Αντικείμενο της μεγαλύτερης θρησκευτικής διαμάχης σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας υπήρξε η απόδοση τιμής προς τις ιερές εικόνες, εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, που βρίσκονταν στις εκκλησίες και σε ιδιωτικούς οίκους. Οι εικονοκλάστες ή εικονομάχοι αντιτίθεντο σε οποιαδήποτε μορφή θρησκευτικής τέχνης απεικόνιζε ανθρώπινα όντα ή το Θεό και απαιτούσαν την καταστροφή των εικόνων. Η αντίπαλη παράταξη των εικονολατρών υπεράσπιζε σθεναρά τη θέση των εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας. Η διαμάχη δεν ήταν απλά μια σύγκρουση δύο διάφορων αντιλήψεων της χριστιανικής τέχνης αλλά και μία ευρύτερη αντίθεση σχετικά με την ανθρώπινη φύση του Ιησού και το νόημα της λύτρωσης του ανθρώπινου γένους.
Οι εικονοκλάστες πιθανότατα επηρεάστηκαν από εβραϊκές και μουσουλμανικές αντιλήψεις για τη θρησκευτική απεικόνιση, και είναι χαρακτηριστικό ότι τρία έτη πριν το πρώτο ξέσπασμα της εικονομαχίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο μουσουλμάνος χαλίφης Γιεζίντ διέταξε την αφαίρεση όλων των εικόνων από την επικράτειά του. Αλλά η εικονομαχία δεν εισήχθη απλά από το εξωτερικό. Μέσα στο χριστιανισμό υπήρχε πάντα μια ακραία συντηρητική προοπτική, η οποία καταδίκαζε τις εικόνες επειδή διέκρινε σε αυτές μία λανθάνουσα ειδωλολατρία. Όταν οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων επιτέθηκαν στις εικόνες, βρήκαν αφθονία πηγών υποστήριξης εντός της εκκλησιαστικής γραμματείας. Χαρακτηριστική αυτής της συντηρητικής άποψης είναι η δράση του Αγίου Επιφανίου Σαλαμίνος (315 - 403), ο οποίος, όταν ανακάλυψε ένα ύφασμα με τη μορφή του Χριστού στην εκκλησία ενός χωριού της Παλαιστίνης, αγανακτισμένος το έσκισε. Αυτή η αντίληψη ήταν πάντα ισχυρή στη Μικρά Ασία και μερικοί υποστηρίζουν πως η απόρριψη των εικόνων ήταν μία ασιατική αντίδραση στο ελληνικό πνεύμα. Αλλά δύσκολα γίνεται αποδεκτή μια τέτοια άποψη. Περισσότερο τείνει να αντιμετωπιστεί ως ένα ρήγμα μέσα στην ελληνική παράδοση.
Οι εικονομαχικές έριδες, που διήρκεσαν περίπου 120 χρόνια χωρίζονται σε δύο φάσεις. Η πρώτη περίοδος ξεκινά το 726 όταν ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ άρχισε την επίθεσή του ενάντια στις εικόνες, και τελείωσε το 780 όταν η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία ανέστειλε τη δίωξη. Η θέσεις των εικονολατρών υποστηρίχτηκαν από την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο το 787, η οποία έλαβε χώρα στη Νίκαια της Βιθυνίας. Η Σύνοδος διακήρυξε την απόδοση τιμής στο εικονιζόμενο πρόσωπο και τη διατήρηση των εικόνων με την περιβολή του ίδιου σεβασμού που απονέμονταν στο Ευαγγέλιο και το Σταυρό. Μια νέα επίθεση στις εικόνες άρχισε από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Ε' τον Αρμένιο στα 815 και συνεχίστηκε μέχρι τα 843 όταν επανεγκαταστάθηκαν οι εικόνες, αυτή τη φορά οριστικά, από μια άλλη Αυτοκράτειρα, τη Θεοδώρα. Η τελική ύψωση των ιερών εικόνων το 843 είναι γνωστή ως θρίαμβος της Ορθοδοξίας, και τιμάται την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Πηγή."Orthothox wiki".
Σχόλιο "Η τιμή επί το πρωτότυπο διαβαίνει σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας και όχι για το ξύλο, το πρόσωπο που απεικονίζεται τιμάται."

0 Σχόλια