Σούλι

Ιστορική περιοχή της Ηπείρου στην οροσειρά των Κασσωπαίων, νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων. Ανήκει διοικητικά στο νομό Θεσπρωτίας. Βρίσκεται ανάμεσα στον ποταμό Αχέροντα, ο οποίος στη διαδρομή αυτή ονομάζεται Σουλιώτικος, και στον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο. Η τοποθεσία είναι πολύ ορεινή (βουνά του Σουλίου) και εξαιρετικά οχυρή, γιατί μόνο από στενές και απότομες διαβάσεις μπορεί κανείς να την προσεγγίσει.
Οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 16ο αι. και ήταν κτηνοτρόφοι Έλληνες από τήν βόρειο Ήπειρο, που ήρθαν στους απρόσιτους εκείνους βράχους για να αποφύγουν τις καταπιέσεις των Τουρκαλβανών της Ηπείρου και να ζήσουν ανεξάρτητοι. Σχετικά με την ονομασία έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως ότι προήλθε από το όνομα κάποιου Σούλη που σκοτώθηκε εκεί ή από την αρβανίτικη λέξη «σούλι», που σημαίνει το ψηλό παρατηρητήριο, τη βίγλα, καθώς και άλλες, χωρίς καμιά να είναι βεβαιωμένη.
Αρχικά ιδρύθηκαν τέσσερα χωριά, το Σούλι, η Κιάφα, η Σαμονίβα και το Αβαρίκο, που αποτέλεσαν τον πυρήνα της κοινότητας και είναι γνωστά με το όνομα Τετραχώρι. Αργότερα, επειδή έφταναν συνεχώς και νέες οικογένειες, χτίστηκαν άλλα εφτά: Τσεκούρι, Περιχάτι, Βίλια, Αλεποχώρι, Κοντάντες, Γκιονάλα και Παλιοχώρι. Οι κάτοικοι των έντεκα αυτών χωριών, γνωστοί με το όνομα Σουλιώτες, είχαν συγκροτήσει «στρατιωτική ομοσπονδία» και από το 18ο αι. άσκησαν μια μορφή κυριαρχίας στις γύρω περιοχές εισπράττοντας φόρο από 60 περίπου κοινότητες. Οι κάτοικοι των χωριών ονομάζονταν Παρασουλιώτες.
Η κοινωνική δομή της σουλιώτικης στρατιωτικής ομοσπονδίας είχε πατριαρχικό χαρακτήρα και οι Σουλιώτες ήταν χωρισμένοι σε φάρες (πατριές). Την κοινότητα διοικούσε συμβούλιο από τους αρχηγούς των πατριών. Η μοναδική σχέση υποτέλειας προς τους Τούρκους ήταν η καταβολή ενός φόρου, τον οποίο με τη σειρά τους οι Σουλιώτες έπαιρναν από τους Παρασουλιώτες και σε χρήμα, αλλά περισσότερο σε τρόφιμα, γιατί το άγονο Σούλι δεν μπορούσε να θρέψει τον πληθυσμό που είχε συγκεντρωθεί εκεί.
Η ανάγκη να πολεμούν συνεχώς εναντίον των Τούρκων, που προσπαθούσαν να εξαφανίσουν αυτή την εστία ανεξαρτησίας, η προσπάθεια να διατηρούν την κυριαρχία τους πάνω στους Παρασουλιώτες, που την αμφισβητούσαν διαρκώς οι Τούρκοι διοικητές των διάφορων διαμερισμάτων της Ηπείρου, και, τέλος, η σκληρή ζωή που επέβαλλε το τραχύ έδαφος του τόπου, διαμόρφωσαν τον τύπο του σκληροτράχηλου, γενναίου και αγέρωχου Σουλιώτη πολεμιστή. Η άσκηση στα πολεμικά ήταν η μοναδική σχεδόν απασχόληση των αντρών και οι μεγαλύτερες αρετές για ένα Σουλιώτη ήταν η ανδρεία, η τόλμη και η αντοχή. Έτσι, το Σούλι απέκτησε έναν αξιόμαχο στρατό που αριθμούσε 2.500 περίπου άντρες. Κατά το 18ο αι. έγιναν πολλές απόπειρες των Τούρκων να υποτάξουν το Σούλι. Οι σημαντικότερες ήταν οι εκστρατείες του Μουσταφά πασά (1754) και του Ταχίρ πασά των Ιωαννίνων (1768), που αποκρούστηκαν με μεγάλες απώλειες για τους επιδρομείς. Στη διάρκεια του α’ ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) οι Σουλιώτες, υποκινημένοι από τον Έλληνα πράκτορα των Ρώσων Λουίζη Σωτήρη, προετοιμάστηκαν να πάρουν μέρος στη γενική εξέγερση των Ελλήνων. Εναντίον τους εξόρμησε ένα σώμα 5.000 Τουρκαλβανών για να τους προλάβει, αλλά έπαθε μεγάλη καταστροφή και υποχώρησε από το Σούλι αποδεκατισμένο (1772).
