Δια της θείας Κοινωνίας επιτυγχάνομεν την πλήρη προς τον Θεόν επικοινωνίαν. Δι αυτής προσφέρομεν λατρείαν αληθινήν και ευάρεστον. Γινόμεθα τέκνα του Θεού, όταν συμμετέχωμεν εις το πνευματικόν δείπνον. Συγγενείς του Χριστού αναδεικνυόμεθα, η δε συγγένεια αυτή είναι ασυγκρίτως μεγαλυτέρα και ισχυροτέρα από εκείνην που υπάρχει μεταξύ ημών και των γονέων μας. Μεταδίδει εις ημάς ο Χριστός το σώμα του και το αίμα του και γίνεται δι’ ημάς ουχί απλώς αίτιος ζωής,
όπως οι γονείς μας, άλλα πηγή ζωής... Τους πιστούς, οι οποίοι μετέχουν, κατόπιν προετοιμασίας, του μεγάλου δείπνου, τους κάμνει αγίους και δικαίους, όχι μόνον διότι τους παιδαγωγεί καταλλήλως και τους διδάσκει τα πρέποντα, μορφώνει την ψυχήν και ασκεί την θέλησίν των εις ζωήν ευσεβή και ενάρετον, αλλά και διότι ο ίδιος γίνεται δι’ αυτούς «σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε και αγιασμός και απολύτρωσις» (Α΄ Κορ. α΄ 30).
Ενωνόμεθα με τον μακάριον και γινόμεθα μακάριοι. Ενωνόμεθα με την ζωήν και οι νεκροίπνευματικώς ανιστάμεθα εις πνευματικήν ζωήν. Δια της ενώσεως αυτής οι ανόητοι γινόμεθα σοφοί, αποκτώμεν την θείαν σοφίαν οι ακάθαρτοι και πονηροί και δούλοι της αμαρτίας γινόμεθα δίκαιοι, άγιοι, τέκνα Θεού. Άγιοι δια τον Άγιον, δίκαιοι και σοφοί δια τον ηνωμένον μαζή μας Κύριον, ο οποίος είναι ο δίκαιος και ο σοφός... Όλα όσα εχει ο Χριστός γίνονται ιδικά μας. Διότι δια της θείας Ευχαριστίας γινόμεθα μέλη του και τέκνα και κοινωνοί του σώματος, του αίματος και του πνεύματος του... Δια τούτο δεν αρκεί να παρουσιάσωμεν μίαν συνήθη αρετήν ούτε να επιτύχωμεν απλώς ωρισμένας μόνον πνευματικάς νίκας, αλλ’ είναι ανάγκη να ζήσωμεν αυτήν την νέαν εν Χριστώ ζωήν. Και είμεθα όλοι υποχρεωμένοι να αντιγράψωμεν την αγίαν του Χριστού ζωήν να ζήσωμεν την νέαν ζωήν, διότι «συνετάφημεν αυτόν δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον», ίνα «καί ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ΄ 4). Αυτήν την νέαν ζωήν ζητεί ο Παύλος από ημάς, όταν γράφη προς τον Τιμόθεον: «Επιλαβού της αιωνίου ζωής, εις ην και εκλήθης» (Α΄ Τιμ. στ΄ 12). Εις την νέαν εν Χριστώ ζωήν μας προτρέπει και ο απόστολος Πέτρος: «Κατά τον καλέσαντα υμείς άγιον και αυτοί άγιοι εν πάση αναστροφή γενήθητε» (Α΄ Πέτρ. α΄ 15). Όπως η εν Χριστώ γέννησις του ανθρώπου είναι θεία και υπερφυσική, κατά παρόμοιον τρόπον και η χριστιανική αλήθεια και η τροφή και η δίαιτα, που χρειάζεται δια την εν Χριστώ ζωήν, όλα αυτά είναι καινούργια και πνευματικά. Αυτήν την αλήθειαν ετόνισεν ο Κύριος, όταν είπε προς τον Νικόδημον: «Το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος πνεύμα εστί» (Ιω. γ΄ 6). ...Δια της θείας Ευχαριστίας ενδυόμεθα τον Χριστόν, λαμβάνομεν βασιλικόν ιμάτιον. Όλα τα ανθρώπινα υπενθυμίζουν δουλείαν. Υπάρχει όμως και η πνευματική ελευθερία και βασιλεία. Αλλά πώς θα γίνωμεν ελεύθεροι πνευματικώς και άξιοι αυτής της βασιλείας, όταν δεν
έχωμεν να παρουσιάσωμεν αρετήν μεγαλυτέραν από εκείνην, που αποκτούν οι δούλοι; Όπως η φθορά, την οποίαν προκαλεί η αμαρτία, δεν ημπορεί να κληρονομήση την άφθαρτον πνευματικήν ζωήν, «δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 53), τοιουτοτρόπως και τα εργα των δούλων δεν αρκούν δια την κληρονομίαν της βασιλείας εκείνης, αλλά χρειάζεται η παρά του Θεού δικαίωσις, η οποία μεταβάλλει τον δούλον της αμαρτίας εις υιόν και κληρονόμον. Διότι «ο δούλος ου μένει εν τη οικία εις τον αιώνα· ο υιός μένει εις τον αιώνα» (Ιω. η΄ 35). Ο Χριστιανός, που φλέγεται από τον πόθον να κληρονομήση την βασιλείαν του Χριστού, είναι ανάγκη να παύση να είναι δούλος της αμαρτίας και να γίνη υιός,να αποκτήση εις την ψυχήν
