1. Δεν αγαπώ το Θεό με όλη μου την ψύχη, την καρδιά και την διάνοια. Δεν έχω υπακοή στις εντολές του Κυρίου και δεν φυλάγω τις υποσχέσεις που έδωσα στο Βάπτισμα και στην κουρά μου ενώπιων του Θεού, των Αγγέλων , των Αγίων και των ανθρώπων.
2. Δεν προσεύχομαι και δεν μελετώ με προσοχή. Στις ιερές  Ακολουθίες και αγρυπνίες, ακόμη και την ώρα της Θειας Λειτουργίας, παρίσταμαι στο Ναό χωρίς φόβο, προσοχή και ευλάβεια. Πολλές φορές έχω απρεπείς, αισχρούς, ακάθαρτους και βλάσφημους λογισμούς.
3. Δεν έχω μετάνοια αληθινή, ούτε πένθος ούτε δάκρια. Δεν εξομολογούμαι καθαρά και με συντριβή καρδιάς• ούτε έχω αίσθηση ότι η εξομολόγησή μου γίνεται ενώπιων του Παντογνώστη Θεού, που είναι πανταχού πάρων και γνωρίζει τα πάντα, και τους λογισμούς και τα βάθη της καρδιάς μου.
4. Στο μυστήριο της Θ. Κοινωνίας προσέρχομαι αναξίως, χωρίς την πρέπουσα ετοιμασία, χωρίς φόβο Θεού, πίστη και αγάπη.
5. Δεν αγαπώ τον πλησίον όπως τον εαυτό μου.
6. Δεν έχω αγάπη ούτε τον πρέποντα σεβασμό στον πνευματικό μου πατέρα και στους προεστώτες του Μοναστηριού. Δεν έχω τέλεια υπακοή και εγκοπή του θελήματός μου.
7. Είμαι υπερήφανος, αντίλογος, κενόδοξος, αθρωπάρεσκος, φίλαυτος, φλύαρος• αργολογώ, πολυλογώ, αστεΐζομαι και γελώ για ανόητα πράγματα, καταλαλώ, κατακρίνω, κατηγορώ, ψεύδομαι, συκοφαντώ, θυμώνω, οργίζομαι και μνησικακώ.
8. Δεν έχω εγκράτεια, υπομονή, πραότητα, ταπείνωση. Είμαι κοιλιόδουλος, γαστρίμαργος, λαθροφάγος, ιδιόρρυθμος, ακατάστατος.
9. Αμαρτάνω με όλες μου τις αισθήσεις (όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση και αφή)
10. Αμαρτάνω με λόγια και έργα, με τη θέληση μου και χωρίς αυτή, με γνώση ή άγνοια, με το νου μου και τη διάνοια• είμαι αμελής και οκνηρός και για αυτό έχω πολλές φορές κακές και αισχρές επιθυμίες, άτοπους, αισχρούς ακάθαρτους, υπερήφανους λογισμούς.
Για αυτές τις αμαρτίες που εξομολογήθηκα, πάτερ, ενώπιων του Θεού και ενώπιόν σου, και για άλλες αναρίθμητες που από λήθη ή άγνοια παρέλειψα να εξομολογηθώ ζητώ από το Θεό συγχώρηση.
(Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου,Διδαχές πατρικές σελ.265-266)
«Το πρώτο είδος ταπείνωσης είναι το να θεωρεί κανείς το συνάνθρωπό του πιο συνετό από τον εαυτό του και καλύτερό του σε όλα, και με ένα λόγο, όπως είπε ένας άγιος, να θεωρεί τον εαυτό του απ’ όλους πιο κάτω.
Και το δεύτερο είδος ταπείνωσης είναι το να αποδίδει στο Θεό κάθε του επιτυχία. Αυτή είναι η τελεία ταπείνωση των αγίων. Αυτή η ταπείνωση αναφύεται στην ψυχή με τρόπο φυσικό, όταν τηρεί τις εντολές και εργάζεται πάνω σε αυτές.
Γίνεται ό, τι και με τα δέντρα: Όταν είναι φορτωμένα με πολύ καρπό, ο καρπός αυτός λυγίζει προς τα κάτω τα κλαδιά τους και τα σέρνει στο έδαφος. Ενώ το κλαδί που δεν κουβαλάει καρπό, υψώνεται προς τα πάνω και ανεβαίνει στητό. Υπάρχουν μάλιστα και κάποια δέντρα τα οποία δεν κάνουν καρπό, όσο ανεβαίνουν τα κλαδιά τους προς τα πάνω. Αν όμως κάποιος πάρει και κρεμάσει μια πέτρα στο κλαδί τους και το σύρει προς τα κάτω με δύναμη, τότε κάνει καρπό. Έτσι είναι και η ψυχή. Όταν ταπεινώνεται, τότε καρποφορεί, και όσο καρπό κάνει, τόσο χαμηλώνει και ταπεινώνεται. Γιατί όσο πλησιάζουν οι άγιοι το Θεό, τόσο βλέπουν τους εαυτούς τους πιο αμαρτωλούς.
Θυμάμαι ότι κάποτε μιλούσαμε για την ταπείνωση, και κάποιος από τους άρχοντες της Γάζας, ακούγοντάς μας να λέμε αυτό το πράγμα, ότι όσο κανείς πλησιάζει το Θεό τόσο βλέπει πιο αμαρτωλό τον εαυτό του, παραξενεύτηκε και έλεγε: «Πώς γίνεται αυτό;»  Δε γνώριζε και ήθελε να μάθει το λόγο. Του λέω:   «Άρχοντα και πρώτε, πες μου, σε ποια θέση βάζεις τον εαυτό σου μες στην πόλη σου;» Μου λέει εκείνος «Πρώτο και καλύτερο θεωρώ τον εαυτό μου στην πόλη». Του λέω: «Αν όμως φύγεις και πας στην Καισάρεια, εκεί σε ποια θέση βάζεις τον εαυτό σου;» Λέει: «Βάζω τον εαυτό μου σε υποδεέστερη θέση από τους εκεί άρχοντες». Του λέω: «Αν φύγεις και πας στην Αντιόχεια, σε ποια θέση βάζεις τον εαυτό σου;» Μου απαντά: «Θεωρώ τον εαυτό μου δεύτερης κατηγορίας». Του λέω: «Και αν πας στην Κωνσταντινούπολη την πρωτεύουσα κοντά στο Βασιλιά, σε ποια θέση βάζεις τον εαυτό σου;». Μου λέει εκείνος: «Θεωρώ τον εαυτό μου έναν από τους φτωχούς».
Τότε του λέω: «Να λοιπόν, έτσι είναι οι άγιοι. Όσο πλησιάζουν το Θεό, τόσο πιο αμαρτωλούς βλέπουν τους εαυτούς τους. Ο Αβραάμ μάλιστα, όταν είδε τον Κύριο, αποκάλεσε τον εαυτό του χώμα και στάχτη. Και ο Ησαΐας έλεγε: «Αχ, εγώ είμαι ταλαίπωρος και βρώμικος».
Αββάς Δωρόθεος (Έργα Ασκητικά, Β΄ Διδασκαλία, Περί Ταπεινοφροσύνης, απόσπασμα, μετάφραση: Ελένη Κονδύλη).
Πηγή

0 Σχόλια