Η Δημητσάνα υπήρξε ανέκαθεν τόπος επαγγελματικής παραγωγής μπαρούτης. Σε αυτό συνηγορούν πολλές γραπτές πηγές, αλλά και η τοπική παράδοση. Είναι ήδη γνωστό σύμφωνα με πολλές πηγές, ότι τα ύστερα προεπαναστατικά και τα επαναστατικά χρόνια η Δημητσάνα υπήρξε κέντρο ανεφοδιασμού σε πυρίτιδα που παραγόταν σε μπαρουτόμυλους που λειτουργούσαν με τα νερά του κεφαλαριού του Αγίου Ιωάννη στην κατωφέρεια του φαραγγιού του Λούσιου που σχηματίζεται κάτω από αυτόν.
Η συμβολή της Δημητσάνας, "του οπλοστασίου του αγώνος για την ελευθερία", με το μπαρούτι της και τα φουσέκια της στον απελευθερωτικό αγώνα του 21 είναι αναμφισβήτητα μεγάλη. Πολλοί Δημητσανίτες απασχολήθηκαν στα μετόπισθεν στην παρασκευή μπαρουτιού και φυσεκιών. Καθώς ο Θ. Κολοκοτρώνης αναφέρει στα "Απομνημονεύματα" ([5]):
"...είχαμεν έλλειψιν από μολύβι και χαρτί και επήραμεν την Βιβλιοθήκην της Δημητσάνας και άλλων μοναστηρίων και εδέναμεν φουσέκια. Μπαρούτι είχαμεν, έκαμνε η Δημητσάνα. Του μπαρουτιού την υπόθεσι την είχαν πάρει απάνω τους τα αδέλφια Σπυλιωτόπουλοι και δια να δουλεύουν την μπαρούτη, δεν επαίρναμε πολλούς Δημητσανίτες εις το στρατόπεδο, τους αφήναμε δι' αυτήν την δούλευσιν".
Αλλά και ο υπασπιστής του Φωτάκος μαρτυρεί [6] :
"εις την Δημητσάναν είχαν την φροντίδαν να δένουν τα φουσέκια και επειδή έσωσαν το χαρτί και πλέον δεν είχαν άλλο, εχάλασαν την πολύτιμον Βιβλιοθήκην της Σχολής των και τα εκκλησιαστικά βιβλία, δια να προφθάσουν όλα τα στρατεύματα της Πελοποννήσου".
Στα παραπάνω άλλωστε συνηγορούν και πλήθος εγγράφων με παραγγελίες και αποστολές ποσοτήτων πολεμοφοδίων από τη Δημητσάνα προς τα στρατόπεδα. Eιδικότερα όμως από τους παραγωγούς αδελφούς Σπυλιωτόπουλους. Όπως επίσης και έγγραφα σχετικά με τη προμήθεια των αδελφών Σπυλιωτόπουλων με πρώτες ύλες.
Οι αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι, ο Νικόλαος (μεγαλύτερος) και ο Σπύρος, ήταν εύποροι έμποροι, εγκατεστημένοι στην Ύδρα. Είχαν καταγωγή από τη Δημητσάνα και ήταν εγγονοί του Σπηλιώτη Γαβρά, ή Μπαρουξή, o οποίος (όπως και το ψευδώνυμο υπονοεί) πιθανότατα ήταν πυριτιδοποιός.
Στην Ύδρα οι αδελφοί μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρία. Σύμφωνα μάλιστα με τον κατάλογο του Φιλήμονος, τα αδέλφια φέρονται να μυήθηκαν το 1818 από τον Αναγνωσταρά. Επίσης εικάζεται ότι στις παραμονές της εξέγερσης του 21 ήλθαν σε επαφή με τον αρχιμανδρίτη Δικαίο-Παπαφλέσσα που πέρασε από το νησί (τέλος Δεκεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου 1821) με πλοίο που μετέφερε από την Σμύρνη στην Πελοπόννησο πολεμοφόδια για τον αγώνα. Ο Δικαίος, έχοντας μαζί του αρκετά χρήματα των Φιλικών, ίσως έπεισε και χρηματοδότησε τους Σπυλιωτόπουλους να ξεκινήσουν στη Δημητσάνα την παραγωγή μπαρούτης.
