"το αίμα αυτού (του Χριστού) ας έλθει πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας!" (Ματθ. 27,25)

(Ευσεβίου Καισαρείας,Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 1 σελ.257-273,
το κείμενο της απόδοσης είναι μεταγλωττισμένο και οι υπογραμμίσεις δικές μας)

«Περί του λιμού ο οποίος κατεπίεσε τους Ιουδαίους»
Γι’αυτό, παραλείποντας τις λεπτομέρειες όσων συνέβησαν σ’αυτούς, όσων επιχειρήθηκαν δηλαδή δια του ξίφους ή κατ’ άλλον τρόπο, θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω μόνο τις δια του λιμού συμφορές, έτσι ώστε οι αναγιγνώσκοντες το παρόν σύγγραμμα να έχουν μερική γνώση περί του πώς η εκ Θεού τιμωρία για την παρανομία τους προς τον Χριστό του Θεού δεν άργησε να πέσει εναντίον τους.
Πάρε λοιπόν στα χέρια σου το πέμπτο βιβλίο των ιστοριών του Ιώσηπου και ανάγνωσε την τραγωδία των γεγονότων.
«Πράγματι για τους εύπορους», λέει, «και μόνο το γεγονός της παραμονής ισούταν  με θάνατο – διότι ο καθένας απ’ αυτούς  φονευόταν για την περιουσία του με την πρόφαση μελετουμένης αυτομολήσεως τους.
Συναυξανόταν δε με την πείνα η μανία των συμμοριτών και καθημερινά εξάπτονταν και τα δύο δεινά. Πουθενά πλέον δεν φαινόταν σίτος, εισορμώντες δε ερευνούσαν τις οικίες – έπειτα, εάν εύρισκαν κακοποιούσαν τους ενοίκους επειδή αρνήθηκαν την ύπαρξη του, εάν δεν εύρισκαν τούς βασάνιζαν επειδή τον απέκρυπταν πιο προσεκτικά. Απόδειξη δε της κατοχής ή μη σίτου ήταν η κατάσταση των σωμάτων των αθλίων – οι μεν εύρωστοι ακόμη απ’ αυτούς έδειχναν ότι διαθέτουν τρόφιμα, οι δε ήδη αφανισμένοι αφήνονταν ήσυχοι, γιατί τους φαινόταν παράλογο να φονεύσουν αυτούς οι οποίοι εντός ολίγου θα πέθαιναν από στέρηση.
Πολλοί δε αντάλλασαν κρυφά τα περιουσιακά τους στοιχεία με ένα μετρητή σίτου αν ήταν πλούσιοι, κριθαριού δε αν ήταν φτωχότεροι. Έπειτα αυτοεγκλειόμενοι στα εσώτερα των οικιών τους, μερικοί έτρωγαν ακατέργαστο το σίτο από την άκρα στέρηση, άλλοι τον έψηναν όπως υπαγόρευε η ανάγκη και ο φόβος. Πουθενά δεν παρατιθόταν τράπεζα, κατακομμάτιαζαν τις τροφές ανασύροντας αυτές ωμές ακόμα από τη φωτιά. Ήταν δε ελεεινή η τροφή και αξιοδάκρυτη η θέα, αφού οι μεν δυνατοί πλεονεκτούσαν, οι δε ασθενείς οδύρονταν.
