Η Επιστολή προς Γαλάτας γράφτηκε στην Έφεσο κάπου ανάμεσα στο 52 με 55 μ.Χ. Η επιστολή αυτή απευθύνεται προς τις εκκλησίες της Γαλατίας, περιοχής της κεντρικής Μ. Ασίας. Σύμφωνα με τα χωρία Πράξεις 16,6 και 18,23 ο Παύλος κατά τις περιοδείες του είχε έρθει δύο φορές στη Γαλατία.
Μερικά χρόνια μετά την ίδρυση των τοπικών εκκλησιών στη Γαλατία εμφανίζονται εκεί οι «ταράσσοντες», οι οποίοι διαστρεβλώνουν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Πρόκειται για ιουδαιοχριστιανούς οι οποίοι επιβάλλουν στα μέλη της εκκλησίας την περιτομή και την τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου. Προσπαθούν να υποσκάψουν το κύρος του Παύλου λέγοντας ότι δεν είναι Απόστολος της αξίας των δώδεκα, ότι το αξίωμα του το αντλεί απ' αυτούς και ότι διδάσκει την αποδέσμευση από το Νόμο για να είναι αρεστός στους εξ εθνών Χριστιανούς.
Στην προς Γαλάτας επιστολή εκθέτει ο Παύλος το Ευαγγέλιο του, το οποίο συνίσταται στην ελευθερία από το Μωσαϊκό νόμο που την προσφέρει ο Χριστός και στη δικαίωση του ανθρώπου δια της πίστεως. Η έκθεση του «Ευαγγελίου» αυτού έχει τόνο πολεμικό. Δεν γράφει ο Παύλος για να εκθέσει ήρεμα και συστηματικά τη διδασκαλία του αλλά για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε στις εκκλησίες της Γαλατίας.
Στην επιστολή αυτή ο Παύλος μας δίνει αυτοβιογραφικές πληροφορίες και εκφράζει τη συνείδηση, που είχε για το αποστολικό του αξίωμα και τη σχέση του με τους δώδεκα Αποστόλους. Υπογραμμίζει ότι δεν έγινε Απόστολος από ανθρώπους, ούτε με την παρέμβαση κάποιου ανθρώπου αλλά από τον Ιησού Χριστό και το Θεό Πατέρα (1,1). Εκφράζει έντονα την έκπληξή του για το ότι οι Χριστιανοί της Γαλατίας τόσο εύκολα παρασύρονται από αυτούς που κηρύττουν άλλο Ευαγγέλιο απ' αυτό που τους κήρυξε ο ίδιος και που είναι το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Για να τονίσει ο Απόστολος το γεγονός ότι το Ευαγγέλιο που κηρύττει το έλαβε όχι από ανθρώπινη αυθεντία αλλά «δι' αποκαλύψεως Ιησού Χριστού», προβαίνει σε μια αναδρομή αυτοβιογραφική, από την οποία φαίνεται ότι τον πρώην διώκτη της Εκκλησίας μετέβαλε η χάρη του Θεού σε ευαγγελιστή των εθνών. Δεν πηγαίνει λοιπόν αμέσως μετά την μεταστροφή του στα Ιεροσόλυμα, στο κέντρο της ζωής και ιεραποστολικής δράσης της Εκκλησίας, αλλά ύστερα από τρία χρόνια, για να γνωρίσει από κοντά τον Πέτρο, χωρίς να συναντήσει άλλους αποστόλους. Έτσι το αποστολικό του αξίωμα, θέλει να πει, προέρχεται απ' ευθείας από τη χάρη του Θεού και όχι από κάποια ανθρώπινη εκκλησιαστική αυθεντία.
Ο Απόστολος επισημαίνει τον κίνδυνο που διατρέχουν οι Γαλάτες, εάν παρασυρθούν από αυτούς που τους ζητούν επιστροφή στα έργα του Νόμου. Φέρει ως βιβλικό παράδειγμα δικαίωσης από την πίστη τον Αβραάμ, ομιλεί για την προτεραιότητα και υπεροχή της επαγγελίας του Θεού έναντι του Νόμου, για τον προπαρασκευαστικό ρόλο που έπαιξε ο Νόμος μέσα στο σχέδιο της θείας οικονομίας, και για την κατάργηση των διακρίσεων φύλου, κοινωνικής κατάστασης, προηγουμένων θρησκευτικών πεποιθήσεων μέσα στην περιοχή της πίστεως και στην περιοχή της Εκκλησίας.
Κεντρικό σημείο του Ευαγγελίου που κηρύττει ο Παύλος είναι ότι η σταυρική θυσία του Κυρίου φέρει ως καρπό την ελευθερία του ανθρώπου από το Νόμο και την απόκτηση των αγαθών της κατά χάρη υιοθεσίας. Ο Παύλος ζητάει από τους παραλήπτες της επιστολής να μείνουν στην περιοχή της εν Χριστώ ελευθερίας και να μην επιστρέφουν στο ζυγό της δουλείας των νομικών τύπων. Η ελευθερία δεν σημαίνει βέβαια ασυδοσία αλλά ζωή αγάπης.