα επάνω στο στομάχι, να διαβάζουν, να γράφουν, καθώς και τα πρώτα στοιχεία του μουσουλμανικού νόμου.
Στον δεύτερο θάλαμο, στον κιλέρ οντά (=θάλαμος του κελαριού), επί 4 χρόνια τους γυμνάζουν στις σωματικές ασκήσεις, στον χειρισμό του τόξου, της λόγχης κ.λ., τους τελειοποιούν στην Τουρκική και τους διδάσκουν ακόμη την αραβική και την περσική.
Στον τρίτο, τον χαζναντάρ οντά (= θάλαμος του θησαυρού), άλλα 4 χρόνια μαθαίνουν ιππασία και τελειοποιούνται στις ασκήσεις που ταιριάζουν στην ηλικία τους. Αφότου εισέρχονται στον οντά αυτόν, αρχίζουν κάπου κάπου να υπηρετούν τον σουλτάνο στην ιματιοθήκη, στο λουτρό κ.λ.. Δεν βρίσκονται σε καμιά επικοινωνία με τους τροφίμους των δύο πρώτων θαλάμων ούτε και με κανέναν από τους έξω παρά μόνο με την άδεια του kapi aga.
Έτσι, ύστερα από 14 χρόνια σκληρής μαθητείας και δοκιμασίας, οι 40 από τους πιο άξιους μπαίνουν στον χάζ οντά ( ανακτορικός θάλαμος), όπου αρχίζουν ουσιαστικά να έχουν τις πρώτες ελευθερίες: τους επιτρέπουν να συναναστρέφωνται με όλους τους ανθρώπους του σαραγιού και να έρχωνται σε συχνή επαφή και με τον ίδιο τον σουλτάνο. Επομένως οι ic oglan κατά την διάρκεια της παραμονής τους στο σεράγι έπρεπε να είναι μεταξύ 6 - 20 ετών, και παραπάνω, αν υπολογίση κανείς τα χρόνια της μαθητείας τους.
Όταν αποφοιτούν, είναι πια νέοι άνδρες με πείρα και υπομονή μεγάλη, ικανοί ν’ ανθέξουν σε μεγάλους κόπους και να εκτελέσουν κάθε είδους διαταγή με τυφλή υπακοή και μεγάλη ακρίβεια. Από τους νέους αυτούς εκλέγονται οι ανώτεροι αξιωματούχοι του κράτους και της αυλής, οι πασάδες, οι μπέηδες, ο καπιτζή μπασήδες κ.α, προ πάντων οι ακόλουθοι του σουλτάνου. Από τους τελευταίους οι σπουδαιότεροι είναι ο σελικτάρ αγάς (αυτός που κρατά το σπαθί του σουλτάνου), ο τζιοχαντάρ αγάς (τον μανδύα του), ο ρικαμπάρ αγάς (τον αναβολέα του), ο τουλμπεντάρ αγάς (που διευθετεί το τουρμπάνι του, βλ. εικ. 4) και άλλοι οκτώ ακόμη. Το λαμπρό μέλλον των νέων αυτών κάνει τον Μουσταφά πασά να λέγη στα 1576 στον πρεσβευτή της Γερμανίας Δαβίδ Ungnad ότι, ενώ τα χριστιανόπαιδα γίνονται μεγάλοι αξιωματούχοι του κράτους, τα δικά τους παιδιά παραμερίζονται.
δ) Η λήξη του παιδομαζώματος και οι συνέπειές του.Πότε καταργήθηκε το παιδομάζωμα; ή καλύτερα: 1) πότε έγινε η τελευταία ομαδική στρατολογία υποψήφιων ατζέμ ογλάν; και 2) πότε έληξε το μάζωμα μικρών παιδιών, που προορίζονταν για τις τάξεις των ic oglan;
Ο Hammer υπολογίζει σε μισό εκατομμύριο τα παιδιά που χάθηκαν για τον χριστιανισμό ενώ ο Παπαρρηγόπουλος σε ένα. Υπολογισμός όμως - έστω και κατά προσέγγιση — του αριθμού των εξισλαμισμένων παιδιών είναι πολύ δύσκολος, σχεδόν ανέφικτος. Ίσως τον υπολογισμό αυτό θα μπορούσε διευκολύνη κάπως μια ειδική και διεξοδική μελέτη για το παιδομάζωμα με την ευρεία του έννοια.
Το παιδομάζωμα προκάλεσε μια σοβαρή αφαίμαξη του ελληνισμού προ πάντων από τα μέσα του 15ου αι. ως τα μέσα του 17ου αι., επί δύο περίπου αιώνες. Την σημασία της αιμορραγίας αυτής την εννοούμε καλά, όταν σκεφθούμε ότι τα στρατολογούμενα παιδιά ήταν τα πιο ρωμαλέα και ωραία. Ο κίνδυνος όμως αυτός του εκφυλισμού του ελληνικού έθνους εξουδετερώθηκε σιγά σιγά και, όπως είδαμε, τελικά έπαψε να υφίσταται, γιατί άρχισε να γίνεται υποφερτός ό τρόπος της ζωής των ατζέμ ογλάν - γενιτσάρων και ν’ αντιδρά η κοινή τουρκική γνώμη στην ανύψωση των γιών των γκιαούρηδων στα ανώτατα αξιώματα της αυτοκρατορίας. Υπήρχε μια αλληλεπίδραση στα αιτία αυτά.
Το πρώτο είδαμε ότι γινόταν• και σ’ αυτό συντελούσαν ασφαλώς και οι άλλες αφόρητες συνθήκες της ζωής των ραγιάδων. Το δεύτερο, δηλαδή η φυγή, δεν ήταν δυνατόν να επιχειρηθή παρά μόνον από τους ραγιάδες εκείνους που κατοικούσαν στα παράλια η κοντά στα σύνορα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι π.χ. η Πελοπόννησος και η Αλβανία είχαν απογυμνωθή από σημαντικό μέρος του πληθυσμού τους και ολόκληρες εκτάσεις γης έμεναν ακαλλιέργητες με αποτέλεσμα τα τιμάρια να μην έχουν καμιά σχεδόν αξία, γιατί οι σκλάβοι κατέφευγαν στις κοντινές βενετικές κτήσεις. Κάποτε μάλιστα η φυγή προκαλούσε σοβαρές προστριβές μεταξύ των δύο κρατών.
Συμπεράσματα.
Πηγή: Το εκπληκτικό πολύτομο έργο του Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β’, έκδοση Β’ Θεσσαλονίκη 1976.ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
0 Σχόλια