Ἐπειδή ἡ ἱστορική καί γλωσσική μνήμη καί γνώση βοηθάει στήν αὐτοσυναίσθηση. Ἀκόμα κι ἄν ἀφορᾶ στήν…προέλευση τῆς λέξεως «μακαρόνια», ἤ τῆς λέξεως «καραμέλα» ! Γιά νά μή μᾶς «πιπιλᾶνε» ἄλλες θεωρίες καί μᾶς δημιουργοῦνται μεθοδευμένα αἰσθήματα μειονεξίας.
Ψηλά τό κεφάλι.!

ς γνωστόν, πλουσιότατη λληνική μας γλώσσα χρησίμευσε καί χρησιμεύει κόμη ς στείρευτο θησαυροφυλάκιο λέξεων γιά λες τίς δυτικές – καί χι μόνο- γλσσες. Μεγάλος ριθμός πιστημονικν, φιλολογικν, τεχνολογικν καί πολιτειακν ρων ….ποδίδεται σέ πολλές γλσσες μέ λληνικές λέξεις. κόμη καί λέξεις χρησιμοποιούμενες συχνά στήν καθομιλουμένη τν Δυτικν μας φίλων πηχον τήν λληνόγλωσση καταγωγή (καταστροφή – catastrophe, τηλέφωνο – telephone) κόμη καί νόματα ζώων (λέφαντας – elephant).
Κατά τό Μεσαίωνα πρχαν πολλές πολιτιστικές λληλεπιδράσεις μεταξύ Βυζαντίου καί Δύσης. διαίτερα κατά τόν πρώιμο Μεσαίωνα (μέχρι καί τόν 12ο αώνα) πολιτιστική κτινοβολία το βυζαντινο λληνισμο στή Δυτική Ερώπη ταν σχυρότατη. Μέσα στά πλαίσια ατς τς πιρρος, ο χριστιανικοί λαοί τς Δύσης (λλά καί ο Σλάβοι) δανείστηκαν ατούσιες λληνικές λέξεις μετέφρασαν πτά λληνικά στά λατινικά λλες λέξεις γιά νά δηλώσουν τι καί ο Βυζαντινοί. Παρακάτω θναφερθον λίγα μόνο παραδείγματα τέτοιων δανείων.
Τά πρτα χουν σχέση μέ πολιτικούς καί κοινωνικούς θεσμούς ερέως διαδεδομένους καί πόλυτα ναγκαίους τόσο τότε σο καί στή σύγχρονη ποχή.
Βυζαντινή Ατοκρατορία εχε οκουμενική πολιτική δεολογία. ς συνέχεια το ρωμαϊκο imperium – πού στά πλαίσια το χριστιανισμο μεταμορφώθηκε σέ imperium christianum – εχε ξιώσεις γιά παγκόσμια πολιτική καί πολιτιστική κυριαρχία. βυζαντινός ατοκράτωρ παρουσιαζόταν ς νώτερος γεμόνας λων τν κοσμικν βασιλέων, χριστιανν καί μή, καί ς προστάτης λης της χριστιανοσύνης. Τά παραπάνω, σέ συνδυασμό μέ τό γεγονός τι τήν εημερία το κράτους ποφθαλμιοσαν πολλοί χθροί, καναν πιτακτική τήν νάγκη δημιουργίας μίας διεθνος ννομης τάξης κατευθυνόμενης φυσικά πό τήν γεσία το Βυζαντίου. τσι, πό πολύ νωρίς, ναπτύχθηκε περίφημη καί πολύπλοκη βυζαντινή διπλωματία. λέξη «διπλωματία» ς τεχνικός ρος χει βυζαντινή προέλευση, τό διο καί ο λέξεις «δίπλωμα, διπλωμάτης». «Διπλώματα» νόμαζαν ο Βυζαντινοί τά εδικά διαπιστευτήρια γγραφα τν διπλωματικν ντιπροσώπων. ρος «διπλωμάτης» χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά μέ τή σημερινή ννοια πό τίς βορειοϊταλικές πόλεις κατά τήν ναγέννηση, ποτε χουμε καί τίς πρτες μόνιμες σέ ξένες χρες διπλωματικές ποστολές. πρτος μόνιμος πρέσβης ταν πό τή Βενετία καί ταν μόνιμα γκατεστημένος στήν Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα, ο ρχαιότερες μέχρι σήμερα γνωστές διμερες διεθνες συνθκες μπορικο – οκονομικο περιεχομένου πογράφτηκαν δη πό τόν 10ο αώνα μεταξύ Βυζαντίου καί Βενετίας. ξ λλου, ρθόδοξη κκλησία διακρινόταν – καί διακρίνεται – γιά τήν φιλανθρωπική της δράση. Μέ χορηγίες πισκόπων, ατοκρατόρων καί διαφόρων πιστν διωτν, δρύονταν καί λειτουργοσαν δη πό τόν 4ο αώνα διάφορα εαγ δρύματα. Κατά τή χιλιόχρονη πορεία το Βυζαντίου καί πό τή συνεχ μέριμνα τς κκλησίας, ναπτύχθηκε θεσμός το νοσοκομείου, πως τόν ξέρουμε σήμερα. Τά ργανωμένα νοσοκομειακά δρύματα νομάζονταν «ξεννες» «ξενοδοχεα» γιατί ξεκίνησαν ς χροι ποδοχς ταλαιπωρημένων προσκυνητν. λατινική λέξη γιά τό φιλόξενος εναι «hospitalis». πό ατήν καί κατπιρροήν τς βυζαντινς νομασίας τν νοσοκομείων, προλθε λέξη «hospital» (ospedale στά μοντέρνα ταλικά).
