Ἀπὸ 21 Ἰουνίου μέχρι 4 Ἰουλίου τοῦ 406 ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πα-
ρέμεινε σὲ κάποιο χωριὸ μεταξὺ Βοσπόρου καὶ Νικαίας καὶ στὴν ἴδια τὴν
Νίκαια. Ἡ Ἐπιστολὴ του 221, τῆς 4ης Ioυλίoυ, ἀφήνει περιθώριο γιὰ ὀλιγοήμερη
ἀκόμα παραμονὴ στὴν Νίκαια («μέλλων ... διεξορμᾶν»). Ὡς τόπος ἐξορίας ὁρίστηκε
ἡ μικρὴ πόλη Κουκουσὸς τῆς Ἀρμενίας, στὴν σημερινὴ τουρκικὴ πόλη Goksun, ἑκατὸν
ἑβδομήντα περίπου χιλιόμετρα ἀπὸ τὰ Ἄδανα, στοὺς πρόποδες τῶν βουνῶν τῆς
Ἰσαυρίας. Προτιμοῦσε τὴν περιοχὴ αὐτή, ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ψιθυρίζονταν ὡς πιθανοὶ
τόποι ἐξορίας του, ὅπως ἡ Σκυθία καὶ ἡ Σεβάστεια (Ἐπιστ. 13: PG 52, 611).
Ταξίδι θριάμβου, πόνου, ἀπογοητεύσεων
καί διωγμῶν ἑβδομήντα ἡμερῶν
Ὅ,τι γνωρίζουμε γιὰ τὸ ταξίδι του ἀπὸ τὴν Νίκαια (Isnik) ἕως τὴν Κουκουσὸ
(Goksun) ὀφείλεται σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὶς Ἐπιστoλές του τῆς περιόδου αὐτῆς καὶ
δὴ στὶς 17, ποὺ ἔστειλε στὴν διακόνισσα Ὀλυμπιάδα (PG 52, 549-623). Αὐτὲς γρά-
φηκαν ἀπὸ τὸ τέλος Ἰουνίου τοῦ 404 ὣς τίς ἀρχὲς τοῦ 407.
Στὴν Νίκαια ὁ Χρυσόστομος συνῆλθε ἀπὸ τὶς ἔντονες συγκινήσεις, ἀνέκτησε
κάπως τὶς δυνάμεις του, ποὺ εἶχαν μειωθεῖ πολὺ ἀπὸ τὴν ὑπερένταση τῶν δραματικῶν
στὴν ΚΠολη γεγονότων, ἠρέμησε καὶ μάλιστα βρῆκε χρόνο νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὴν
ἱεραποστολὴ (στὴν Φοινίκη, τὴν Ἀραβία καὶ τὴν Κύπρο), τὴν ὁποία ἐνίσχυσε μὲ χρή-
ματα καὶ περισσότερο μὲ δοκιμασμένους ἱερομονάχους (Ἐπιστ. 221· 53 καὶ 123).
Ἀργότερα, θὰ ἐνδιαφερθεῖ καὶ γι᾽ ἄλλες ἱεραποστολές, ὅπως τῆς μακρυνῆς Περσίας,
ἐνῶ θὰ ἐντείνει τὶς προσπάθειές του γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Γότθων ἢ τῆς ἐπι-
στροφῆς τους στὴν Ὀρθόδοξη πίστη (Ἐπιστ. 14: PG 52, 618).
Τὸ πολύπλευρο αὐτὸ ἔργο εἶχε ἀρχίσει ἐνωρίτερα καὶ τώρα τὸ προωθοῦσε μὲ
ἱεραποστόλους καὶ χρήματα. Ἡ δραστηριότητα αὐτὴ προϋποθέτει κάποια ἐλευθερία
τοῦ δέσμιου Χρυσοστόμου νὰ δέχεται ἐπισκέψεις ἀκόμα καὶ δῶρα.
Ὁ δέσμιος Χρυσόστομος θ᾽ ἀκολουθοῦσε τὸν ἐπίσημο ἑλληνορωμαϊκὸ δρόμο (Ο.