Οι μεγάλοι όμως αγώνες των Σουλιωτών άρχισαν, όταν έγινε πασάς των Ιωαννίνων ο Αλή Τεπελενλής (1787). Ο φιλόδοξος Αλβανός δεν ήταν δυνατό να ανεχτεί να υπάρχει μέσα στην επικράτειά του η ανεξάρτητη αυτή περιοχή και αποφάσισε να την εξαλείψει.
Κατά το β’ ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1792) ο Λουίζης Σωτήρης ήρθε και πάλι σε επαφή με τους Σουλιώτες, που ετοιμάστηκαν να κινηθούν εναντίον του Αλή πασά. Ο τελευταίος πληροφορήθηκε τις προετοιμασίες τους και στις αρχές Μαρτίου του 1789 πραγματοποίησε την πρώτη του εκστρατεία εναντίον τους. Απέτυχε όμως να εισχωρήσει στο οχυρό Σούλι και αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να υπογράψει ταπεινωτική συνθήκη. Τον ίδιο χρόνο Σουλιώτες απεσταλμένοι έφτασαν στη Ρωσία και ζήτησαν βοήθεια από τη Μ. Αικατερίνη, στην οποία παρουσίασαν και σχέδιο για γενική εξέγερση των Ελλήνων. Η αυτοκράτειρα τους έδωσε μόνο υποσχέσεις.
Το 1792 ο Αλή πασάς πραγματοποίησε τη δεύτερη εκστρατεία του. Για να αποκοιμίσει τις υποψίες των Σουλιωτών και να τους αιφνιδιάσει, προσποιήθηκε πως θα εκστράτευε κατά του Αργυροκάστρου και τους ζήτησε να τον βοηθήσουν. Πραγματικά, οι Σουλιώτες του έστειλαν ένα μικρό στρατιωτικό τμήμα, το οποίο ο Αλής αιχμαλώτισε και αμέσως με ισχυρές δυνάμεις χτύπησε το Σούλι. Αλλά και αυτή τη φορά αποκρούστηκε και αναγκάστηκε να γυρίσει στα Γιάννενα νικημένος.
Η τρίτη και τελευταία εκστρατεία του Αλή έγινε στα 1800. Προηγουμένως είχε κατορθώσει να διασπάσει τους Σουλιώτες με χρήματα και υποσχέσεις και ένας από τους αρχηγούς, ο Γιώργος Μπότσαρης, είχε αποχωρήσει από το Σούλι με τη φάρα του και είχε εγκατασταθεί στην περιοχή των Τζουμέρκων. Αυτή τη φορά οι Τουρκαλβανοί άρχισαν συστηματική πολιορκία και έχτισαν οχυρωμένους πύργους στις διαβάσεις για να εμποδίσουν τον εφοδιασμό των αποκλεισμένων. Παρά την έλλειψη εφοδίων οι Σουλιώτες αμύνονταν με πείσμα και η προώθηση των Αλβανών ήταν πολύ αργή. Στα τέλη του 1803 όμως οι πολιορκημένοι είχαν πια εξαντληθεί και είχαν χάσει τις περισσότερες ισχυρές θέσεις τους. Το τελευταίο σημείο αντίστασης ήταν το Κούγκι, όπου τελικά, όσοι είχαν απομείνει, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τον όρο να φύγουν και να πάνε όπου ήθελαν. Έμεινε μόνο πάνω στο Κούγκι ο καλόγερος Σαμουήλ που τίναξε στον αέρα την αποθήκη των πολεμοφοδίων και σκοτώθηκε με τους λίγους συντρόφους του (Δεκέμβριος 1803).