του την μορφήν του Μονογενούς Υιού και με το πνευματικόν κάλλος του Κυρίου να εμφανισθή κατά την ημέραν της δευτέρας παρουσίας. Ο άνθρωπος όμως απαλλάσσεται από την δουλείαν της αμαρτίας και γίνεται ελεύθερος πνευματικώς μόνον όταν ενωθή με τον Χριστόν. Αυτήν την αιωνίαν και θεμελιώδη αλήθειαν διεκήρυξεν ο Κύριος: «Εάν ο υιός υμάς ελευθερώση, όντως ελεύθεροι εσεσθε» (Ιω. η΄ 31). Απαλλάσσει ο Χριστός τους ανθρώπους από την αμαρτίαν και κάμνει τους δούλους υιούς, διότι είναι αυτός Υιός, ελεύθερος από κάθε αμαρτίαν, εξ ολοκλήρου αναμάρτητος. Ο κατά πάντα άγιος μεταδίδει εις τους πιστούς το σώμα, το αίμα και το πνεύμα του. Με τον τρόπον αυτόν μας αναδημιουργεί, μας ελευθερώνει, μας οδηγεί εις την Θέωσιν, διότι ενώνει με ημάς τον εαυτόν του, τον αληθινόν δηλαδή Θεόν, ο οποίος είναι πηγή πνευματικής υγείας, ζωής και ελευθερίας. Με την μυστικήν και πνευματικήν αυτήν ένωσιν ο Χριστός γίνεται ιδικόν μας αγαθόν. Τίποτε από τα ανθρώπινα δεν θα μας χρειασθή μετά την πάροδον της προσκαίρου αυτής ζωής. Θα ερωτηθώμεν τότε, εάν ειργάσθημεν τα έργα του Χριστού, εάν απετυπώσαμεν τας αρετάς του κατά τρόπον ανεξάλειπτον εις τας ψυχάς μας. Δεν θα λάβωμεν τον αμαράντινον της δόξης στέφανον, εάν δεν επιδείξωμεν ψυχήν μορφωμένην σύμφωνα με την ζωήν του Χριστού, εάν δεν παρουσιάσωμεν πλούτον πνευματικόν, που μένει πάντοτε νέος και άφθαρτος, εάν δεν είμεθα απηλλαγμένοι από κάθε πονηρίαν και ενοχήν. Οι αγωνισταί θα λάβουν τότε ως βραβείον τον Θεόν. Είναι ανάγκη, λοιπόν, oι αγώνες να είναι θείοι, ανάλογοι προς το μέγα και αιώνιον βραβείον. Ο Χριστός δεν είναι μόνον προπονητής των αθλητών της πνευματικής ζωής, αλλ’ είναι συγχρόνως και αρχηγός παντοδύναμος των πνευματικών αγώνων, το ακόμη Θαυμαστότερον, είναι ηνωμένος με όλους όσοι νικούν εις τον πνευματικόν στίβον. Θέλει να μας οδηγήση από την γην εις τον ουρανόν, προς τον Θεόν και να μας απαλλάξη από κάθε τι το ανθρώπινον που είναι κατώτερον. Είμεθα βαρύτατα ασθενείς εις την ψυχήν ένεκα της αμαρτίας και έχομεν ανάγκην θεραπείας. Μας επεσκέφθη ο παντοδύναμος ιατρός των ψυχών, μας ήνοιξε τα μάτια της ψυχής και μας εχάρισεν όλα όσα είναι απαραίτητα δια την θεραπείαν της βαρύτατης νόσου, της αμαρτίας. Το φάρμακον και η δίαιτα δια την ψυχικήν μας υγείαν είναι αυτός ο Χριστός. Η αμαρτία διαφθείρει τον άνθρωπον. Ο Χριστός τον αναδημιουργεί και τον αναπλάττει, μεταδίδων εις αυτόν το
σώμα του. Μας επλασε με χώμα, που έλαβεν από την γην. Δια να μας αναπλάση έδωσε το σώμα του και την ζωήν του και δια της θυσίας του δεν κάμνει την ψυχήν μας απλώς καλυτέραν, αλλά μεταδίδει εις τας καρδίας μας, μαζή με το τίμιον αίμα του, την ιδικήν του ζωήν. Όταν εδημιούργησε τον άνθρωπον, «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής» (Γεν. β΄ 7). Τώρα μεταδίδει εις τον άνθρωπον όχι πνοήν ζωής, αλλ’ αυτό το Πνεύμα το Άγιον. «Εξαπέστειλε, γράφει ο απόστολος
Παύλος, ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον άββα ο πατήρ» (Γαλ. δ΄ 6). Κατά την δημιουργίαν με μίαν προσταγήν «γενηθήτω φως και εγένετο φως» (Γεν. α΄ 3), εδημιούργησε το φως το οποίον είναι τόσον απαραίτητον δια την ζωήν μας. Τώρα αυτός ο Δεσπότης, ο ειπών τότε «εκ σκότους φως λάμψαι», «έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού» (Β΄ Κορ. δ΄ 6). Άλλοτε ο Θεός παρείχε τας ευεργεσίας του εις τον άνθρωπον με τα κτίσματα, με προστάγματα, με νόμους, με αγγέλους. Τώρα μας ευεργετεί κατ’
ευθείαν αυτός ο Κύριος, γινόμενος χάριν ημών τα πάντα.
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