Cuntz, Itineraria Τomana: Itinerarium Antonianum, Leipzig 1929). Ἀπὸ τὰ δυτικά, τὴν
Νίκαια, θὰ βάδιζε ἀνατολικά, θὰ διέσχιζε ὅλη τὴν κεντρικὴ καὶ σκληροτράχηλη Μι-
κρασία. Θὰ περνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα καὶ θὰ συνέχιζε ὣς τὴν Καισάρεια. Μετὰ θὰ
κατέβαινε πρὸς τὰ βουνὰ τῆς Ἰσαυρίας, γιὰ νὰ σταματήσει στὴν Κουκουσό.
Τὸ ταξίδι τoυτo εἶχε στιγμὲς θριάμβου καὶ στιγμὲς πόνου, ἐξαντλήσεως καὶ πε-
ριφρονήσεων. Σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς πορείας κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ὑποδέχονταν τὸν
Ἱερὸ δέσμιο μὲ τιμὲς ἥρωα, μάρτυρα καὶ ἁγίου. Προσφέρονταν μὲ πολλοὺς τρόπους
νὰ τὸν ἀνακουφίσουν καὶ τὸ γεγονὸς ἀποτελοῦσε ὑψίστη παρηγορία γιὰ τὸν Χρυσό-
στομο. Πολλὲς φορές, γράφοντας πρὸς τὴν Ὀλυμπιάδα, μιλάει γιὰ ἐξαιρετικὴ εὐεξία
του. Νομίζουμε ὅμως ὅτι ὣς ἕνα βαθμὸ τοῦτο συνιστᾶ προσποίηση καὶ ὑπερβολή, γιὰ
νὰ παρηγορεῖ τὴν Ὀλυμπιάδα, ποὺ εἶχε περιπέσει ἕνεκα τῶν γεγονότων καὶ δὴ τοῦ
ἐναντίον της διωγμοῦ σὲ μελαγχολία («ἀθυμία» ).
Ὅσο ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὰ παράλια - καὶ αὐτὸ ἔγινε πολὺ σύντομα- τὸ ταξίδι
γινόταν δυσκολότερο. Ἐναλλαγὲς ἔντονες κλιματολογικῶν συνθηκῶν κι ἔλλειψη τῶν
ἀναγκαίων. Πονοκέφαλοι, προβλήματα στομάχου, ἄλλοτε καύσωνας καὶ ἄλλοτε —
τὶς νυκτερινὲς ὧρες— πολὺ ψύχος καὶ ὑπερβολικὴ κούραση ἀπὸ τὴν πεζοπορία.
Φθάνοντας στὴν Ἄγκυρα δοκίμασε ἀπέραντη πικρία, διότι ὁ ἐπίσκοπός της Λε-
όντιος τοῦ συμπεριφέρθηκε πολὺ ἐχθρικά. Μέχρι τὴν Καισάρεια (ἔφθασε στὶς ἀρχὲς
Αὐγούστου) ἔζησε τὶς πιὸ ποικίλες κι ἔντονες ἀπογοητεύσεις, ἕνεκα τῶν δυσκολιῶν
τοῦ ταξιδιοῦ καὶ τῶν ἀσθενειῶν, ἰδίως τοῦ ὑψηλοῦ πυρετοῦ. Πρὶν ἀκόμα φθάσει δια-
διδόταν ὅτι ὁ ἐκεῖ ἐπίσκοπος Φαρέτριος ἀνέμενε μὲ χαρὰ τὸν Χρυσοστομο. Συνέβη
τὸ ἀντίθετο. Ὁ Φαρέτριος δὲν ἐμφανίσθηκε στὴν ἄφιξη τοῦ ἁγίου στὴν Καισάρεια,
ὅπου ἔφθασε σχεδὸν ἠμιθανὴς (Ἐπιστ. 9 καὶ 12). Εὐτυχῶς ὅμως, παρουσιάστηκαν
κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἐπισημοι καὶ ἁπλοί, ποὺ τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ
μεγάλη ἀγάπη. Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Φαρετρίου ἀνάγκασε τὸν Χρυσόστομο νὰ κατα-
λύσει, στὸ ἄκρο τῆς πόλεως, σὲ σπίτι ποὺ τοῦ προσέφεραν. Στὴν Ἐπιστoλή του 14
(πρὸς Ὀλυμπιάδα) διηγεῖται λεπτομερῶς τὰ σχετικὰ γεγονότα (ΡG 52, 612-615). Τὸν
φρόντισαν σπουδαῖοι γιατροὶ καὶ ἀνέλαβε κάπως δυνάμεις (PG 52, 609).