Όλα μεν τα κακά υπερβάλλει η πείνα, αλλά δεν καταστρέφει τίποτα τόσο πολύ όσο την αιδώ. Διότι το άλλως άξιο σεβασμού, σε κατάσταση πείνας καταφρονείται. Άρπαζαν λοιπόν τις τροφές μέσα από τα στόματα οι γυναίκες των ανδρών, τα παιδιά των πατέρων και, το ελεεινότερο, οι μητέρες των νηπίων – ενώ δε τα φίλτατα πρόσωπα μαραίνονταν ενώπιον τους, δε δίσταζαν να τους αφαιρέσουν τους τελευταίους σταλαγμούς της ζωής. Και έτσι όμως τρώγοντας, δεν διέφευγαν της προσοχής, παντού δε επιτίθονταν οι συμμορίτες για να αρπάξουν και αυτά. Πράγματι όποτε αντιλαμβάνονταν οικία κατάκλειστη, αυτό ήταν σημείο ότι οι ένοικοι λάμβαναν τροφή, αμέσως δε, σπάζοντας τις πόρτες, εισορμούσαν και σχεδόν έβγαζαν τα κομμάτια τροφής από τους φάρυγγες. Γέροντες χτυπιόντουσαν επειδή συγκρατούσαν τις τροφές, γυναίκες συνταράζονταν από την κόμη επειδή τα απέκρυπταν στα χέρια τους, και δεν υπήρχε οίκτος για γηρατειά ή νήπια, αλλά οι συμμορίτες έσερναν τα παιδιά τα κρεμασμένα από τα ψωμιά και τα κατέρριπταν στο έδαφος. Σ’ αυτούς που πρόφθασαν να καταπιούν τα μέλλοντα να αρπαγούν  προ της εισβολής αυτών ήταν ωμότεροι σαν να είχαν αδικηθεί από αυτούς. Επινοούσαν δε τρομερούς τρόπους βασάνων για ανακάλυψη τροφής – έφρασσαν τους πόρους των αιδοίων των δύστυχων ανθρώπων με ορόβιο και διατρυπούσαν τα οπίσθια τους με μυτερές ράβδους.
Πάθαινε κανείς τα φρικτά και στο άκουσμα, για να ομολογήσει έναν άρτο, για να φανερώσει μια δράκα κρυμμένου κριθαριού. Οι βασανιστές όμως δεν έκαναν αυτά από πείνα – διότι αυτό που γινόταν  από ανάγκη θα ήταν λιγότερο σκληρό - , αλλά για να ασκούν τη μανία τους και να προμηθεύουν στους εαυτούς τους εφόδια για τις επόμενες μέρες. Συναντώντας δε όσους διολίσθαιναν προς τη ρωμαϊκή φρουρά τη νύχτα για συλλογή άγριων λάχανων και χόρτων, όταν αυτοί νόμιζαν ότι είχαν διαφύγει ήδη των εχθρών, τους άρπαζαν τα μεταφερόμενα και όταν αυτοί πολλάκις ικέτευαν, επικαλούμενοι το φρικτότατο όνομα του Θεού, να τους δώσουν μέρος από αυτά τα οποία  είχαν με κίνδυνο της ζωής τους, δεν έδιναν τίποτα, ήταν δε τυχερός ο ληστευμένος  αν δεν έχανε και τη ζωή του».
Έπειτα από άλλα προσθέτει σε αυτά  τα εξής.
«Για τους Ιουδαίους με τον αποκλεισμό των εξόδων της πόλης αποκόπηκε κάθε ελπίδα σωτηρίας, και ο λιμός επεκτεινόμενος από οίκο σε οίκο και από οικογένεια σε οικογένεια κατάτρωγε το λαό – οι οικίες ήταν γεμάτες νεκρές γυναίκες και βρέφη, τα στενά γεμάτα νεκρούς γέροντες, παιδιά δε και νέοι πρησμένοι περιφέρονταν στις αγορές σαν είδωλα και κατέπεφταν όπου τους κατελάμβανε το πάθος. Οι ασθενείς δεν είχαν δύναμη να θάβουν τους συγγενείς τους και οι υγιείς δίσταζαν εξαιτίας του πλήθους των νεκρών και για την αβεβαιότητα της δικής τους τύχης. Πράγματι πολλοί πέθαιναν πάνω σ’ εκείνους  τους οποίους έθαβαν, πολλοί δε έρχονταν στους τάφους πριν το επιβάλλει η ανάγκη. Δεν υπήρχε ούτε θρήνος στις συμφορές ούτε ολοφυρμός, αλλά ο λιμός κυριαρχούσε των συγκινήσεων – οι ψυχομαχούντες παρατηρούσαν με ξηρούς οφθαλμούς αυτούς που πρόφθασαν να αναπαυθούν, βαθειά δε σιγή συνείχε την πόλη και νύχτα γεμάτη θάνατο. Και οι ληστές ήταν χειρότεροι από αυτά. Πράγματι διαρρηγνύοντας τις οικίες σαν τάφους, απογύμνωναν τους νεκρούς και, αφού αποσπούσαν τα καλύμματα των πτωμάτων, έβγαιναν έξω με γέλια – δοκίμαζαν επίσης τις αιχμές των ξιφών στα πτώματα και τρυπούσαν μερικούς, πεσμένους μεν ζωντανούς δε ακόμη, για δοκιμή του σιδήρου, ενώ εκείνους, οι οποίοι τους ικέτευαν να χρησιμοποιήσουν το χέρι και το ξίφος τους, εγκατέλειπαν υπερήφανα  στο λιμό – και καθένας από αυτούς που εξέπνεε κοίταζε ατενώς προς το ναό, χωρίς να ασχολείται με τους ζωντανούς συμμορίτες. Αυτοί δε κατά πρώτον όρισαν να θάβονται οι νεκροί με έξοδα του δημόσιου ταμείου, μην υποφέροντας την οσμή – έπειτα, καθώς δεν επαρκούσαν, τους έριχναν από τα τείχη στα φαράγγια.
