1.  Δεν αγαπώ το Θεό.
Αν αγαπούσα πραγματικά το Θεό θα είχα συνεχώς τη σκέψη μου στραμμένη προς Αυτόν και θα ήμουν ευτυχισμένος. Κάθε σκέψη για το Θεό θα μου έδινε χαρά και αγαλλίαση. Αντίθετα, όμως πολύ συχνότερα και ευκολότερα σκέπτομαι διάφορα γήϊνα πράγματα, ενώ η απασχόληση της σκέψεως μου με το Θεό καταντάει εργασία επίμονη και ξερή.
Εάν αγαπούσα το Θεό, η συνομιλία με Αυτόν δια μέσου της προσευχής θα ήταν ή τροφή και η τρυφή μου (απόλαυση). Όμως τελείως αντίθετα, όχι μόνο δεν βρίσκω ευχαρίστηση στην προσευχή μου, αλλά χρειάζεται να αγωνίζομαι  κάθε φορά για να καταβάλω προσπάθεια για να προσευχηθώ. Αγωνίζομαι κατά της απροθυμίας, νικιέμαι από την αμαρτωλότητα μου και είμαι πάντα πρόθυμος να καταπατώ με κάθε νοητή και ανόητη σκέψη και πράγμα, ακόμα και κατά την ώρα της προσευχής, γεγονότα, που όπως είναι φυσικό, μικραίνουν την προσευχή και απομακρύνουν τη σκέψη από αυτή.
Ο καιρός μου περνάει αχρησιμοποίητος ή μάλλον χρησιμοποιείται σε μάταιες απασχολήσεις, και όταν απασχολούμαι με το Θεό, όταν τοποθετώ τον εαυτό μου κάτω από την παρουσία Του, τότε κάθε ώρα μου φαίνεται σαν να είναι ολόκληρος χρόνος. Ολόκληρη την ημέρα, είναι ζήτημα αν ξεχωρίζω έστω και μιαν ώρα για να την αγάπη μου προς Αυτόν.
Ολοένα και συζητώ για τιποτένια πράγματα και γεγονότα, τα    οποία μολύνουν το πνεύμα, κι αυτό μου δίνει ευχαρίστηση… Η μελέτη του νομού του Θεού και η γνώση Αυτού και της Πίστεως δεν μου κάνουν πολλή εντύπωση, ούτε ικανοποιούν την πνευματώδη πεινά της ψυχής μου…
2.  Δεν αγαπώ ούτε τον πλησίον μου.
Εάν αγαπούσα το πλησίον μου θα ήταν  δυνατό να σκεφτώ και να αποφασίσω να δώσω και την ζωή μου για αυτόν, εάν θα υπήρχε ανάγκη. Όχι μόνο αυτό δεν κάνω, άλλ’ ούτε και την παραμικρή θησεία είμαι διατιθέμενος να υποστώ για αυτόν.
Εάν αγαπούσα τον πλησίον μου συμφώνα με την εντολή του Ευαγγελίου, οι λύπες του θα ήταν δικές μου και οι χάρες του θα αντανακλούσαν (θα καθρεφτιζόταν) στο πρόσωπο μου, όπως και στο δικό του. Αντίθετα όμως, ευχαριστούμαι να ακούω διάφορα άσχημα πράγματα για αυτόν αντί να λυπάμαι και να πονάω.
Το κάθε τυχόν κακό που ακούω για τον πλησίον μου, όχι μόνο δεν μου φέρνει στενοχώρια, αλλά μου δίνει και είδος χαράς, ενδιαφέροντος και ελπίδας, να ακούσω περισσότερα.
Το σφάλμα ή το αμάρτημα του αδελφού μου όχι μόνο δεν το σκεπάζω με αγάπη, αλλά το διατυμπανίζω όπου μπορώ με εσωτερική ικανοποίηση.
Η ευτυχία του πλησίον μου, η τιμή του, τα αγαθά του δεν με ευφραίνουν, αλλά μου δίνουν αντίθετα το συναίσθημα της αδιαφορίας.
Τέλος όχι λίγες φορές καταλαμβάνουν την ψύχη μου περιφρόνηση και φθόνος για τον πλησίον μου.
3.  Δεν έχω χριστιανική πίστη.