Παρὰ ταῦτα δὲν ἔπαυε νὰ εἶναι κλινήρης. Στὴν κατάσταση αὐτὴ εὑρισκόμενος
ἐντάθηκαν οἱ ἐπιθέσεις ληστοσυμμοριῶν ἄξεστων ἰσαύρων, ποὺ λυμαίνονταν τὴν πε-
ριοχὴ καὶ τὴν ἴδια τὴν Καισάρεια. Ἔτσι, ὁ κίνδυνος γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Χρυσοστόμου
ἦταν μεγάλος κι ἔγινε μεγαλύτερος, διότι ὁμάδα φανατικῶν μοναχῶν εἰσέβαλε στὸ
καταλυμα τοῦ ἁγίου καὶ τὸν ἐξεβίαζαν μὲ ἀπειλὲς νὰ ἐγκαταλείψει τὴν περιοχή.
Αὐτοὶ ὑποκινοῦνταν ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Φαρέτριο, ποὺ ἀπειλοῦσε καὶ ὅσους κληρικοὺς
ἐπισκέπτονταν τὸν ἅγιο. Γι᾽αὐτό, στὸ τέλος τῆς σύντομης ἐκεῖ παραμονῆς του δὲν
ἔβλεπε κληρικοὺς καὶ σκεπτόταν τί νὰ ἐπιλέξει. Τὴν ἀναχώρηση, ποὺ εἶχε τὸν κίνδυνο
νὰ τὸν προλάβουν οἱ ἀπειλητικοὶ ἴσαυροι, ἢ τὴν παραμονή, κατὰ τὴν ὁποία θὰ τὸv
κακοποιοῦσαν οἱ μοναχοί. Προτίμησε τὸν κίνδυνο τῶν ἰσαύρων.
Τὸν ἔβαλαν στὸ φορεῖο («λεκτίκιον»), γιατί δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ ὄρθιος, καὶ
ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Πείσθηκε ὅμως νὰ μείνει γιὰ λίγο σ᾽ ἕνα οἰκισμό,
σὲ ἀπόσταση «πέντε μιλίων» ἀπὸ τὴν πόλη. Ἐκεῖ, θαυμαστές του ἔκαμαν ὅ,τι μπο-
ρούσανε νὰ τὸν ἀσφαλίσουν ἀπὸ τοὺς ἰσαύρους. Δὲν ἡσύχασε ὅμως ὁ Φαρέτριος.
Ἔστειλε ἀνθρώπους καὶ δὴ τὸν ἄξεστο πρεσβύτερο Εὐήθιο, ποὺ νύχτα μπῆκε στὸ
κατάλυμα τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν περιοχὴ τὴν
ἴδια ὥρα, μεσάνυχτα, χωρὶς σελήνη, δῆθεν ἕνεκα ἐπικειμένης ἐπιθέσεως τῶν ἰσαύρων.
Ὁ ἅγιος κατάλαβε τὸν ἀπειλητικὸ ἐκβιασμὸ τοῦ Φαρετρίου. Ἂv καὶ δὲν ὑπῆρχανδίπλα του ἄνθρωποι νὰ βοηθήσουν, ἀποφάσισε τὴν ἄμεση ἀναχώρηση, μολονότι κιν-
δύνευε κυριολεκτικὰ νὰ πεθάνει —σὲ τέτοιο χάλι βρισκόταν ὁ ὀργανισμός του.
Ἔφθασε στὴν Κουκουσὸ ἠμιθανής.
Μὲ πολλὴ δυσκολία σηκώθηκε. Τὸν ὑποβάσταζαν καὶ ἄρχισε ἡ φοβερὴ πεζο-
πορία σὲ δρόμο ἀνώμαλο, στὸν δύσβατο καὶ τρομερὸ Ταῦρο. Ἡ πορεία του ὑπῆρξε
μαρτυρική, ἀλλὰ κάποτε, στὶς 20 Σεπτεμβρίου, ἔφθασε στὴν Κουκουσό. Στὴν Ἐπι-
στoλή του 234 μιλάει γιὰ ταξίδι ἑβδομήντα ἡμερῶν, κάτι ποὺ ἐξηγεῖται, ἂν ἔφυγε
δύο - τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν 4η Ἰουλίου ἀπὸ τὴν Νίκαια.