Περιερχόμενος δε αυτά ο Τίτος, όταν τα είδε γεμάτα νεκρούς και βαθύ ιχώρα  να ρέει από τα αποσυντιθέμενα πτώματα, στέναξε και αφού ύψωσε τα χέρια κάλεσε μάρτυρα το Θεό, ότι το έργο αυτό δεν ήταν δικό του».
Έπειτα από μερικά άλλα ενδιάμεσα προσθέτει.
«Δεν θα δίσταζα να πω όσα μου επιβάλλει ο πόνος – νομίζω ότι, εάν οι Ρωμαίοι καθυστερούσαν την επίθεση τους κατά των αλιτήριων η πόλη ή θα καταπινόταν από χάσμα της γης ή θα κατακλυζόταν από ύδατα ή θα δεχόταν τους κεραυνούς των Σοδόμων – διότι γέννησε γενεά πολύ πιο άθεη από αυτούς που έπαθαν εκείνα. Πράγματι λόγω της μανίας αυτών συγκαταστράφηκε όλος ο λαός».

Και στο έκτο βιβλίο γράφει τα εξής.
«Των καταστρεφόμενων από το λιμό στην πόλη άπειρο έπεφτε το πλήθος, απερίγραπτα δε ήταν τα παθήματα. Διότι σε κάθε οικία, εάν εμφανιζόταν και σκιά τροφής, προκαλείτο πόλεμος και οι φίλτατοι έρχονταν στα χέρια μεταξύ τους, για να αρπάξουν τα άθλια εφόδια της ζωής. Δεν πιστεύονταν δε ως άποροι ούτε οι αποθνήσκοντες, αλλά οι ληστές ερευνούσαν ακόμα και τους εκπνέοντας, μην τυχόν κανείς προφασίζεται το νεκρό διότι έχει τροφή στον κόλπο του. Πολλοί, χάσκοντες από την πείνα σαν λυσσασμένοι σκύλοι, κλονίζονταν και παραπατούσαν, προσέκρουαν στις θύρες κατά τον τρόπο των μεθυσμένων και από αμηχανία έμπαιναν μέσα στα σπίτια τους δύο ή τρεις φορές εντός μιας ώρας. Όλα δε τα έφερνε η ανάγκη στα δόντια τους, και ανέχονταν να τρώνε συλλέγοντας πράγματα τα οποία δεν ήταν κατάλληλα ούτε για τα ρυπαρότερα άλογα ζώα. Τελικά δεν απέφυγαν ούτε τους ζωστήρες και τα υποδήματα, ενώ μασούσαν επίσης τα δέρματα τα οποία αποσπούσαν από τις ασπίδες. Άλλοι λάμβαναν ως τροφή σπαράγματα παλιού χόρτου – διότι μερικοί συλλέγοντας ίνες φυτών, πουλούσαν μικρή μερίδα αντί τεσσάρων αττικών δραχμών».
Τι χρειάζεται όμως να διηγούμαστε την αναίδεια η οποία προκαλείται από το λιμό έναντι των αψύχων; Αντίθετα προβαίνω στην περιγραφή μιας συνέπειας αυτού, παρόμοια της οποίας δεν έχει ιστορηθεί ούτε στους Έλληνες ούτε στους βάρβαρους, φρικτής στο λόγο, απίστευτης στο άκουσμα. Εγώ μάλιστα ευχαρίστως θα παρέλειπα τη συμφορά, μην τυχόν θεωρηθώ ότι επινόησα μύθους για τους μεταγενέστερους, εάν δεν είχα άπειρους μάρτυρες μεταξύ των σύγχρονών μου – άλλωστε ψυχρή χάρη θα προσέφερα στην πατρίδα μου, αν καταπρόδιδα το λόγο για ανθρώπους από των οποίων τα έργα υπέφερε αυτή.