Ούτε στην αθανασία ούτε στο Ευαγγέλιο, γιατί αν είχα τέλεια πεισθεί και πίστευα χωρίς αμφιβολία ότι μετά τον τάφο ξανοίγεται ή αιώνια ζωή και η ανταπόδοση των όσων πράξαμε σ αυτόν τον κόσμο, θα σκεπτόμουνα συνεχώς αυτό, χωρίς διακοπή.  Η ιδέα της αθανασίας θα με συνέτριβε κυριολεκτικά και θα ζούσα στην πρόσκαιρη αυτή ζωή σαν ένας ξένος και παρεπίδημος, που έχει πάντα στο νου του τη φροντίδα να αξιωθεί κάποτε να φτάσει στην γλυκεία του πατρίδα.
Αντίθετα, όμως εγώ ούτε καν σκέπτομαι για την αιωνιότητα και συμπεριφέρομαι στη ζωή μου σαν να πιστεύω ότι το τέλος της παρουσών ζωής είναι το τέρμα της ανθρώπινης υπάρξεως μου. Μέσα μου φωλιάζει υποσυνείδητα η σκέψη που συνοψίζεται στο: ποιος ξέρει και ποιος είδε τα μετά θάνατο;
Όταν μιλώ για την αθανασία, το μυαλό μου συμφωνεί μ’ εκείνη, ενώ η κάρδια μου απέχει από το να έχει πεισθεί από αυτή.
Όλη αυτή η απιστία αποδεικνύεται από τις πράξεις μου και από τη συνεχή φροντίδα να ικανοποιώ τη ζωή των αισθήσεων.
Είμαι γεμάτος από υπερηφάνεια και φιλαυτία. Όλες μου οι ενέργειες το επιβεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι κάλο στον εαυτό μου, επιθυμώ να το φανερώσω ή να το υπερηφανευτώ για αυτό μπροστά σε άλλους ανθρώπους, η να το θαυμάσω μόνος μου εσωτερικά.
Αν και επιδεικνύω μια εξωτερική ταπεινοφροσύνη, την αποδίδω σε αποτελεσματικότητα της δικής μου δυνάμεως, θεωρώ δε τον εαυτό μου ή ανώτερο από τους άλλους ή τουλάχιστον όχι χειρότερο τους.
Όταν ανακαλύπτω ένα σφάλμα μου προσπαθώ να το δικαιολογήσω και να το σκεπάσω λέγοντας: Τι να κάνω; Έτσι είμαι φτιαγμένος, ή δεν πειράζει, κάνεις δεν θα με παρεξηγήσει.
Θυμώνω με όσους δεν δείχνουν εκτίμηση προς το πρόσωπο μου και τους θεωρώ ότι είναι άνθρωποι που δεν μπορούν να εκτιμήσουν την αξία του άλλου.
Αγάλλομαι για τα χαρίσματα μου και όλες μου τις πτώσεις της θεωρώ εντελώς προσωπικό  μου ζήτημα.
Ενώ είμαι μεμψίμοιρος, βρίσκω ευχαρίστηση στις ατυχίες των εχθρών μου.
Όταν αγωνίζομαι για κάτι καλό το κάνω με σκοπό να κερδίσω επαίνους, η να δώσω κάποια ελαστικότητα στον πνευματικό μου εαυτό, η να πάρω κάποια πρόσκαιρη παρηγοριά.
Με μια λέξη, συνεχώς κατασκευάζω ένα είδωλο του εαυτού μου προς το οποίο προσφέρω αδιάκοπες τις υπηρεσίες μου, φροντίζοντας με κάθε τρόπο για την ευχαρίστηση μου και την καλλιέργεια των παθών και των επιθυμιών μου.
Πράττοντας όλα αυτά αναγνωρίζω τον εαυτό μου να είναι γεμάτος από υπερηφάνεια, από διάφορες σαρκικές επιθυμίες, από απιστία, από έλλειψη αγάπης προς το Θεό και από κακία προς τον πλησίον μου. Ποια κατάσταση θα μπορούσε να υπάρχει πιο αμαρτωλή από αυτή;
(από το βιβλίο, Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού, σελ. 165-174 (αποσπασματα)
Πηγή

0 Σχόλια