Από τους Σουλιώτες που έφυγαν λίγοι κατόρθωσαν να σωθούν πηγαίνοντας στην Πάργα και από εκεί στην Κέρκυρα. Ο Αλής παρασπονδώντας έστησε ενέδρες στις άλλες ομάδες των φυγάδων και τις αποδεκάτισε. Στις συγκρούσεις που έγιναν στο Ζάλογγο πολλές Σουλιώτισσες με τα παιδιά τους στην αγκαλιά πήδηξαν σε ένα βάραθρο και σκοτώθηκαν, για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών (χορός του Ζαλόγγου).
Αφού έγινε κύριος του Σουλίου, ο Αλής στράφηκε εναντίον των Σουλιωτών που με το Γιώργο Μπότσαρη είχαν εγκατασταθεί ύστερα από συμφωνία στην περιοχή των Τζουμέρκων. Τον Απρίλιο του 1804 τους πολιόρκησε στη μονή του Σέλτσου και τους εξόντωσε. Ελάχιστοι από αυτούς κατόρθωσαν να γλιτώσουν και διέφυγαν προς την περιοχή του Βάλτου.
Αλή πασάς Τεπελενλής (περ. 1744-1822). Τουρκαλβανός πασάς των Ιωαννίνων. Γεννήθηκε στο Τεπελένι της Ηπείρου. Πατέρας του ήταν ο Βελής, αγάς του Χορμόβου και μητέρα του η Χάκμω, γυναίκα φιλόδοξη και δυναμική. Έμεινε νωρίς ορφανός από πατέρα και την ανατροφή του ανέλαβε η μητέρα του, η οποία συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του γιου της. Σε πολύ νεαρή ηλικία έγινε αρχηγός συμμορίας Λιάπηδων και Τόσκηδων ληστών και καταπίεζε και τρομοκρατούσε τους κατοίκους της περιοχής των Ιωαννίνων. Για τη δράση του αυτή φυλακίστηκε από τον Κουρτ πασά του Βερατίου, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος, με τη μεσολάβηση της μητέρας του. Λίγο αργότερα ο Αλή παντρεύτηκε την κόρη του Καπλάν πασά, αντίπαλου του Κουρτ πασά.
Ο απώτερος σκοπός του Αλή ήταν να αναγνωριστεί από την κεντρική τουρκική αρχή σε επίσημο αξίωμα. Ύστερα από συνωμοσίες, προδοσίες, συκοφαντίες και άλλες παρόμοιες πράξεις κατάφερε να κερδίσει την εύνοια των Τούρκων και αναγνωρίστηκε απ’ αυτούς, το 1787 αρχηγός των κλεισωριών (δερβέναγας) Θεσσαλίας και Ηπείρου και το επόμενο έτος πασάς των Ιωαννίνων. 
Στα Ιωάννινα ζούσε ως απόλυτος μονάρχης και προσπάθησε να εξαλείψει κάθε μορφή αντίστασης στην ευρύτερη περιοχή της επικράτειάς του. Έτσι, στράφηκε εναντίον των Σουλιωτών (1790-1792), αρχικά χωρίς επιτυχία, κατάστρεψε τη Χειμάρα, επιτέθηκε στην Πρέβεζα και κατέλαβε τη Βόνιτσα. 
Μην μπορώντας να ανεχτεί το ανεξάρτητο πνεύμα των Σουλιωτών, συνέχισε τις επιθέσεις του στο Σούλι, ώσπου τελικά κατάφερε να εκδιώξει τους κατοίκους του το 1803. Ύστερα από αυτή του την επιτυχία ανακηρύχτηκε το 1804 βαλεσής Ρούμελης. Στη συνέχεια, με την υποστήριξη και την παρότρυνση του Μ. Ναπολέοντα κατέλαβε και την Πελοπόννησο (1807).