Στὴν τότε ἀρμενικὴ Κουκουσὸ τὸν φρόντισαν μἐ ἰδιαίτερη ἀγάπη πολλοὶ παρά-
γοντες καὶ μάλιστα, ὁ εὐγενὴς γαιοκτήμονας Διόσκορος, ποὺ προσέφερε καὶ τὸ κάπως
ἄνετο σπίτι του γιὰ διαμονὴ τοῦ Χρυσοστόμου. Ἐδῶ αἰσθανόταν τόσο καλά, ὥστε,
ἐνθυμούμενος τὸ ταξίδι του, ἔγραφε ὅτι προτιμάει χίλιες ἐξορίες ἀπὸ τὴν πεζοπορία
ποὺ ἔκαμε (Ἐπιστ. 13: PG 52, 61J). Τὸ ἔγραψε αὐτό, διότι καταβάλλονταν στὴν
ΚΠολη προσπάθειες ἀλλαγῆς τοῦ τόπου ἐξορίας. Δὲν προτιμοῦσε, λοιπόν, ἄλλον τόπο,
ἐκτὸς ἂν ἐπρόκειτο γιὰ παραθαλάσσιο μέρος, ὅπως ἡ Κύζικος καὶ ἡ Νικομήδεια, ποὺ
ἦταν εὐνοϊκότερες γιὰ τὴν ἄθλια κατάσταση τῆς ὑγείας του (αὐτόθι: ΡG 52, 612).
Τὴν ἴδια ἐποχή, ἔφθασε στὴν Κουκουσὸ καὶ ἡ Σαβινιανή, διακόνισσα ἡλικιωμένη,
μᾶλλον θεία τοῦ ἁγίου, τὸν ὁποῖο βοήθησε πολύ.
Ἐδῶ εἶχε πολλὲς ὑποχρεώσεις ὁ Χρυσόστομος, διότι τὸν ἐπισκέπτονταν πολλοί,
κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἐπίσημοι καὶ ἁπλοί, ἀπὸ διάφορα μέρη γειτονικὰ καὶ μακρυ-
σμένα, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια. Ὄφειλε ἀκόμη νὰ παρακολουθεῖ τὶς ἱεραποστο-
λικὲς δραστηριότητες, ποὺ ἀνθρωποί του ἐνεργοῦσαν, νὰ στέλνει ἐκεῖ χρήματα καὶ
ἀνθρώπους, νὰ πληρώνει λύτρα σὲ ἰσαύρους γι᾽ ἀπελευθέρωση αἰχμαλώτων, νὰ πα-
ρηγορεῖ ὅσους διώκονταν στὴν ΚΠολη καὶ ἀλλοῦ ὡς φίλοι του, νὰ συμβουλεύει καὶ
νὰ κατευθύνει παλαιοὺς καὶ νέους συνεργάτες του. Γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶχε ἀρκετὰ χρή-
ματα, ποῦ τοῦ ἔστελναν φίλοι καὶ πνευματικὰ τέκνα μὲ πρώτη τὴν Ὀλυμπιάδα.
Ἡ κατάσταση αὐτὴ ἄλλαξε μὲ τὴν πρώιμη ἔλευση τοῦ χειμώνα (404-405). Οἱ
ἀρρώστιες ἐπανῆλθαν. Πυρετοί, ἐμετοί, στομαχόπονοι, κεφαλαλγίες καὶ ἀϋπνίες,
ἕνεκα τῶν ὁποίων δὲν μποροῦσε ἀρχικὰ νὰ γράφει (Ἐπιστ. 6). Ἡ ἔξαρση τῶν ἀσθε-
νειῶν του ἐμφανίστηκε περισσότερο ἀπὸ τὸ φθινόπωρο τοῦ 405. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 406
ἀναγκάστηκε νὰ μεταφερθεῖ στὴν Ἀραβισσὸ ἕνεκα ἐπιθέσεων τῶν Ἰσαύρων.