Παραμένοντας στό χρο τς κκλησιαστικς ρολογίας, ο Βυζαντινοί γιά τόν χρο ταφς τν νεκρν χρησιμοποιοσαν νέκαθεν τόν ρο «κοιμητήριον», πειδή σύμφωνα μέ τή χριστιανική διδασκαλία ο ποβιώσαντες χριστιανοί δελφοί, εναι προσωρινά μόνο νεκροί, γιατί θά ναστηθον κατά τήν μέρα τς Κρίσεως, τοι τή Δευτέρα Παρουσία το Χριστο. πό τόν ρο ατό προλθε καί ερέως διαδεδομένος σήμερα ρος σέ λες τίς δυτικές χρες «cemetery» δηλωτικός τν νεκροταφείων. ξίζει νά σημειωθε τι ν στήν σύγχρονη λλάδα, ρος «νεκροταφεο» εναι πολύ πιό διαδεδομένος στήν καθομιλουμένη πό τόν ρο «κοιμητήριο», στίς γγλόφωνες χρες χει κυριαρχήσει ρος «cemetery», πού κτόπισε σχεδόν τελείως τή λέξη «graveyard»!
λλωστε, τό Βυζάντιο, ξιος συνεχιστής το λληνορωμαϊκο πολιτισμο φημιζόταν γιά τήν μεγάλη πνευματική παράδοση καί τήν ργανωμένη, δημόσια διωτική νώτατη κπαίδευση. Τό δη πό τόν 5ο αώνα δρυμένο «Πανδιδακτήριον», ναδιοργανώθηκε τόν 8ο αώνα πό τόν ατοκράτορα Λέοντα Γ΄ σαυρο (717-741 μ.Χ.) καί νομάστηκε «οκουμενικόν διδασκαλεον». Στά λατινικά ρος οκουμενικός ποδίδεται ς «universalis». ταν δρύθηκαν τά πρτα πανεπιστήμια στήν ταλία (τέλη 11ου – ρχές 12ου α.) νομάστηκαν καί ατά οκουμενικά μέ τήν ννοια τι προσέφεραν παντοειδες πιστημονικές, φιλοσοφικές καί θεολογικές γνώσεις. τσι, δημιουργήθηκε ρος «university».
Ο πόλοιπες λέξεις – δάνεια χουν σχέση μέ τόν λικό πολιτισμό καί εδικότερα τή γαστριμαργία. ατοκράτορας ουστινιανός Α´ (527-565 μ.Χ.) μέ τούς πολέμους το ναντίον τν γερμανικν βασιλείων τς Δύσης, νέκτησε πολλά δάφη τς παλαις ρωμαϊκς ατοκρατορίας. Στήν ταλία εδικά, δρύθηκε τό ξαρχάτο τς Ραβέννας. Στήν τελευταία, γκαταστάθηκε σημαντικός ριθμός λλήνων πό τίς νατολικές παρχίες, μποροι, καλλιτέχνες, ψηφοθέτες, γλύπτες κ.λ.π. λληνική παρουσία τόνωσε τήν πολιτιστική καί καλλιτεχνική παραγωγή καί ψωσε, ς να βαθμό τό βιοτικό πίπεδο τν κατοίκων τς πρώιμης μεσαιωνικς ταλίας. ν καί τό ξαρχάτο διαλύθηκε πό τούς Λομβαρδούς στά μέσα το 8ου α., βυζαντινή πολιτισμική πιρροή ταν μφανής μέχρι καί τό τέλος το Μεσαίωνα. Σημαντικές, λλωστε, κτάσεις στή Ν. ταλία καί Σικελία παρέμειναν στή βυζαντινή κυριαρχία μέχρι τό τέλος το 11ου αώνα.
βυζαντινή πολιτισμική πιρροή κδηλώθηκε σέ διάφορους τομες, τσι ταν ασθητή καί στήν καθημερινή ζωή καί κουζίνα τν μεσαιωνικν ταλν. τσι, ο Βυζαντινοί παρασκεύαζαν να γλυκό πό σιρόπι μελιο πού τό λεγαν «κηρόμελον». Ο ταλοί τό νόμαζαν «caramella». Εναι πρόδρομος τς σημερινς καραμέλας (caramel στά γγλικά). πίσης, δη πό τήν ρχαιότητα, ο λληνες παρασκεύαζαν να εδος μακρόστενων ζυμαρικν πού τρωγαν στά νεκρικά δεπνα, τά λεγόμενα «νεκρόδειπνα» πρός τιμήν το νεκρο συγγεν τους. Ο Βυζαντινοί – πού συνέχισαν ατήν τήν παράδοση – νόμαζαν ατό τό φαγητό «μακαρώνια» (μακάριος + αώνια) καί τρώγοντας λεγαν αώνια μακάριος . τάδε. τσι, δημιουργήθηκε λέξη καί τό ντίστοιχο ζυμαρικό «μακαρόνια» (macaroni)! Βέβαια ο ταλοί κατόπιν δημιούργησαν πολλά καί διαφορετικά εδη spaghetti. Τέλος, ο Βυζαντινοί νόμαζαν τίς διάφορες πίτες «πλακοντες» – πως ο ρχαοι καί «πίττες», ξο καί λέξη «pie». κόμη στήν βυζαντινή Καλαβρία, λληνες καί ταλοί παρασκεύαζαν μία πίτα λμυρή καί «νοικτή». Βασικά λικά ταν τό τυρί, τό κρεμμύδι, ο λιές καί πιό σπάνια διάφορα λλαντικά. Τό φαγητό ατό ταν πρόδρομος τς δημοφιλέστατης σημερινς πίτσας (!) (pizza, κατά παραφθορά τς λέξεως πίττα)
Δημήτριος Ντούρτας, δικηγόρος

0 Σχόλια