Από αυτά στεναχωρημένος ο νους θρηνεί. Η σάρκα μου όμως 
ρίχνει το βλέμμα στους προγόνους και το ανθρωποκτόνο φυτό, 
και την κάθε γλυκιά τροφή δέχεται πάντοτε 
που το καταστροφικό μισητό φίδι δείχνει κολακεύοντας. 
Γι αυτό κλαίω και με προσευχές τον Βασιλιά 
που κυβερνάει όλα και για όλους τη ζυγαριά βαστάει 
ικετεύω για την ψυχή και το σώμα και για τα δύο, 
και με καλή διάθεση να δικάσει και τον πόλεμο να συντρίψει, 
στο καλύτερο, όπως είναι δίκαιο, κάμπτοντας το χειρότερο∙ 
αυτό είναι πολύ καλύτερο και για τα δύο∙ 
και να μη βαραίνει η ψυχή από το σώμα και να πηγαίνει στη γη, 
ώστε όπως το μολύβδινο βαρύδι να έλκεται στο βυθό, 
 αλλά στο πνεύμα το φτεροφόρο και στην εικόνα να υποχωρήσει το χώμα, 
όπως το κερί στη φωτιά λιώνοντας την κακία. 
Τέτοια ικετεύοντας και θεραπευτικά μέσα στη πηχτή σάρκα 
πολλά δίνω, αμέσως τη βαριά αρρώστια απομακρύνω. 
Και την μανία, ανήμερο θηρίο με δυνατά 
δεσμά δένω, τρέμοντας το κακό κύμα. 
Κλειδώνω την κοιλιά, με δυσθεράπευτη θλίψη, την ψυχή 
βασανίζω και χύνω τις βρύσες των δακρύων μου. 
Λυγίζω τα πληγωμένα γόνατα στο Βασιλιά, τις νύχτες άϋπνες 
τις περνώ και λερώνω το πένθιμο ρούχο που έχω. 
Για άλλους είναι τα δείπνα, οι χοροί, τα γέλια, 
οι διασκεδάσεις, τα παιχνίδια της τρυφερής ηλικίας. 
’λλοι για τις γυναίκες και τους γιους τους χαίρουν 
και για τη δόξα του ισχυρού πλούτου που χάνεται. 
 Και άλλοι πάλι με τις αγορές, τα άλση και τα λουτρά 
ευχαριστιούνται και να υπερηφανεύονται μέσα στην πόλη, 
με τα επαινετικά λόγια και τη βοή του πλήθους, που ακολουθεί, 
συνοδεύονται υπεροπτικοί μπροστά στους θρόνους τους. 
Είναι πολλές για τους θνητούς της ποικίλης ζωής 
οι ευχαριστήσεις∙ με τα άσχημα αναμειγνύεται το ευχάριστο. 
Αλλά εγώ είμαι νεκρός για τη ζωή και σε λίγο πάνω στη γη 
αφήνω τη πνοή∙ αποφεύγω τις πόλεις και τους ανθρώπους. 
Με τα θηρία και τους βράχους συναναστρεφόμενος χωριστά από τους άλλους 
Κατοικώ σε πέτρινο ρήγμα άθλιο και πρόχειρο 
με ένα χιτώνα, χωρίς πέδιλα, άστεγος μόνο με την ελπίδα 
ζώντας γίνομαι ειρωνεία για όλους τους θνητούς. 
Το στρώμα μου είναι από χόρτα και κλινοσκέπασμα ο σκληρός σάκκος 
και σκόνη βρεμένη στο δάπεδο από τα δάκρυά μου. 
 Πολλοί θρηνούν στα σιδερένια δεσμά. 
’λλοι πάλι πληροφορούμαι ότι έχουν τέφρα για φαγητό. 
Και άλλοι το ποτό τους ανακατεμένο με δάκρυα πόνου∙ 
άλλοι χτυπιούνται από χειμωνιάτικα χιόνια, 
σαράντα νύχτες και μέρες όμοιοι με δένδρα 
να στέκονται με την σκέψη ανυψωμένοι από τη γη 
και έχοντας μόνο το Θεό στη καρδιά· άλλος έκλεισε 
τα χείλη και στη γλώσσα έβαλε χαλινά . 
Όχι σ' όλα χαλινά , άφησε μόνο σε ύμνους, 
σαν κιθάρα που να έχει πνοή και την παίζει το πνεύμα. 
Κάποιος αφιέρωσε το κεφάλι του στο Χριστό, διατηρώντας, 
εξ αιτίας της ιερής υποσχέσεως, ακούρευτα τα μαλλιά. 
’λλος έκλεισε τα μάτια και στ' αυτιά του έβαλε θύρες 
μήπως, δίχως να αντιληφθεί δεχτεί το κεντρί του θανάτου. 
 Τέτοια είναι τα θεραπευτικά μέσα για το εχθρικό σώμα. 
Ήδη και τα γηρατειά μου είναι φάρμακα των παθών μου. 
Πολλές χωρίς να το θέλω ανυπολόγιστες ορμητικές θύελλες 
περιστρέφονται γύρω μου, που βασανίζομαι από φρικτούς πόνους. 
Αλλά το σώμα ούτε στα λόγια πειθαρχεί ούτε οι κόποι 
το τραχύνουν, ούτε αλύγιστο κυρτώνει από το χρόνο· 
Αλλά με κλειστά μάτια πάντα ενάντια στη ζωή 
ορμά και σαν την λεγεώνα με τους χοίρους επιθυμεί γκρεμούς. 
Αν σε κάποιο σημείο απομακρυνθεί για λίγο από του Θεού, 
το φόβο ή από τους κόπους ή από λόγια θεϊκά, 
όπως το φυτό που ο καλλιεργητής του με τις παλάμες το τραβάει, 
περιστρέφεται πάλι στην προηγούμενη κακία του. 
Ω δυστυχισμένοι, θνητό γένος των ανθρώπων· 
Πόσο όταν οι συμφορές μας βασανίζουν ευχαριστιόμαστε με την παραφροσύνη μας. 
Ούτε το λόγο σεβόμαστε, που μέσα μας κατά την γέννησή μας 
 έβαλε ο Θεός, χαρίζοντας σπέρμα ζωής· 
Ούτε το νόμο να φοβόμαστε, που κάποτε σε λίθινες πλάκες 
Με γράμματα την αλήθεια προτυπώνοντας ο Βασιλιάς 
εχάραξε τελευταία ο Χριστός στις καρδιές 
τις δικές μας με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος· 
και για του Χριστού τα Πάθη αφού μελέτησαν αντίθετα 
που με απομάκρυνε από φρικτά πάθη, 
αφού έλαβε σάρκα, στο σταυρό, καρφώθηκε και κάρφωσε τη σκοτεινή 
αμαρτία του πλάσματός του και τη δύναμη του Βελίαρ , 
και για να με αναγεννήσει και εκ του τάφου να επαναφέρει 
μαζί με τον Χριστό να συνδοξασθούμε υψηλά. 


"Περί των παθών της ψυχής του, Γρηγορίου του Θεολόγου μτφρ. ’γγελος Παπουτσής 
Μιλάει ο Γρηγόριος Θεολόγος, Στυλιανού Παπαδόπουλου, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991, σελ. 165-179"

0 Σχόλια