Ο πυγμάχος ιερέας και οι άλλοι «σούπερ παπάδες»
Πηγή: Mikhail Mordassov / Focus Pictures

Στην πόλη Νελίντοβο κοντά στην Τβερ υπάρχει μια ασυνήθιστη ενορία. Στη μοναδική ορθόδοξη εκκλησία της πόλης υπηρετούν ο ένας δίπλα στον άλλο, ένας ιερέας πυγμάχος, ένας οδοντίατρος, ένας μαραθωνοδρόμος, καθώς και ένας διάκος μουσικός της heavy metal.
Η εκκλησία του Νελίντοβο (περίπου 300 χλμ δυτικά της Μόσχας) είναι η μοναδική σε μια πόλη που ο πληθυσμός της φτάνει τις 20.000. Παρόλα αυτά, στην πρωινή λειτουργία της Παρασκευής, στο ναό δεν είναι πάνω από δέκα πιστοί. Οι τοπικοί ιερείς αναφέρουν ότι αυτό συμβαίνει μόνο τις καθημερινές, ενώ τις Κυριακές και τις γιορτές δεν πέφτει καρφίτσα. Η συμπαθητική γυναίκα φύλακας ανοίγει την εκκλησία κατά τις επτά το πρωί, και γύρω στις οκτώ αρχίζουν να προσέρχονται οι ελάχιστοι ενορίτες και οι ιερείς. Στην αρχή της λειτουργίας βέβαια, στην εκκλησία βρίσκονται μόνο δύο ιερείς. Μισή ώρα αργότερα καταφτάνει και ο πατήρ Σέργιος Ακίμοφ.
Ο ιερέας πυγμάχος
Ο Σεργκέι Ακίμοφ. Φωτογραφία:  Michail Mordasov
Ο Σεργκέι Ακίμοφ έχει καστανά μάτια και φαρδιές πλάτες, και με την πρώτη ματιά δεν τον περνάς για παπά, αν και όταν φοράει τα άμφια οι μυς τους δεν ξεχωρίζουν ιδιαίτερα. Ο Ακίμοφ έχει σοβαρή όψη και, θα’ λεγε κανείς, λίγο σκυθρωπή. Στην εκκλησία βρέθηκε μάλλον τυχαία. Όταν ήταν παιδί πίστευε «με παιδικό τρόπο», όπως λέει ο ίδιος, αλλά ύστερα έγινε πολύ προληπτικός. Κάποια στιγμή οι δεισιδαιμονίες έγιναν τόσο σημαντικό κομμάτι του εαυτού του, ώστε αποφάσισε πως αν δεν πιστεύει σε τίποτα απολύτως, η ζωή του θα γίνει πολύ πιο απλή. Πέρασε κάποιος καιρός, και μια φορά πίνοντας τσάι σε κάτι φίλους του, έπιασε συζήτηση με έναν ιερέα για το αν υπάρχει Θεός. Η κουβέντα κράτησε μέχρι τις τρεις το πρωί και μετά από λίγο καιρό, πήγε και ο Ακίμοφ στην εκκλησία, αρχικά ως αναγνώστης αγιογραφικών κειμένων και μετά ως διάκονος.
Πριν συνδέσει τη ζωή του με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, ο πατήρ Σέργιος ασχολούταν ενεργά με την πάλη χωρίς κανόνες. Όταν ήρθε στην εκκλησία, σκέφτηκε σοβαρά να εγκαταλείψει τον αθλητισμό και να αφιερωθεί αποκλειστικά στην πνευματική του βελτιστοποίηση. Ωστόσο, ο επίσκοπος τον έπεισε να μην παρατήσει τον αθλητισμό, αν και δεν τον ευλόγησε να προπονείται. «Είπε ότι μάλλον δεν ωφελεί. Ας προπονείς τα παιδιά, αλλά εσύ ο ίδιος μην παίρνεις μέρος. Καταλήξαμε σε αυτό», θυμάται ο Ακίμοφ.


Για μερικά χρόνια ο πατέρας Σέργιος μάθαινε στα παιδιά τα μυστικά της πυγμαχίας, τα συνόδευε στους αγώνες. Οι μαθητές του ιερέα καταλάμβαναν τις πρώτες θέσεις, αλλά ο ίδιος δεν συμμετείχε. Το σημείο καμπής έφτασε το 2007. «Πήγαμε για πυγμαχία στην πόλη της Τβερ (κέντρο της περιφέρειας Τβερ, περίπου 160 χλμ βορειοδυτικά της Μόσχας) και εγώ, χωρίς να πάρω την ευλογία του ηγούμενου, πήρα μέρος σε έναν αγώνα και νίκησα», θυμάται. «Δεν είχα καμία αγωνιστική πρακτική, αλλά προπονούμουν συνεχώς».
Στην ερώτηση, πώς ένα επιθετικό σπορ όπως το μποξ μπορεί να συμβαδίζει με τον Χριστιανισμό, ο πατέρας Σέργιος ζωντανεύει και αρχίζει ένα γεμάτο έμπνευση κήρυγμα υπέρ της πυγμαχίας: «Και εσείς, όπως και άλλοι οι οποίοι έχουν άγνοια στο θέμα, δεν κατανοείτε την ουσία της πυγμαχίας, νομίζετε ότι είναι απλά μπουνιές στη μούρη και γι’ αυτό δεν είναι χριστιανικό. Δεν είναι όμως έτσι. Αν αντιμετωπίζεις το μποξ με συναισθηματική φόρτιση, θυμό, επιθετικότητα και πάθος, τότε αρχίζεις και χάνεις».
Για τον Ακίμοφ, η πυγμαχία δεν είναι σπασμένα δόντια, σπασμένη μύτη και αίματα στο πρόσωπο, δεν είναι τα χρήματα που λαμβάνει για κάθε γύρο, και δεν είναι ματαιοδοξία. Ο ίδιος λέγει: «Βλέπω το μποξ σαν τέχνη, σαν ικανότητα να σκέφτεσαι, να κάνεις ωραίους συνδυασμούς, να αποφεύγεις τα χτυπήματα, να ελίσσεσαι. Είναι ουσιαστικά ένα παιχνίδι ανάμεσα σε δύο μυαλά και δύο δυνάμεις. Αν οι δυο πυγμάχοι είναι το ίδιο δυνατοί, νικά εκείνος που είναι πιο έξυπνος και πονηρός, και όχι εκείνος που είναι πιο επιθετικός».
Μετά τη λειτουργία ο Ακίμοφ ετοιμάζεται για το σπίτι προκειμένου να διαβάσει για τις εξετάσεις (εδώ και λίγο καιρό, όλοι οι ιερείς είναι υποχρεωμένοι να λαμβάνουν ειδική εκπαίδευση), καθώς και για να ετοιμαστεί για τα μαθήματα πυγμαχίας στο σχολείο. Πριν μας αποχαιρετήσει όμως, μέχρι το βράδυ που θα τον ξανασυναντήσουμε, με πλησιάζει και λέει συνωμοτικά: «Γενικά, όλοι οι ιερείς μας εδώ έχουν ενδιαφέρον».

0 Σχόλια