Κάποτε χτύπησε κάποιος την πόρτα του μοναστηρίου και όταν βγήκα είδα κάποιον μακρόν και υψηλόν. Αφού τον ρώτησα επίμονα "Εσύ ποιός είσαι" μου απάντησε "Εγώ είμαι ο σατανάς". Τι συμβαίνει εδω συνέχισε, γιατί με κοροιδεύουν οι μοναχοί και όλοι οι άλλοι χριστιανοί, Γιατί με καταριούνται όλη την ώρα. Του απάντησα, "Γιατί τους ενοχλείς". Δεν είμαι εγώ αυτός που τους ενοχλεί μου είπε, αυτοί ταράζουν τους ευατούς τους, εγώ είμαι ασθενής πιά. Δεν διάβασαν ότι του εχθρού τα βέλη εξαφανίστηκαν,και δεν έχει τόπο για να σταθεί, ούτε βέλος έχω ούτε τόπον. Παντού έγιναν χριστιανοί και η έρημος γέμισε μοναχούς. Φυλάνε τους ευατούς τους μακριά από την αμαρτία και με καταριούνται.
Τότε εθαύμασα την χάρη του Κυρίου και είπα πρός τον σατανά "Συνεχώς είσαι ψεύτης ποτέ δεν λέγεις την αλήθεια τώρα όμως χωρίς να το θέλεις μιλάς αληθινά, ο Κύριος Χριστός ελθών σε εποίησε ασθενή και καταβαλών σε εγύμνωσε. Ο σατανάς αφού άκουσε το Όνομα του Ιησού Χριστού και μην μπορώντας να ανεχτεί την καύσιν που του προκαλούσε εξαφανίστηκε.
Ώστε και εάν ο διάβολος ομολογεί ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον μας, οφείλουμε κατά  πάντα να τον καταφρονούμε αυτόν και τους δαίμονες του. Ο εχθρός μπορεί να έχει μαζί του κύνες και να είναι εξησκημένος στίς πανουργίες, εμείς όμως αφού μάθαμε την ασθένεια του μπορούμε να τον καταφρονούμε.

0 Σχόλια