Μια γυναίκα από τους κατοικούντες πέρα από τον Ιορδάνη, καλουμένη Μαρία, θυγατέρα του Ελεαζάρου, από την κώμη Βαθεζώρ – το όνομα σημαίνει οίκος υσσώπου-, επίσημος για το γένος και τον πλούτο, αφού κατέφυγε στα Ιεροσόλυμα με το άλλο πλήθος συνεπολιορκείτο και αυτή. Τα άλλα αγαθά αυτής, όσα είχε συσκευάσει και μετέφερε από την Περαία στην πόλη, διάρπαξαν οι τύραννοι, τα δε λείψανα της περιουσίας και οσάκις εύρισκε κάτι για τροφή εισβάλλοντες καθημερινά οι ένοπλοι τα άρπαζαν. Δεινή δε αγανάκτηση κατέλαβε τη γυναίκα, η οποία, λοιδορούσα και καταρωμένη επανειλημμένως τους άρπαγες, τους εξερέθιζε εναντίον της.
Επειδή δε δεν την φόνευε κανείς είτε από οργή είτε από οίκτο, και όταν εύρισκε κάποια τροφή, κόπιαζε για άλλους, ενώ ήταν από κάθε πλευρά ήδη αδύνατο και να βρει, ο δε λιμός διαπερνούσε τα σπλάχνα και τους μυελούς, και ο θυμός της έκαιγε περισσότερο από το λιμό, παίρνοντας ως  σύμβουλο την οργή και την ανάγκη, προχώρησε κατά του φυσικού νόμου – αφού άρπαξε το τέκνο – είχε υιό θηλάζοντα-, είπε:
– «βρέφος άθλιο, για ποιον σε διατηρώ στον πόλεμο, το λιμό και την επανάσταση ; Από τους Ρωμαίους δουλεία θα έχουμε, και αν ζήσουμε απ’ αυτούς, τη δουλεία δε υπερβάλλει ο λιμός, οι δε συμμορίτες είναι χειρότεροι και από τα δύο. Εμπρός, γίνε σε μένα τροφή, στους συμμορίτες ερινύα και στον κόσμο μύθος, ο οποίος λείπει από τις συμφορές των Ιουδαίων».
Και με αυτούς τους λόγους φονεύει τον υιό, έπειτα δε, αφού τον έψησε, τρώει το μισό και φυλάει το υπόλοιπο καλυμμένο.
Αμέσως δε έφθασαν οι συμμορίτες, οι οποίοι αισθανόμενοι τη μυρωδιά της αθέμιτης κνίσας απείλησαν ότι, εάν δεν τους έδειχνε το παρασκευασθέν, θα την έσφαζαν αμέσως.
Αυτή τότε, αφού τους είπε ότι τους κράτησε καλή μερίδα, ξεσκέπασε τα λείψανα του τέκνου. Τους κατέλαβε αμέσως φρίκη και έκσταση φρενών, απολιθώθηκαν ενώπιον της θέας. Αυτή όμως είπε,
«δικό μου γνήσιο τέκνο είναι αυτό, και το έργο είναι δικό μου – φάτε γιατί και εγώ έχω φάει – μη γίνετε ούτε μαλακότεροι από γυναίκα ούτε στοργικότεροι από μητέρα.
Εάν δε εσείς είστε ευσεβείς και αποστρέφεστε τη θυσία μου, ό,τι έφαγα, ήταν το μερίδιο σας, και το υπόλοιπο ας μείνει για μένα».
Μετά από αυτά εκείνοι βγήκαν έξω τρέμοντας, δειχθέντες δειλοί αυτή τη μοναδική φορά και μετά δυσκολίας παραχωρήσαντες την τροφή αυτή στη μητέρα.