Ἐδῶ ἡ ἀπουσία χρειωδῶν καὶ δὴ φαρμάκων ἦταν μεγάλη, ἀλλὰ ἡ ἀπειλὴ τῶν
ἰσαύρων μεγαλύτερη (Ἐπιστ. 146). Γι᾽αὐτὸ καὶ ὁδήγησαν τὸν ἅγιο πρὸς τὸ πλησιέ-
στερο αὐτὸ φρούριο, τὴν Ἀραβισσό (Ἐπιστ. 69), τέσσερα περίπου χιλιόμετρα ἀπὸ
τὴν Κουκουσό, ἀφοῦ περιπλανήθηκαν κρυπτόμενοι ἀπὸ τοὺς Ἰσαύρους. Παρὰ τὴν
ἄθλια κατάσταση τῆς ὑγείας του, ἄρχισε πάλι νὰ γράφει Ἐπιστoλές, καὶ μάλιστα
στὸν Ρώμης Ἰννοκέντιο καὶ σὲ δυτικοὺς ἐπισκόπους, ἀναφορικὰ μὲ τὴν γενικὴ Σύ-
νοδο, ἀπὸ τὴν ὅποια ἀνέμενε κρίση τῆς ὅλης καταστάσεως. Στὴν Κουκουσὸ ἢ κάπου
πλησίον ἐπανῆλθε ὁ ἅγιος μᾶλλον τὸ καλοκαίρι τοῦ 406. Φαίνεται ὅμως ὅτι, ἔστω
γιὰ λίγο, κατέφυγε σὲ περιοχὴ μεταξὺ Κουκουσοῦ καὶ Αραβισσοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πάλι
στὴν Κουκουσό.
Στὸ διάστημα τῆς ἐξορίας του, ἀκριβέστερα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀφίξεώς τουστὴν Νίκαια μέχρι τὸ καλοκαίρι τοῦ 407, ἔγραψε τὶς περίπου 240 Ἐπιστoλές του,
παρὰ τὶς ἀντίξοες, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, συνθῆκες στὶς ὁποῖες ζοῦσε. Τὶς ἔγραψε γιὰ
πρακτικοὺς λόγους, γιὰ νὰ κατευθύνει, νὰ συμβουλεύσει καὶ νὰ παρηγορεῖ διάφορα
πρόσωπα. Γράφοντας ὅμως, διηγούμενος, ἄλλοτε λεπτομερῶς καὶ ἄλλοτε ἁδρομερῶς,
τὶς ὅσες μαρτυρικὲς ταλαιπωρίες ὑφίστατο, ἔνιωθε καὶ ὁ ἴδιος κάποια παρηγορία,
σὲ κάποιο βαθμὸ ἀνακουφιζόταν καὶ κάθε τόσο ἔλεγε κι ἔγραφε τὸ «δόξα τῷ Θεῶ
πάντων ἕνεκεν».
Στὴν Κουκουσὸ καὶ δὴ μεταξὺ 406 καὶ 407 συνέταξε καὶ δύο πολυσυζητημένα
ἐργίδια, σὲ τύπο διατριβῆς. Ἔχουν καὶ τὰ δύο ὡς θέμα τὶς κακοπάθειες καὶ τὰ βά-
σανα τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν πρέπει ν᾽ ἀποθαρρύνονται, ἀλλὰ ν᾽ ἀντιμετωπίζουν
ὅλες τὶς δυσκολίες ὡς δοκιμασίες τοῦ Θεοῦ πρὸς ὄφελός τους πνευματικό. Πρόκειται
γιὰ τὰ ἔργα «Ὅτι τὸν ἑαυτὸν μὴ ἀδικοῦντα οὐδεὶς παραβλάψαι δύναται» (ΡG 52,
460-480) καὶ «Πρὸς τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ... » (ΡG 52, 479-
528).