Γεγονός πάντως είναι ότι οι αδελφοί Σπυλιωτόπουλοι μετέβησαν στη Δημητσάνα τις παραμονές της επανάστασης μεταφέροντας χρήματα και σημαντική ποσότητα νίτρου, αγορασμένη με χρήματα των φιλικών. Εκεί, κρατώντας άκρα μυστικότητα, ανακαίνισαν και έθεσαν σε κίνηση παλαιότερους μπαρουτόμυλους, που είχαν πιθανόν εγκαταλειφθεί από την εποχή των Ορλωφικών. ¨Έτσι οργανώθηκε έγκαιρα η τροφοδοσία του προετοιμαζόμενου αγώνα. Η Δημητσάνα άλλωστε, λόγω της ορεινής, βραχώδους και γεμάτης σπήλαια μορφολογίας της, προσφερόταν για την φύλαξη και κρύψιμο της παραγόμενης μπαρούτης.
Τότε όμως, παραλίγο να επέλθει καταστροφή, αφού ένας ντόπιος, ονομαζόμενος Κώστας Τζανής, που κατά τα φαινόμενα είχε προηγούμενα με τους αδελφούς Σπυλιωτόπουλους (βλ. [4]), κατέδωσε το μυστικό στους Τούρκους. Οι Τούρκοι τότε, έσπευσαν με απόσπασμα στην περιοχή για να κάνουν έρευνα, αλλά αυτό μαθεύτηκε και οι Σπυλιωτόπουλοι πρόλαβαν να εξαφανίσουν κάθε πειστήριο. Χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν άλλες κυρώσεις, οι Τούρκοι προέβηκαν στην κατεδάφιση πέντε μπαρουτόμυλων. Για το παραπάνω συμβάν μας πληροφορεί σωζόμενη διαταγή το καϊμακάμη Μεχμέτ Σαλή Πασά (7 Φεβρουαρίου 1821) που απευθύνεται στο καδή της Καρύταινας (βλ. [2]), όπως και άλλες μαρτυρίες (Φιλήμων, Τρικούπης, Οικονόμου και Δεληγιάννης).
Σύμφωνα με μαρτυρίες φαίνεται πάντως ότι ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα οι μπαρουτόμυλοι επαναλειτούργησαν ( [2], [4]). Στη συνέχει μάλιστα, οι μπαρουξήδες φρόντισαν να νοθεύσουν την μπαρούτη που εφοδίαζαν τους Τούρκους, με αποτέλεσμα αυτοί να μην την επαναχρησιμοποιήσουν μετά τη μάχη στο Βαλτέτσι.
Αφού οι Σπυλιωτόπουλοι φρόντισαν και οργάνωσαν την λειτουργία των μπαρουτόμυλων, με την έναρξη της επανάστασης έφυγαν για να πολεμήσουν. Ο Σπύρος ακολούθησε το Θ. Κολοκοτρώνη και το Σεπτέμβριο του 1822 διορίστηκε υπασπιστής του. Το 1824 προήχθη σε στρατηγό. Τα δύο αδέλφια ήσαν μάλιστα τον Ιούλιο του 1821 στο στρατόπεδο των Τρικόρφων, όταν κατέβηκε στον Μοριά ο Δ. Υψηλάντη. Από εκεί του απεύθυναν επιστολή και λίγο αργότερα έλαβαν απάντησή του με κολακευτικά σχόλια. Ο Νικόλαος συμμετείχε στην πολιτική και έλαβε μέρος στη συγκέντρωση των Καλτεζών. Ο Σπύρος είχε παντρευτεί την κόρη του δημογέροντα της Δημητσάνας Α. Αντωνόπουλου, αλλά μετά το θάνατό της ήλθε σε δεύτερο γάμο με την κόρη του οπλαρχηγού Θεοδωράκη Βλάσση με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και έλαβε διάφορα αξιώματα. Πέθανε τον Αύγουστο του 1841, λίγο πριν φθάσει ο διορισμός του ως Δημάρχου.

Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα αναφέρεται η λειτουργία 14 μαπαρουτόμυλων στη Δημητσάνα. Η συνολική ποσότητα μπαρουτιού και φουσεκιών που κατασκευάστηκε εκεί δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Σύμφωνα με μια πηγή πάντως, οι μπαρουτόμυλοι των αδελφών Σπυλιωτόπουλων μόνον σε διάστημα ενός χρόνου εφοδίασαν τους επαναστάτες στην Πελοπόννησο με 35.100 σφαίρες, 16.105 οκάδες μπαρούτι και 804.320 φισεκλίκια. Αν και μαρτυρείται η πληρωμή κάποιων χρηματικών ποσών στους παραγωγούς μπαρούτης, το ανεξόφλητο χρέος πρέπει να είναι και να παραμένει μεγάλο, αφού σε πολλές αποδείξεις σημειωνόταν ότι αυτό παραμένει για να εισπραχθεί μετά την απελευθέρωση...

0 Σχόλια