Γέμισε δε αμέσως όλη η πόλη από το βδέλυγμα  αυτό και καθένας φέρνοντας μπροστά στα μάτια του το ανοσιούργημα, σαν να το είχε διαπράξει ο ίδιος, έφριττε. Οι δε πεινασμένοι κατελήφθησαν από πόθο προς το θάνατο και μακάριζαν αυτούς που πρόφθασαν να πεθάνουν, πριν ακούσουν και δουν τόσο τρομερά κακά».
  Περί   των  προρρήσεων  του  Χριστού»
Τέτοια ήταν τα επίχειρα της παρανομίας και δυσσέβειας  των Ιουδαίων προς το Χριστό του Θεού. Αξίζει δε να παραθέσουμε δίπλα σ’ αυτά και την αψευδή πρόρρηση του Σωτήρα μας, δια της οποίας δηλώνει ακριβώς αυτά, προφητεύοντας ως εξής – «ουαί δε στις εγκύους και τις θηλάζουσες γυναίκες κατά τις ημέρες εκείνες – να προσεύχεσθε, για να μη γίνει η φυγή κατά τη διάρκεια του χειμώνα ούτε Σαββάτου. Διότι τότε θα υπάρχει θλίψη μεγάλη, η οποία δεν συνέβη από την αρχή του κόσμου έως τώρα, ούτε θα συμβεί». Υπολογίσας δε ο συγγραφέας τον αριθμό όλων των αποθανόντων λέει ότι από την πείνα και το ξίφος χάθηκαν εκατόν δέκα μυριάδες – από τους λοιπούς, οι συμμορίτες και ληστές λέει ότι φονεύθηκαν μετά την άλωση καταδιδόμενοι ο ένας από τον άλλο, από τους νέους οι ψηλότεροι και διακρινόμενοι για την ωραιότητα του σώματος διατηρήθηκαν για το θρίαμβο, από το υπόλοιπο πλήθος οι άνω των δεκαεπτά ετών εστάλησαν δέσμιοι στα καταναγκαστικά έργα της Αιγύπτου, άλλοι, περισσότεροι σε αριθμό, κατανεμήθηκαν στις επαρχίες για να καταστραφούν στα αμφιθέατρα με ξίφος και θηρία, οι δε μέχρι δεκαεπτά ετών αιχμαλωτισθέντες πουλήθηκαν, αυτών δε μόνο ο αριθμός έφθανε τις εννέα μυριάδες.
Συντελέστηκαν δε αυτά με τον τρόπο αυτό κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Βεσπασιανού, συμφώνως προς τις προγνωστικές προρρήσεις του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος με τη θεία δύναμη τα προείδε ως ήδη παρόντα, δάκρυσε και έκλαψε γι’αυτά κατά τη γραφή των ιερών ευαγγελιστών, οι οποίοι έχουν παραθέσει και αυτολεξεί τους λόγους του – πράγματι αυτός άλλοτε μεν είπε προς την Ιερουσαλήμ – «εάν γνώριζες τουλάχιστον εσύ σήμερα την τύχη σου! αλλά τώρα είναι κρυμμένη από τους οφθαλμούς σου – διότι θα έρθουν ημέρες πάνω σου, οπότε οι εχθροί σου θα σε περιχαρακώσουν, θα σε περικυκλώσουν, θα σε συμπιέσουν από παντού, και θα κατεδαφίσουν εσένα και τα τέκνα σου», άλλοτε δε προς το λαό – «διότι θα υπάρξει μεγάλη βία επί της γης και οργή στο λαό αυτό και θα πέσουν από την αιχμή της μαχαίρας και θα αιχμαλωτιστούν σε όλα τα έθνη και η Ιερουσαλήμ θα καταπατείται από έθνη, έως ότου συμπληρωθούν οι καιροί των Εθνών» – και πάλι – «όταν δείτε την Ιερουσαλήμ περικυκλωμένη από στρατεύματα, τότε θα γνωρίσετε ότι πλησίασε η ερήμωσή της». Εάν δε συγκρίνει κανείς τους λόγους του Σωτήρος μας με τις λοιπές περιγραφές του συγγραφέα περί ολόκληρου του πολέμου, πώς να μη θαυμάσει, ομολογώντας ότι θεία πράγματι και υπερφυώς θαυμάσια υπήρξε η πρόγνωση και πρόρρηση του Σωτήρος μας;
Πηγή

0 Σχόλια