Νέος τόπος ἐξορίας ἡ Πιτυούντα στὸν Καύκασο
Ἐνῶ αὐτὰ ὑπέφερε κι ἔτσι ἐνεργοῦσε στὴν ἀρμενικὴ χώρα ὁ Χρυσόστομος, παν-
τοῦ οἱ ἐχθροί του καὶ ἰδιαίτερα στὴν ΚΠολη ἀνησυχοῦσαν. Ἡ τιμὴ καὶ ὁ σεβασμός,
ποὺ μὲ κάθε εὐκαιρία τοῦ ἔδειχναν κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἰδιαί-
τερα ἀπὸ τὴν γειτονικὴ Ἀντιόχεια, ηὔξανε τὴν φήμη του καὶ κρατοῦσε ἀνοιχτὸ τὸ
θέμα ἀναθεωρήσεως τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου στὴν Δρῦ. Πολλοὶ φίλοι τοῦ Χρυ-
σοστόμου ἀρνοῦνταν νὰ κοινωνήσουν μὲ τοὺς διαδόχους τoυ Ἀρσάκιο καὶ Ἀττικό,
παρὰ τὴν παλαιὰ ἐντολὴ ποὺ τοὺς εἶχε ἀφήσει, ἀναχωρώντας γιὰ τὴν ἐξορία, καὶ
παρὰ τοὺς ἀπηνεῖς διωγμοὺς ποὺ ὑφίσταντο γιὰ τὴν στάση τους αὐτή. Γιὰ τὸ θέμα
τοῦτο ἐκδόθηκε, ἤδη στὶς 18 Νοεμβρίου τοῦ 404, διάταγμα τοῦ Ἀρκαδίου, ποὺ ἐπέ-
βαλε τὴν κοινωνία ὅλων μὲ τὸν διάδοχο τοῦ Χρυσοστόμου στὴν ΚΠολη, τὸν Θεόφιλο,
καὶ τὸν Πορφύριο (Ἀντιοχείας).
Στὴν Δύση, ἐπίσης, ὁ Ἰννοκέντιος ἐπέμενε γιὰ Οἰκουμενικὴ σύνοδο, ἡ ὁποία θὰ
ἐπανεξέταζε τὸ θέμα, ἀλλὰ τὴν ὁποία φοβόνταν οἱ ἀντιχρυσοστομικοὶ καὶ ὁ Ἀρκάδιος.
Ἔτσι, μολονότι τώρα δὲν ὑπῆρχε ἡ Εὐδοξία νὰ πιέζει τὸν Ἀρκάδιο -αὐτὴ πέθανε στὶς
6 Ὀκτωβρίου τοῦ 404 - ἐκεῖνος δέχθηκε εἰσηγήσεις ἐχθρῶν του Χρυσοστόμου καὶ
ὑπέγραψε διάταγμα γιὰ μεταφορά του σὲ περισσότερο ἀπρόσιτη καὶ ἄγρια περιοχή.
Πρόκειται γιὰ τὴν Πιτυούντα, χώρα τῶν βαρβάρων Τζάνων, στοὺς πρόποδες τοῦ Καυ-
κάσου, στ᾽ ἀνατολικὰ παράλια του Εὐξείνου Πόντου (Σωζομενοῦ, Ἐκκλησ. Ἱστορία
Η´ 28,6). Ἐκεῖ δὲν θὰ τὸν εὕρισκαν οἱ φίλοι καὶ οἱ θαυμαστές του. Προπαντὸς , ἡ
ἐλπίδα τῶν ἐχθρῶν ἤτανε μεγάλη νὰ πεθάνει ὁ καχεκτικὸς Χρυσόστομος ἢ ἀπὸ τὶς
κακουχίες τοῦ νέου ταξιδιοῦ χιλίων πεντακοσίων χιλιομέτρων περίπου, ἢ ἀπὸ τὶς
πρωτόγονες συνθῆκες τῆς διαμονῆς.
Ἡ διαταγὴ ἔφθασε στὴν Κουκουσὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 407 καὶ ἡ θλιβερὴ συνοδεία
ξεκίνησε στὶς 25 Αὐγούστου. Ὁ ἅγιος καὶ δύο φρουροὶ στρατιῶτες.Ὁ ἕνας φρουρὸς
μάλιστα φερόταν μὲ περισσὴ σκληρότητα, ἀφοῦ, ἂν ὁ κρατούμενρς πέθαινε στὸν
δρόμο, θὰ εἶχε μεγαλύτερη ἀμοιβὴ (Παλλαδίου, Διάλογος ΙΑ´: PG 47, 38).
Ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦτο δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸν ἴδιο, διότι, πορευόμενος τὴν ὁδό τοῦ μαρτυρίου του, δὲν ἔγραψε ἐπιστολὴ
καί, ἂν ἔγραψε, δὲν σώθηκε. Ἔτσι, γιὰ τὸ τελευταῖο εἰκοσαήμερο τῆς ζωῆς του γνω-
ρίζουμε ὅσα λίγα διέσωσαν οἱ ἱστορικοὶ καὶ μάλιστα ὁ Παλλάδιος (μνημ. ἔργ. PG 47,
38-39).
Τὸ ἅγιο τέλος τοῦ πανίερου ἄνδρα
Τώρα, ἔπρεπε ν᾽ ἀκολουθήσει τὸν ἤδη γνωστό του καὶ μαρτυρικὸ ἑλληνορωμαϊκὸ
δρόμο, ἀπὸ τὸν ὁπoῖo τόσο εἶχε ὑποφέρει. Φαίνεται ὅμως ὅτι δὲν κατευθύνθηκε πρὸς
τὴν Καισάρεια. Προτιμήθηκε, γιὰ συντομία, ἡ Σεβάστεια (Sivas) καὶ ἀπὸ κεῖ, μέσῳ
Κομάνων καὶ Ἀμασείας (Amasya) θὰ φθάνανε στὴν Ἀμισὸ (Samsun - Σαμψούντα),
στὴν Μαύρη Θάλασσα. Ἐκεῖ μὲ καράβι θὰ συνέχιζαν γιὰ τὴν Πιτυούντα.
Οἱ κακουχίες τοῦ νέου ταξιδιοῦ σχετίζονταν ὄχι μόνο μὲ τὸν ἀνώμαλο δρόμο
καὶ τὴν πολὺ κλονισμένη ὑγεία τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἀπότομες κλιμα-
τολογικὲς ἐναλλαγές. Μολονότι τόσο ἐξαντλημένος, ὄφειλε νὰ βαδίζει περίπου 20 -
ἢ λίγο λιγότερα- χιλιόμετρα τὴν ἡμέρα, πότε μὲ ἀφόρητη ζέστη καὶ πότε μὲ πολλὴ
βροχή. Ὄντας ἀκάλυπτος, τὸ νερὸ τῆς βροχῆς κυλοῦσε παντοῦ σὲ ὅλo τὸ ἄρρωστο
σῶμα του καὶ ἄρχιζαν ρίγη, πυρετοὶ καὶ πονοκέφαλοι. Ἐντολὴ ἐκτελώντας οἱ δύο
συνοδοὶ στρατιῶτες δὲν ἄφηναν δυνατότητα διανυκτερεύσεως, ὅπου ὑπῆρχε ὑπο-
φερτὸ κατάλυμα γιὰ στοιχειώδη ἀνάπαυση καὶ ἰατροφαρμακευτικὴ περίθαλψη.
Βαδίζοντας μὲ ὅσες ἀσθενικὲς δυνάμεις εἶχε ὁ Χρυσόστομος, φθάσανε, στὶς 12
Σεπτεμβρίου, στὴν Δαζιμώνα (σήμερα Κaz Ova), κοντὰ στὴν σημερινὴ μεγάλη πόλη
Τοkat. Τὴν ἑπομένη ξεκίνησαν γιὰ τὰ πoλυάνθρωπα τότε Κόμανα (σήμερα τὸ χωριὸ
Gomenek), ἀλλὰ τὰ παρέκαμψαν, γιὰ νὰ κερδίσουν χρόνο καὶ νὰ μὴν ἀνακουφιστεῖ
ὁ Χρυσόστομος. Ἀπὸ Κόμανα πορεύτηκαν δυτικὰ καὶ πολὺ πρὶν φθάσουνε στὴν ση-
μερινὴ πόλη Turhal, διανυκτέρευσαν στὸν προσκυνηματικὸ ναὸ τοῦ μάρτυρα Βασι-
λίσκου, (τοποθεσία ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Bizeri), ὀκτὼ περίπου χιλιόμετρα μετὰ
τὰ Κόμανα. Ὁ ἅγιος Βασιλίσκος, ἐπίσκοπος τῆς πολίχνης αὐτῆς, μαρτύρησε (311)
στὰ χρόνια του Μαξιμιανοῦ καὶ τὸν τιμοῦσαν ἐξαιρετικὰ στὴν περιοχή, ὅπου ἔκτισαν
πρὸς τιμὴν του ναό. Ἐδῶ εὐδόκησαν οἱ συνοδοὶ νὰ διανυκτερεύσει ὁ ἅγιος. Ἡ κα-
τάσταση πλέον τοῦ ἱεροῦ ἄνδρα ἦταν ἀπελπιστική. Προσπάθησε νὰ κοιμηθεῖ. Τότε
τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ μάρτυρας Βασιλίσκος νὰ τὸν ἐνθαρρύνει, τοῦ εἶπε ὅτι αὔριο θὰ
εἶναι μαζί, ὅτι ἄρα τελειώνει καὶ τὸ μαρτύριό του: «Θάρσει, ἀδελφὲ Ἰωάννη· αὔριοv
γὰρ ἅμα ἐσόμεθα» (Παλλαδίου, Διάλογος ΙΑ´: ΡG 47, 38).
