Περίπου το 319 όταν ο Αθανάσιος ήταν διάκονος, ένας πρεσβύτερος που ονομαζόταν Άρειος άρχισε να διδάσκει ότι υπήρχε χρονική περίοδος πριν γεννήσει ο Πατήρ τον Υιό. Μάλιστα διάνθιζε τις διδασκαλίες του με περαιτέρω νεωτερισμούς, αφού πέραν από το ότι θεωρούσε το Λόγο κτίσμα, μιλούσε περί γεννήσεως δύο Λόγων, περί ανυπαρξίας ψυχής στον Ιησού, περί της μη σταυρικής θυσίας Του, αλλά μάλιστα προσέθετε και άλλες θεολογικές απόψεις οι οποίες ακρωτηρίαζαν την θεότητα και τη σωτηριολογική προοπτική του ενσαρκωμένου Λόγου. Ο Αθανάσιος διάκονος ακόμα συνόδευσε τον Αλέξανδρο, επίσκοπο Αλεξανδρείας στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, στην οποία είχε το ρόλο του γραμματέως, από την οποία προέκυψε το Σύμβολο της Πίστεως και κατά την οποία αναθεματίστηκε ο Άρειος και οι ακολουθούντες αυτόν. Στις 8 Ιουλίου 328, ο Αθανάσιος διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο ως επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ως αποτέλεσμα της δυναμικής απόκρουσης του Αρειανισμού, της ισχυρής θεολογικής θεμελίωσης κατά των αιρετικών διδασκαλιών αλλά και μείωσης της επιρροής του, εξορίστηκε αρχικά από την Αλεξάνδρεια στην Τύρο, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α' για να επανέλθει μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου πέντε ακομα φορές. Η κατάσταση αυτή γέννησε την έκφραση "Athanasius contra mundum" ή "Ο Αθανάσιος εναντίον του κόσμου", η οποία του αποδόθηκε από τους αντιπάλους του. Κατά τη διάρκεια μερικών εξοριών του, έμεινε κοντά σε Πατέρες της Ερήμου, μοναχούς και ερημίτες που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές της Αιγύπτου. Παρά όμως τη δογματική του σταθερότητα, επέδειξε υψηλή διπλωματία, υπερασπιζόμενος την Ορθοδοξία στη Σύνοδο της Αλεξανδρείας το 362.
Το πιστεύω του Μεγάλου Αθανασίου συνοψίζονται απο τα πεπραγμένα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου. Δηλαδή «Ο Υιός και Λόγος του Θεού, τέλειον γέννημα του Πατρός, γέννημα δε όχι κατά θέλησιν, αλλά κατά φύσιν. Δεν προήλθε διότι το ηθέλησεν ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα είς την φύσιν του Πατρός να γεννά τον Υιόν και μέσα εις την φύσιν του Υιού να γεννάται. Τούτο ακριβώς συνιστά την διαφοράν αυτού από τα κτίσματα. Είναι εικών και ομοίωσις του Πατρός, ενώ ο άνθρωπος είναι απλώς κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, άναρχος και Αυτός, όπως ο Πατήρ». Η ψυχή είναι «αυτοκίνητη» και ζεί και μετά το θάνατο του σώματος. Η αθανασία αυτή δεν οφείλεται στη φύση της, αλλά στο θέλημα του Θεού. Με το όρο αυτό εννοεί τόσο την Αγία Γραφή, όσο και την παράδοση των Αποστόλων και των Πατέρων τηςς εκκλησίας, την οποία δίδαξε ο Κύριος και κήρυξαν οι Πατέρες. Σε αυτήν την παράδοση θεμελιώδης είναι η ύπαρξη της εκκλησίας του Χριστού και όποιος ξεφεύγει απο αυτή χάνει την ιδιότητα του Χριστιανού. Τη δε δογματική διδασκαλία, έχει τη δυνατότητα , μόνο η εκκλησία να διατυπώνει.Ο Ιησούς Χριστός κατά τον Αθανάσιο «υιοποίησεν ημάς τω Πατρί και εθεοποίησε τους ανθρώπους, γενόμενος αυτός άνθρωπος. Ουκ άρα άνθρωπος ων ύστερον γέγονεν άνθρωπος, ινα μάλλον ημάς θεοποίηση» ( Λόγος κατα Αρειανών 1,30 ). Υποστηρίζει οτι όποιος υιοθετεί το δόγμα του Αρείου, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι ο Χριστός είναι κτίσμα, και καταντάει και αυτός ειδωλολάτρης, όπως οι εθνικοί. Επίσης το Άγιο Πνεύμα «συναριθμείται» και «συνδοξάζεται» αφού «της αυτής Θεότητος εστί και της αυτής ουσίας».
Πηγή:http://el.orthodoxwiki.org/