Το 1812 ο Αλή συνεχίζοντας τα επεκτατικά του σχέδια κατέλαβε το Αργυρόκαστρο και κατέστρεψε το Γαρδίκι. Την περίοδο αυτή η περιοχή που βρισκόταν κάτω από τον έλεγχό του είχε τη μεγαλύτερη έκταση. Τότε όμως άρχισε να αλλάζει η πολιτική της κεντρικής τουρκικής εξουσίας, με την άνοδο στο θρόνο –ήδη από το 1808– του Μαχμούτ Β’. Η Υψηλή Πύλη αποφάσισε ότι ο κάθε τοπικός άρχοντας έπρεπε να περιοριστεί στην επικράτειά του, γεγονός που ερχόταν σε αντίθεση με τα σχέδια και τις βλέψεις του Αλή πασά, ο οποίος είχε ήδη επεκτείνει την εξουσία του και σε άλλες περιοχές.
Διαισθανόμενος τον κίνδυνο, ο Αλή προσπάθησε να πάρει με το μέρος του τις Μεγάλες Δυνάμεις και αργότερα τους Έλληνες, οι οποίοι προετοίμαζαν την εποχή εκείνη τον ξεσηκωμό τους εναντίον των Τούρκων. Επιδίωξε μάλιστα να μπει και στη Φιλική Εταιρεία και υποσχόταν να σεβαστεί τη χριστιανική θρησκεία. Όλοι όμως γνώριζαν ήδη τον άστατο και δόλιο χαρακτήρα του και δε δέχτηκαν να τον βοηθήσουν. Τότε κι εκείνος αποπειράθηκε, χωρίς επιτυχία, να καταδώσει τους Φιλικούς στις τουρκικές αρχές.
Το 1818 ο σουλτάνος κήρυξε πια ανοιχτό πόλεμο κατά του Αλή πασά, και το 1920 ο τουρκικός στρατός, με επικεφαλής το Σουλεϊμάν πασά, κινήθηκε προς τα Ιωάννινα και τα πολιόρκησε. Λίγο αργότερα στάλθηκε εναντίον του Αλή και ο Χουρσίτ πασάς από την Πελοπόννησο.
Ο Αλή πασάς είχε μείνει μόνος, χωρίς καμία υποστήριξη, και εγκαταλείποντας το φρούριο στα Ιωάννινα, κατέφυγε στη μονή του Αγίου Παντελεήμονα, στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τις τουρκικές αρχές για να σώσει τη ζωή του, αλλά ο σουλτάνος είχε ήδη αποφασίσει τη θανατική καταδίκη του αποστάτη. Έτσι ο Χουρσίτ πασάς, το 1822, ενώ του είχε υποσχεθεί αμνηστία, έστειλε στρατό στη μονή, και παρά την αντίσταση της μικρής φρουράς του, ο Αλή πασάς σκοτώθηκε από τους Τούρκους.


Τζαβέλλας. Επώνυμο παλιάς και μεγάλης οικογένειας αγωνιστών από το Σούλι. Τα πιο διαπρεπή μέλη της είναι:

Λάμπρος Τζαβέλλας (1745-1792). Ο αρχηγός της «φάρας» των Τζαβελλαίων. Τον κάλεσε ο διαβόητος Αλή πασάς των Ιωαννίνων το 1792 με το πρόσχημα να ζητήσει τη βοήθειά του στην εκστρατεία του εναντίον του Αργυρόκαστρου. Ο Λάμπρος δέχτηκε την πρότασή του και μαζί με το γιο του Φώτο και άλλους 70 Σουλιώτες πήγε να τον βοηθήσει. Κοντά όμως στη Ζίτσα, τους έπιασαν όλους κατά διαταγή του πασά και τους οδήγησαν στα Ιωάννινα. Εκεί ο δυνάστης της Ηπείρου τούς κράτησε ομήρους του, με τη σκέψη ότι θα μπορούσε εύκολα να υποτάξει το Σούλι, αφού έλειπε ο άξιος αρχηγός του. Τις επιθέσεις όμως του Αλή πασά απέκρουσαν οι άλλοι Σουλιώτες. Γι’ αυτό ο πασάς των Ιωαννίνων κατέφυγε στο εξής τέχνασμα: κράτησε για όμηρο το γιο του Λάμπρου, το Φώτο, και έστειλε τον ίδιο στο Σούλι, για να βρει τάχα τρόπο να του το παραδώσει. Έλαβε όμως το ιστορικό γράμμα του Λάμπρου, ο οποίος από το Σούλι τού έγραψε: 
«Χαίρομαι που γέλασα ένα δόλιο σαν και σένα. Είμαι εδώ για να διαφεντέψω το Σούλι... Αν ο γιος μου δεν είναι πρόθυμος να πεθάνει για την πατρίδα, δεν είναι άξιος να ζήσει και να λέγεται γιος μου».