Τὸ πρωὶ ὁ ἅγιος, γνωρίζοντας ὅτι πλέον δὲν εἶχε δυνάμεις γιὰ περαιτέρω πορεία
κι ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὴν ὑπόσχεση τοῦ μάρτυρα Βασιλίσκου, παρακάλεσε τοὺς
φρουρούς του νὰ μὴ ξεκινήσουν. Ζήτησε τουλάχιστον νὰ μείνουν ἐκεῖ μέχρι τὴν «πέμ-
πτην ὥραν», δηλαδὴ μέχρι τὶς 11 ἢ 12 τὸ μεσημέρι. Μάταια. Τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ
τὸν ναὸ καὶ τὸν ὑποχρέωσαν νὰ βαδίσει. Στὸν δρόμο πρὸς τὴν Νεοκαισάρεια, ὅπου
ἡ σημερινὴ πόλη Niksar. Βάδιζε τώρα ὁ ἅγιος στὴν γῆ τοῦ Πόντου ὑφιστάμενος φο-
βερότατο μαρτύριο. Ἀλλὰ μόνο γιὰ λίγο. Εἴχανε βαδίσει πεντέμισι περίπου χιλιόμε-
τρα («ὡς τριάκοντα σταδίους»), ὅταν πλέον καὶ οἱ συνοδοὶ στρατιῶτες πείστηκαν
ὅτι ὁ ἅγιος βρισκότανε στὸ τέλος του. Ἀναγκαστήκανε νὰ ἐπιστρέψουν, βαστάζοντάς
τον, καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὸν ναὸ τοῦ μάρτυρα Βασιλίσκου.Ἐδῶ, ζήτησε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο τοῦ ναοῦ νὰ τοῦ φορέσει καινούργια ἐνδύ-
ματα καὶ μοίρασε στοὺς παρόντες τὰ λίγα του ὑπάρχοντα. Ἔπειτα, κοινώνησε τῶν
ἀχράντων Μυστηρίων, προσευχήθηκε γιὰ τελευταία φορὰ ἐνώπιον ὅλων καὶ εἶπε τὴν
συνήθη του δοξολογικὴ προσευχὴ «δόξα τῷ Θεῶ πάντων ἕνεκεν». Προσέθεσε τὸ
«ἀμήν», ἅπλωσε τοὺς ἱεροὺς πόδας του καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα (Παλλαδίου, Διά-
λογος ΙΑ: ΡG 47, 38-39). Ἦταν ἡ 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 407.
Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεως τοῦ ἱεροῦ ἄνδρα συγκλόνισε τὴν οἰκουμένη, ἐκτὸς ἀπὸ
τoὺς ἀμετανόητους ἐχθρούς του. Συνάχθηκαν πολλοὶ πιστοὶ καὶ ἰδιαίτερα μοναχοὶ
καὶ τὸν ἐνταφίασαν στὸν ναὸ τοῦ μάρτυρα Βασιλίσκου.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ:
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Γ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΛΟΥ, Καθηγ. Πανεπιστημίου
«ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ»
Ἔκδ. «ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ», τ. Α´,
Ἀθῆναι 1999, σελ. 80-88

0 Σχόλια