Ο Αλής, οργισμένος, επιτέθηκε τον Ιούλιο του 1792 εναντίον του Σουλίου με μεγάλες δυνάμεις. Νικήθηκε και πάλι και αναγκάστηκε να δεχτεί την ειρήνη και να αφήσει ελεύθερους το Φώτο και τους 70 συντρόφους του. Στη μάχη όμως ο Λάμπρος Τζαβέλλας τραυματίστηκε και πέθανε.
Μόσχω Τζαβέλλα (1760-περ. 1803). Η γυναίκα του Λάμπρου. Οδηγώντας 400 άλλες ηρωικές Σουλιώτισσες πήρε μέρος στις μάχες του 1792 με τον Αλή πασά. Προξένησαν μεγάλες καταστροφές στις τουρκαρβανίτικες δυνάμεις του Αλή.
Φώτος Τζαβέλλας (1774-1809). Γιος του Λάμπρου και της Μόσχως. Έπειτα από την απελευθέρωσή του από τον Αλή πασά και το θάνατο του πατέρα του, τον διαδέχτηκε στην αρχηγία της «φάρας», καθώς και όλων των Σουλιωτών. Αναδείχτηκε μεγάλος πολέμαρχος στους αγώνες εναντίον του Αλή και έδειξε τόση ανδρεία, που οι Σουλιώτες ορκίζονταν «στο σπαθί του Φώτου». Όταν το 1803 οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Σούλι, ο Φώτος κατόρθωσε με 2.000 άλλους Σουλιώτες να περάσει στην Πάργα και από εκεί στην Κέρκυρα, την οποία είχαν στην κατοχή τους οι Γάλλοι. Κατατάχτηκε στο γαλλικό στρατό ως εκατόνταρχος της ελληνικής λεγεώνας. Πράκτορες του Αλή πασά τον δηλητηρίασαν και πέθανε.
Κίτσος Τζαβέλλας (1801-1855). Γιος του Φώτου. Μεγάλωσε στην Κέρκυρα και, όταν το 1820 οι Σουλιώτες γύρισαν στο Σούλι, ανακηρύχτηκε καπετάνιος σε ηλικία 19 χρονών. Πήγε στην Πίζα της Ιταλίας για την προμήθεια πολεμοφοδίων και για συνεννόηση με τους Φιλικούς. Κατά τη μεγάλη Επανάσταση του 1821 διακρίθηκε σε πολλές μάχες. Τον Ιούνιο του 1825 έσπασε τις γραμμές του Κιουταχή που πολιορκούσε το Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη για να ενισχύσει τη φρουρά του. Το Μάρτιο του 1826, όταν χιλιάδες Τούρκοι έκαναν ισχυρές επιθέσεις για να καταλάβουν το νησάκι Κλείσοβα, ο Κίτσος Τζαβέλλας με 11 μόνο Σουλιώτες αποβιβάστηκαν σε αυτό, όπου με αυτοθυσία κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις τουρκικές επιθέσεις και να τραυματίσουν τον ίδιο τον Κιουταχή. Αρχηγός ομάδας από 2.000 άτομα, κατά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου, κατόρθωσε να οδηγήσει στα Σάλωνα 1.300 άτομα. Το 1844, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο Κίτσος Τζαβέλλας έγινε υπουργός των Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός και το 1849 πάλι υπουργός των Στρατιωτικών.

0 Σχόλια